Η δύσκολη μνήμη
Επιστρέφοντας στη δύσκολη μνήμη των οργανώσεων ένοπλης πάλης στην Ευρώπη
- «Στην Τριχωνίδα τέτοιοι σεισμοί έχουν συνέχεια - Χρειάζεται επιτήρηση» - Λέκκας για δόνηση στο Αγρίνιο
- Αρκάς: Η καλημέρα της Κυριακής έχει γεύση από κουραμπιέδες
- Αμερικανικό μαχητικό καταρρίφθηκε κατά λάθος από αμερικανικό καταδρομικό
- Μέχρι πότε η πληρωμή των τελών κυκλοφορίας – Δεν θα δοθεί παράταση, τι ισχύει για τα πρόστιμα
Η συζήτηση των τελευταίων ημερών γύρω από την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα επανέφερε στο προσκήνιο μια μνήμη με την οποία ακόμη προσπαθούμε να αναμετρηθούμε τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Δυτική Ευρώπη, αυτή των πολιτικών οργανώσεων που επέλεξαν τον δρόμο της ένοπλης πάλης. Επιλέγω να πω εξαρχής ότι είναι μια δύσκολη μνήμη, παρότι υποτίθεται ότι πλέον υπάρχει μια σαφής – και καταδικαστική –ποινική αλλά και ιστορική ετυμηγορία, κατά βάση γιατί η τρέχουσα οπτική περί «τρομοκρατίας» ή «πρόληψης του ριζοσπαστισμού» διαμορφώνει ένα γενικευτικό ορισμό που δεν επιτρέπει την κατανόηση διαφορετικών φαινομένων.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι στη Δυτική Ευρώπη, όπως και σε άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αλλά και στη χώρα μας, υπήρξε ένα ιστορικό φαινόμενο ένοπλης πολιτικής δράσης που γεννήθηκε την επαύριον των κινημάτων του 1968 και θεώρησε ότι η καταφυγή στα όπλα ήταν ένας τρόπος να δοθεί σχήμα σε μια προοπτική επαναστατικού μετασχηματισμού. Οι άνθρωποι που ενεπλάκησαν σε αυτή την περιπέτεια δεν το έκαναν εξαιτίας κάποιας δολοφονικής ενόρμησης ή επειδή επεδίωκαν την ανομία, αλλά επειδή θεωρούσαν ότι αυτό θα ήταν καταλύτης ριζικών πολιτικών εξελίξεων. Αντλούσαν δε την έμπνευσή τους από τις μεγάλες επαναστάσεις του 20ου αιώνα και τις παραδόσεις της Αντίστασης αλλά και ένοπλα εθνικοαπελευθερωτικά και αντιαποικιακά κινήματα. Προσπαθούσαν να θεμελιώσουν την ένοπλη δράση τους πάνω σε μια ανάλυση και κριτική των καπιταλιστικών κοινωνιών.
Η τραγική αποτυχία των οργανώσεων αυτών, ο τρόπος που οδήγησαν πλήθος ανθρώπων, με εντυπωσιακή συχνά πολιτική συγκρότηση, στην εμπλοκή σε μια δράση που κατέληξε να έχει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή την ακόμη μεγαλύτερη «σκλήρυνση» των δομών που υποτίθεται ότι αντιπάλευαν, δεν αναιρεί την ανάγκη να προσεγγιστεί ως ένα πολιτικό φαινόμενο και όχι ως μία παραλλαγή παραβατικότητας. Όχι γιατί αυτό μπορεί να προσφέρει κάποια δικαιολόγηση πράξεων, αλλά γιατί η ιστορική ερμηνεία φαινομένων είναι και ο μόνος τρόπος για την αναμέτρηση με το ιστορικό τραύμα που μπορεί να αφήνουν. Ταυτόχρονα, είναι και ένας τρόπος να αποφευχθεί μια ταύτιση πολιτικών ιδεολογικών και οραμάτων απλώς με μια εκδοχή βίας, σε πείσμα ενός ορισμένου ιστορικού αναθεωρητισμού που τον έχουμε δει να προβάλλεται και σε άλλες σελίδες της ευρωπαϊκής ιστορίας του 20ου αιώνα.
Η λογική της υποκατάστασης
Και δεν είναι ζήτημα ιστορικής επιείκειας αλλά κατανόησης. Επιτρέπει να γίνει κατανοητό το τι συμβαίνει όταν μια πολιτική κατεύθυνση, που υποτίθεται ότι αφορά ιδιαίτερα μαζικές, πλειοψηφικές κινήσεις των υποτελών τάξεων, θεωρείται ότι μπορεί να υποκατασταθεί από ένα είδος ένοπλης δράσης που γίνεται στο όνομα αυτών των υποτελών τάξεων και ενίοτε χωρίς αυτές να έχουν ερωτηθεί για αυτό. Ακόμη χειρότερα, οδήγησε σε μια αντίληψη ότι η παραδειγματική ενέργεια συνιστά από μόνη της πολιτικό διάβημα ή τρόπο ενεργοποίησης συνειδήσεων ή ριζοσπαστικοποίησης πολιτικών αντιλήψεων, ένας ιδιότυπος ένοπλος λαϊκισμός που με έναν τρόπο λειτουργούσε και ως αντεστραμμένη εκδοχή της ιεραρχικής αντίληψης της πολιτικής την οποία υποτίθεται ότι αντιπάλευε.
Ούτε είναι τυχαίο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις απηχούσε και μια απλουστευτική αντίληψη (και υποτίμηση συνάμα) του ίδιου του αντιπάλου. Η αντίληψη των Ερυθρών Ταξιαρχιών για την «καρδιά του κράτους», με αποκορύφωμα την απαγωγή Μόρο συγκεφαλαιώνει αυτή ακριβώς τη στρατηγική αντίφαση και πολιτική τραγωδία συνάμα, εάν αναλογιστούμε το πώς προκρίθηκε τελικά η επίδειξη «επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας» αντί του πολιτικού διαβήματος της απελευθέρωσης του κρατουμένου.
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη διάσταση σε αυτή την περιπέτεια, που με έναν τρόπο καθιστά και τη δυσκολία της μνήμης της, από όλες τις πλευρές που ενεπλάκησαν. Και αυτή αφορά την ίδια τη διάσταση της βίας και τη σχέση της με την πολιτική. Είναι το ιστορικό παράδοξο μιας πάνδημης καταδίκης της βίας, ακόμη και στη συσχέτισή της με οράματα χειραφέτησης και δικαιοσύνης, που συνδυάζεται με μια εντυπωσιακή κλιμάκωση της κρατικής βίας, σε όλο το φάσμα διαφόρων κυνικών ευφημισμών όπως «ανθρωπιστικές επεμβάσεις», «χειρουργικά χτυπήματα» και αποφυγή των «παράπλευρων απωλειών», την ώρα που σε διάφορα σημεία του πλανήτη διάφορα κινήματα εξακολουθούν να διαπιστώνουν την ανάγκη της καταφυγής στα όπλα. Θα έλεγε κανείς ότι η αποσιώπηση αυτού του ερωτήματος, που ο Γάλλος φιλόσοφος Ζορζ Λαμπικά θα το διατυπώσει ως την «αδυνατότητα της μη-βίας», συνιστά ακριβώς την αδυναμία αναμέτρησης με τον ίδιο τον συγκρουσιακό χαρακτήρα της πολιτικής. Όχι ως αποδοχή του αναπόφευκτου της βίας, αλλά ως αναζήτηση για εκείνη τη διεύρυνση των δημοκρατικών πρακτικών, ως πρακτικών μετασχηματισμού και όχι νομιμοποίησης, που θα δίνουν διέξοδο σε υπαρκτές κοινωνικές δυναμικές.
Η «άμυνα της δημοκρατίας»;
Την ίδια στιγμή οι απαντήσεις που δόθηκαν σε αυτά τα φαινόμενα πολιτικής βίας δύσκολα μπορούν να περιγραφούν απλώς ως η «άμυνα της δημοκρατίας». Ας μην ξεχνάμε ότι πολύ πριν τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» που εγκαινίασε τον αιώνα μας, συχνά με ακόμη μεγαλύτερη επέκταση των πρακτικών επιτήρησης, η δεκαετία του 1970 άφησε μια βαριά κληρονομιά «έκτακτων νομοθεσιών», που επέτρεπαν οριακά την επιβολή μιας «κατάστασης εξαίρεσης», νομοθεσιών που εμπλουτίστηκαν αργότερα στο πλαίσιο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις