Στην αντιπαράθεση για την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα έχει ακουστεί κατ’ επανάληψη το επιχείρημα ότι «η δημοκρατία δεν εκβιάζεται», που υποστηρίζει ότι εάν έχουν τηρηθεί όσα προβλέπει ο νόμος, η διεκδίκηση, ακόμη και αυτή που ενέχει τη διακινδύνευση της ζωής του διαμαρτυρόμενου ως έσχατο μέσο πίεσης, οφείλει να αντιμετωπιστεί ως επικίνδυνη παρέκκλιση από τον πυρήνα του «κράτους δικαίου» που είναι η καθολική και απαρέγκλιτη τήρηση του νόμου.

Ωστόσο, είναι σαφές ότι η πολιτική αντιπαράθεση δεν περιορίζεται απλώς στο ερώτημα πώς ορίζεται η προσήλωση στο «κράτος δικαίου». Δεν αναφέρομαι μόνο στο ότι υπάρχουν ικανά αντεπιχειρήματα νομικών που υποστηρίζουν ότι και ο απεργός πείνας, από τη μεριά του, την τήρηση του «κράτους δικαίου» διεκδικεί με το διάβημά του. Κυρίως αναφέρομαι στο ότι η φόρτιση γύρω από το θέμα αφορά πολύ περισσότερο την αναγκαιότητα μιας «αποφασιστικής στάσης» απέναντι όχι μόνο σε έναν ιστορικό κύκλο πολιτικής βίας που έχει τελειώσει, όσο και – κατ’ επέκταση – απέναντι στις πρακτικές κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού που θεωρούνται «εκτός ορίων», αυτό που μπορεί να θεωρηθεί, ανάλογα με την οπτική, είτε «καταπολέμηση της ανομίας» είτε «εμπέδωση μιας αυταρχικής λογικής».

Σε αυτό το φόντο, το διακύβευμα των ημερών υπερβαίνει κατά πολύ τον ορισμό του σεβασμού του κράτους δικαίου. Οι άνθρωποι που κινητοποιούνται γύρω από το σύνθημα «να νικήσει η ζωή» δεν είναι απολογητές κάποιας εκδοχής παραβατικότητας ή εγκληματικότητας. Τους ανησυχεί πραγματικά το ενδεχόμενο να ξεπεραστεί η κρίσιμη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην τιμωρία και την εκδίκηση, με τη δεύτερη να μην ανήκει – ευτυχώς- σε αυτό που ορίζουμε «νομικό πολιτισμό» και τους κινητοποιεί μαζικά η επίγνωση ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος στο όνομα της «αποφασιστικότητας» να καταλήξουμε σε μια εκδοχή κρατικής βαναυσότητας που δεν θα περιοριστεί στο πρόσωπο ενός απεργού πείνας, αλλά μπορεί να αποτελέσει επικίνδυνο γνώμονα πολιτικής απέναντι σε πολύ ευρύτερες μορφές πολιτικής και κοινωνικής διεκδίκησης και δράσης.