Ότο Βέχτερ : Ο αξιωματικός των Ναζί που δεν συνελήφθη ποτέ
Ένα πρόσφατο βιβλίο διηγείται τη ζωή ενός επιφανούς ναζιστή, περιγράφοντας ένα απίστευτο κοκτέιλ τυφλού μίσους και μικροαστισμού
Ο Φίλιπ Σαντς, Εβραίος συγγραφέας ανατολικοευρωπαϊκής καταγωγής και συνήγορος ανθρώπινων δικαιωμάτων, πρόσφατα εξέδωσε το δεύτερο βιβλίο του σχετικά με το Ολοκαύτωμα και τον ναζισμό. Αυτή τη φορά, παρακολουθεί τη ζωή ενός «μεγάλου ψαριού» που δεν πιάστηκε ποτέ: Του Ότο Βέχτερ, υψηλόβαθμου ναζιστή αξιωματικού στην κατεχόμενη Πολωνία, που καταδικάστηκε για μαζικές δολοφονίες μετά το τέλος του πολέμου, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει.
Ο Βέχτερ ήταν προσωπική επιλογή του Χίτλερ, ο οποίος του ζήτησε να διοικήσει την Γαλικία, ενώ ηγήθηκε της κατασκευής του γκέτο της Κρακοβίας και των στρατοπέδων συγκέντρωσης όπου βρήκαν φριχτό θάνατο περισσότεροι από 130.000 άνθρωποι από την ευρύτερη περιοχή –ανάμεσά τους και 8.000 παιδιά.
Μετά τον πόλεμο, όταν πολλοί υψηλόβαθμοι ναζιστές κατέληξαν στη Νυρεμβέργη, όπου δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και απαγχονίστηκαν, ο Βέχτερ πέρασε περισσότερα από τρία χρόνια κρυμμένος στις αυστριακές Άλπεις, πριν διαφύγει στη Ρώμη. Εκεί πέθανε το 1949 υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Είχε υιοθετήσει το ψευδώνυμο Ράινχαρντ, ως φόρο τιμής σε έναν επιφανή αυστριακό καθολικό ιερέα που τον είχε βοηθήσει στη Ρώμη. Ο Ράινχαρντ γνώριζε ακριβώς ποιος ήταν ο Βέχτερ, ήταν φίλα κείμενος στις αντιλήψεις του και είχε σημαντικές διασυνδέσεις με το Βατικανό.
Ο Βέχτερ είχε διασχίσει τις Άλπεις με τα πόδια πριν φτάσει στη Ρώμη, όπου έζησε σε χριστιανικούς κοιτώνες. Σκόπευε να δραπετεύσει προς τη Λατινική Αμερική μέσω της λεγόμενης «Σκαλιέρας», ενός μυστικού δικτύου που επέτρεψε σε πολλούς επιφανείς Ναζί να αποφύγουν την τιμωρία τους με τη βοήθεια αξιωματούχων της καθολικής εκκλησίας, ορισμένοι εκ των οποίων ενδέχεται να ανήκαν ακόμη και στους καρδινάλιους του Βατικανού. Μερικές φορές, σύμφωνα με την έρευνα του Σαντς, η Σκαλιέρα είχε την μυστική ή ανοιχτή υποστήριξη των ΗΠΑ, που ήθελαν να αποκτήσουν πρόσβαση στις πληροφορίες που γνώριζαν αυτοί οι άνδρες για την όλο και ισχυρότερη Σοβιετική Ένωση. Έτσι, αγνοούσαν το εγκληματικό τους παρελθόν.
Σε αυτό τον βρώμικο μεταπολεμικό κόσμο πέθανε ο Βέχτερ, πιστεύοντας ότι ήταν «κυνηγημένος από τους Αμερικανούς, τους Πολωνούς, τους Σοβιετικούς και τους Εβραίους», όπως γράφει ο Σαντς.
Αν και το βιβλίο φέρει τον τίτλο «Ratline» (Σκαλιέρα), δεν εστιάζει τόσο στο δίκτυο διαφυγής, όσο στη ζωή και την εποχή του Βέχτερ: Στις σπουδές του στην Αυστρία, την ανέλιξή του στα ανώτατα κλιμάκια του ναζιστικού κόμματος, στη γνωριμία και τον γάμο του με την Σαρλότε Μπλέκμαν, μια έξυπνη και μορφωμένη φοιτήτρια εικαστικών. «Η Σκαλιέρα» είναι μια… ναζιστική ερωτική ιστορία, παραμένει όμως συναρπαστική και σημαντική, σύμφωνα με τους Times της Νέας Υόρκης, καθώς περνά μέσα από μια απίστευτη συλλογή ντοκουμέντων της εποχής: Χιλιάδες σελίδες προσωπικών εγγράφων και ημερολογίων, αλλά και αλληλογραφία χρόνων ανάμεσα στον Ότο και την Σαρλότε. Αν και ο Βέχτερ ήταν υπεύθυνος για την απέλαση των Εβραίων της Γαλικίας και αργότερα αναγκασμένος να κρύβεται μέχρι τον θάνατό του, έβρισκε χρόνο να γράφει στη σύζυγό του επιστολές γεμάτες γλυκόλογα.
Ο Σαντς απέκτησε πρόσβαση σε αυτά τα έγγραφα μέσα από έναν από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες του βιβλίου του: Ο Χορστ Βέχτερ, το τέταρτο από τα έξι παιδιά του δραπέτη ναζιστή, φυλούσε αυτό το αρχείο στον ετοιμόρροπο πύργο του στην Αυστρία. Ο Χορστ είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση: Αρνείται σθεναρά την εμπλοκή του πατέρα του στο Ολοκαύτωμα, παρά τα αμέτρητα στοιχεία που την αποδεικνύουν –με πολλά από αυτά να βρίσκονται στα έγγραφα που ο ίδιος είχε στην κατοχή του.
Οι εντάσεις μεταξύ του Σαντς και του Χορστ πρωταγωνιστούν στο βιβλίο. Ο Σαντς γνώρισε τον Χορστ όταν έγραφε το προηγούμενο βιβλίο του για το Ολοκαύτωμα και οι δυο τους συμμετείχαν σε ένα ντοκιμαντέρ για τον ναζισμό, στο οποίο συμμετείχε και ο Νίκλας Φρανκ. Ο τελευταίος ήταν γιος του γενικού κυβερνήτη της κατεχόμενης Πολωνίας, Χανς Φρανκ, που δικάστηκε και απαγχονίστηκε στη Νυρεμβέργη.
Αν και ο Νίκλας, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, μιλούσε με σκληρά λόγια για τον πατέρα του, λέγοντας μάλιστα ότι είχε πάντα μαζί του μια φωτογραφία του πτώματός του, τραβηγμένη μετά τη δίκη του στη Νυρεμβέργη, «για να είμαι σίγουρος ότι έχει όντως πεθάνει», ο Χορστ αρνείται να παραδεχτεί τις πράξεις του πατέρα του και προτιμά να τον αντιμετωπίζει ως έναν καλό άνθρωπο μπλεγμένο σε ένα κακό σύστημα.
Ο Χορστ είχε πολύ καλή σχέση με τη μητέρα του και θεωρεί ότι ο πατέρας του δηλητηριάστηκε. Παρά την άρνησή του να δει την αλήθεια, όμως, βοηθά σημαντικό το κουβάρι της ιστορίας να ξετυλιχτεί. Αντί να καταστρέψει τα έγγραφα που είχε στην κατοχή του, άφησε τον Σαντς να τα εξετάσει, μια κίνηση που οδήγησε στη σύγκρουσή του με τα μέλη της οικογένειάς του που ήθελαν να ξεχάσουν το άσχημο παρελθόν τους.
Και ήταν όντως άσχημο. Η αλληλογραφία αποτελεί μια γκροτέσκα απόδειξη της πλήρους πίστης του Βέχτερ στον ναζισμό, του διαβολικού κακού που μπλεκόταν με την κοινοτοπία του τρόπου ζωής της μεσαίας τάξης. Το καλοκαίρι του 1942, όταν ξεκίνησε η μαζική απέλαση των Εβραίων της Γαλικίας από την περιοχή που διοικούσε ο Βέχτερ, εκείνος και η Σαρλότε μετακόμισαν σε μια «υπέροχη βίλα» έξω από το Λέμπεργκ, που διέθετε πισίνα και γήπεδο τένις. Έκανε τραπέζι στον Χίμλερ, ο οποίος επαινούσε τις ικανότητες του Βέχτερ στον Χίλτερ. Επιστρέφοντας από τις καλοκαιρινές διακοπές τους το καλοκαίρι του 1942, ο Βέχτερ έγραφε στην Σαρλότε: «Οι Εβραίοι απελαύνονται σε αυξανόμενους αριθμούς. Είναι δύσκολο να βρούμε υλικά για τα γήπεδα του τένις».
Η Σαρλότε, που πέθανε το 1985, ήταν απολύτως αφοσιωμένη τόσο στον άνδρα της όσο και στον ναζισμό. Σε ένα ράφι στο κάστρο του Χορστ, ο Σαντς ανακάλυψε ένα αντίγραφο του βιβλίου «Ο Αγών Μου», με αφιέρωσή της προς τον Ότο: «Με δυσκολίες και αγάπη, ως το τέλος». Όταν ο Ότο κρυβόταν στη Ρώμη και χρειαζόταν χρήματα, η Σαρλότε πούλησε έργα τέχνης που είχε κλέψει από συλλογές της Κρακοβίας. Και μετά τον θάνατό του, κατάφερε να μεταφέρει παράνομα τη σορό του στην Αυστρία.
Ο Σαντς πληροφορήθηκε από εσχάτως αποχαρακτηρισμένα αρχεία της CIA για μια επιχείρηση που είχαν πραγματοποιήσει οι υπηρεσίες αντικατασκοπίας των ΗΠΑ (CIC), και η οποία κατέληξε στη σύνταξη λίστας με πρώην ναζιστές που θα μπορούσαν να στρατολογηθούν ως πληροφοριοδότες. Κεντρική φιγούρα της επιχείρησης ήταν ο Καρλ Χας, υψηλόβαθμος αξιωματικός των SS και ένας από τους τελευταίους ανθρώπους που επισκέφθηκε ο Βέχτερ πριν τον θάνατό του.
Ο Χας έζησε ήσυχα για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο, μέχρι να γίνει διάσημος στην Ιταλία το 1996, όταν συνελήφθη και καταδικάστηκε για «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» για τον ρόλο του στη δολοφονία 335 ιταλών πόλιτών τον Μάρτιο του 1944 στα Αρδεατικά Σπήλαια έξω από τη Ρώμη. Άλλος ένας αξιωματικός των SS που ενεπλάκη στη σφαγή, ο Έριχ Πρίμπκε, διέφυγε μέσω της Σκαλιέρας στην Αργεντινή, όπου συνελήφθη, εκδόθηκε στην Ιταλία και επίσης καταδικάστηκε. Πρόκειται για μια από τις τελευταίες δίκες για εγκλήματα πολέμου στην Ευρώπη και σημαντική στιγμή της ιταλικής ιστορίας.
Με πληροφορίες από τους Times της Νέας Υόρκης
- Τραμπ: Θα σταματήσω το «παραλήρημα των τρανσέξουαλ» από την πρώτη μέρα στον Λευκό Οίκο
- Ρωσία: Ο Πούτιν δηλώνει «πρόθυμος να συνεχίσει τις προμήθειες φυσικού αερίου στη Δύση»
- Μαγδεμβούργο: Φουντώνει η οργή κατά των γερμανικών αρχών για το μακελειό
- Στα «ΝΕΑ» της Δευτέρας: Οδηγός επιβίωσης στην πολυκατοικία
- ΗΠΑ: Ο Τραμπ… διαβεβαίωσε ότι ο Μασκ δεν μπορεί να γίνει Πλανητάρχης
- Super Μπάλα Live: Τα όργια της διαιτησίας αλλοιώνουν το πρωτάθλημα