Γιαζίντι : Οι πρώην σκλάβες του ISIS που καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στα παιδιά και την οικογένεια τους
Η τραγική ιστορία αυτών των γυναικών δεν φαίνεται να έχει τέλος, ακόμη και δυο ολόκληρα χρόνια μετά την πτώση του Ισλαμικού Κράτους
Τυλιγμένα σε υπερμεγέθη φουλάρια και παλτό, ανίκανα να σταθούν ακίνητα στις καρέκλες τους, τα 12 μικρά παιδιά έμοιαζαν σοκαρισμένα καθώς εννιά άγνωστες γυναίκες τα προσέγγιζαν με γοργές κινήσεις και ανοιγμένα χέρια.
Ορισμένες έκλαιγαν με λυγμούς καθώς αγκάλιαζαν τα παραξενεμένα νήπια που τις κοιτούσαν με κενό βλέμμα, χωρίς να αναγνωρίζουν τις μητέρες τους ή να αντιλαμβάνονται γιατί γινόταν όλη αυτή η φασαρία. Μια μητέρα στεκόταν ακίνητη, με τα χέρια ριγμένα στα χέρια της, ενώ μια άλλη κοιτούσε βαθιά στα μάτια τη μικρή της κόρη.
Οι εννιά μητέρες, όλες τους μέλη της κοινότητας Γιαζίντι και τα παιδιά τους, όλα γόνοι των τρομοκρατών που τις κρατούσαν αιχμάλωτες, επανενώθηκαν για πρώτη φορά μετά την πτώση του Ισλαμικού Κράτους στις αρχές του 2019. Και μετά από δυο χρόνια αναμονής για αυτή τη στιγμή, οι γυναίκες ήταν έτοιμες να λάβουν τις μεγαλύτερες αποφάσεις της ζωής τους.
Οι απίστευτες σκηνές που καταγράφηκαν στα σύνορα του Ιράκ με τη Συρία την περασμένη Πέμπτη, ήταν η κορύφωση ολόκληρων μηνών πιέσεων από αξιωματούχους, ανάμεσά τους και μέλη της κυβέρνησης Μπάιντεν, αλλά και παρατεταμένων διαφωνιών εντός της κοινότητας. Ακόμη πιο σημαντικό ρόλο έπαιξε η αποφασιστικότητα των νέων μητέρων που στερήθηκαν βάναυσα τα παιδιά τους και που επιθυμούσαν να τα ξανακερδίσουν με κάθε κόστος.
Καθεμιά από αυτές είχε προβάλει μια δικαιολογία για να ξεφύγει από την οικογένειά τους. Την τελευταία φορά που βρέθηκαν στη Σαμάλκα, οι περισσότερες από αυτές είχαν διασωθεί από ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην ανατολική Συρία, όπου διέμεναν όσοι είχαν διασωθεί από το λεγόμενο χαλιφάτο.
Οι Γιαζίντι είχαν δικαίωμα να επιστρέψουν στο Ιράκ, όμως τα παιδιά τους κρατήθηκαν με τη βία στα σύνορα και στάλθηκαν σε ορφανοτροφεία. Έκτοτε, οι πρεσβύτεροι της κοινότητας αρνούνταν να επιτρέψουν την επανένωση των παιδιών με τις μητέρες τους. Για τους Γιαζίντι, τα παιδιά ήταν ανεπιθύμητα που δεν θα μπορούσαν ποτέ να ενταχθούν στην κοινωνία του. Ο άγραφος νόμος έλεγε ότι αν οι μητέρες επέλεγαν τα παιδιά τους, όφειλαν να αποσυρθούν από την κοινότητα.
Μέχρι την περασμένη εβδομάδα, έμοιαζε απίθανο οι γυναίκες, όλες τους μεταξύ 19 και 26 ετών, να καταφέρουν να πάρουν μια τέτοια απόφαση. Τα παιδιά τους απαγορευόταν να περάσουν τα σύνορα προς το Ιράκ, και μόνο λίγες εξ αυτών είχαν καταφέρει να εισέλθουν στη Συρία με ημερήσιες άδειες, προκειμένου να τα επισκεφθούν στο ορφανοτροφείο. Στη συνέχεια, ένα μείγμα προσώπων και καταστάσεων, ξαφνικά έκανε το αδύνατο δυνατό.
Η Νεμάμ Γκαφούρι, μια γυναίκα που οργάνωσε τις μητέρες και ίδρυσε την Ένωση για Βοήθεια στο Κουρδιστάν, μια ΜΚΟ, έλαβε κλήση από τον πρώην διπλωμάτη των ΗΠΑ και παλιό γνώριμο των Κούρδων και στις δυο πλευρές των συνόρων, Πίτερ Γκάλμπρεθ. Οι Κούρδοι της Συρίας ήταν έτοιμοι να κάνουν μια συμφωνία, την ενημέρωσε, κι εκείνος θα πετούσε μέχρι την Ερμπίλ για να την πραγματοποιήσει.
Ο Γκάλμπρεθ είχε εργαστεί στην επιτροπή διεθνών σχέσεων της Γερουσίας επί 14 χρόνια και ήταν φίλος του Τζο Μπάιντεν από το 1980. Όπως κι εκείνος, ο νέος Αμερικανός πρόεδρος ενδιαφερόταν για τα ζητήματα των Κούρδων. Οι υπολογισμοί και στις δυο πλευρές των συνόρων έλεγαν ότι η επίλυση ενός τέτοιου ζητήματος μπορεί να άνοιγε τον δρόμο για πιο εκτεταμένη εμπλοκή στην περιοχή, μετά τις ταραχές που προκάλεσε η κυβέρνηση Τραμπ τα προηγούμενα χρόνια.
«Ζήτησα από τον Νεκιρβάν Μπαρζάνι [τον πρόεδρο της τοπικής κουρδικής κυβέρνησης] να μιλήσει με τον Μαζλούμ Αμπντί [τον διοικητή των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων] κι εκείνος συμφώνησε», διηγείται ο Γκάλμπρεθ στον Guardian.
Μετά από εύθραυστες συμφωνίες στη διάρκεια της Τετάρτης, κατά τη διάρκεια των οποίων ο πρώην διπλωμάτης συνομίλησε με τον Λευκό Οίκο για να εξασφαλίσει τη μετακίνηση, οι αξιωματούχοι των Κούρδων της Συρίας συγκέντρωσαν τα 12 παιδιά – τα οποία ήταν σε θέση να συνδέσουν με βεβαιότητα με τις 9 γυναίκες που τα περίμεναν – τα έβαλαν σε ένα μίνι μπας και τα οδήγησαν στα σύνορα.
Η Γκαφούρι, που περίμενε τις γυναίκες σε ένα ξενοδοχείο, τα μετέφερε μέχρι τα σύνορα και περίμενε.
Στις ώρες που ακολούθησαν, αξιωματούχοι του Κουρδικού Ιράκ απαίτησαν να μάθουν την προέλευση των παιδιών, πριν επιτρέψουν στις μητέρες τους να τα πάρουν πίσω.
Οι γυναίκες είχαν αιχμαλωτιστεί σε εφηβική ηλικία από την κοινότητα του Σιντζάρ, που υπέστη το βαρύτερο πλήγμα της γενοκτονίας του ISIS και είχαν παραμείνει φυλακισμένες σε όλη τη διάρκεια ζωής του Ισλαμικού Κράτους. Ορισμένες από τις μητέρες δεν γνώριζαν ποιος ήταν ο πατέρας του παιδιού τους.
«Οι άνθρωποι θα πρέπει να καταλάβουν ότι κάποιες από αυτές τις γυναίκες είχαν τρομερούς δεσμούς με τα μωρά τους», εξηγεί η Γκαφούρι στον Guardian. «Όταν έμειναν έγκυοι, αυτό σήμαινε ότι δεν θα τις πουλούσαν πια σε νέους άνδρες και δεν θα τις βίαζαν. Το παιδί έφερε το τέλος των βασανιστηρίων τους. Από τη στιγμή που έμειναν έγκυοι και γέννησαν, όλα τέλειωσαν. Η μητέρα έμενε με έναν μόνο άνδρα μέχρι εκείνος να σκοτωθεί».
Τα μεσάνυχτα της περασμένης Πέμπτης, οι μητέρες οδηγούνταν σε ασφαλή χώρο.
Όμως η είδηση της επανένωσης με τα παιδιά τους προκάλεσε την οργή των ηγετών της κοινότητας Γιαζίντι. «Δεν το δεχόμαστε αυτό. Αυτή την απόφαση θα έπρεπε να την πάρει το έθνος των Γιαζίντι», δήλωσε ο πρίγκιπας Χέρμαν, εκπρόσωπος του πρεσβύτερου ηγέτη των Γιαζίντι, πρίγκιπα Χαζέμ. «Οι μητέρες πάντα είναι ευπρόσδεκτες στην πατρίδα, όμως τα παιδιά δεν είναι αποδεκτά. Μπορούν να δώσουν τα παιδιά τους σε όποιον θέλουν, όμως δεν μπορούν να ζήσουν μαζί μας».
«Αυτοί οι άνθρωποι έφεραν πίσω αυτά τα παιδιά χωρίς να γνωρίσουν τους Γιαζίντι ή τους ηγέτες των Γιαζίντι και θα πληρώσουν το τίμημα των πράξεών τους. Γιατί δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις μισθοφορικές ΜΚΟ και τον ISIS, επειδή κοροϊδεύουν τα κορίτσια μας και τα κλέβουν από εμάς».
Ο πνευματικός ηγέτης των Γιαζίντι, Σεΐχης Αλί Ιλιάς, γνωστός και ως Σεΐχης Μπαμπ, είπε ότι οι γυναίκες πλέον θεωρούνται εξόριστες. «Ούτε εγώ ούτε η κοινότητα Γιαζίντι σκοπεύουμε να δεχτούμε αυτά τα παιδιά», τόνισε μιλώντας στον Guardian. «Είναι ελεύθερες να πάνε όπου θέλουν, εκτός από την κοινότητά μας. Δεν είναι πλέον δικό μας πρόβλημα και είναι ελεύθερες να πάρουν μόνες τους τις αποφάσεις τους».
Στον ασφαλή χώρο, οι ήχοι των παιδιών που παίζουν αντηχούν στους δύο ορόφους. Οκτώ μητέρες έχουν εγκατασταθεί σε αυτό το σπίτι, ενώ η ένατη επιστρέφει στην οικογένειά της σε έναν προσφυγικό καταυλισμό. Εκείνες που έμειναν, έχουν διαβεί τον Ρουβίκωνα και πλέον ψάχνουν τρόπο να μετεγκατασταθούν στην Ευρώπη ή την Αυστραλία.
«Δεν ήξερα τι απόφαση θα έπαιρνα, μέχρι που ξαναείδα την κόρη μου», δήλωσε μια από τις μητέρες. «Αγαπώ πολύ τη μητέρα μου και ξέρω τι σημαίνει αυτό για εμένα. Όμως αγαπώ και την κόρη μου. Θέλω μια νέα αρχή».
Μια άλλη μητέρα ανέφερε ότι τη συγκίνησε η υποστήριξη που είχε στη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας και ότι τώρα συνειδητοποιεί ότι έπρεπε να κόψει τους δεσμούς με την κοινότητά της. «Εγώ έχω οικογένεια που ζει στο εξωτερικό και ακόμη κι εκείνοι δεν με δέχονται. Όταν το είπα στους γονείς μου, μου είπαν ότι πλέον δεν είμαι μέλος της οικογένειάς τους».
«Είμαι πολύ χαρούμενη που είμαι μαζί της. Στην αρχή δεν με αναγνώρισε, όμως τα πράγματα γίνονται καλύτερα μέρα με τη μέρα. Όταν επέστρεψα αφού μας χώρισαν και κατάλαβα ότι η κοινότητα δεν μας αποδεχόταν, αποφάσισα να ξαναφτιάξω τη ζωή μου με την κόρη μου. Τα παιδιά είναι αθώα. Δεν έχουν κάνει κανένα λάθος».
Οι Γιαζίντι έχουν λάβει διαβεβαιώσεις μετεγκατάστασης στην Ευρώπη, όμως το γεγονός ότι οι πατέρες των παιδιών ανήκαν στο ISIS δημιουργεί προβλήματα και με τις δυτικές κυβερνήσεις.
«Δεν έχουν κανένα μέρος που να τους προσφέρει ασφάλεια, όχι μόνο στο Ιράκ, αλλά οπουδήποτε στη Μέση Ανατολή», δήλωσε η Γκαφούρι στον Guardian. «Το μόνο πράγμα που θέλουν είναι να μετεγκατασταθούν όλες μαζί σε μια Τρίτη χώρα. Είναι μια κακοφορμισμένη πληγή για την κοινότητα των Γιαζίντι. Ο μόνος τρόπος να επουλωθεί, είναι αυτές οι μητέρες να επανενωθούν με τα παιδιά τους και να εγκατασταθούν κάπου αλλού».
«Πρέπει να βρούμε λύσεις αυτή τη στιγμή. Δεν κατηγορώ συγκεκριμένα την κοινότητα Γιαζίντι ή τις κουρδικές κοινότητες του Ιράκ ή της Συρίας, όμως κατηγορώ τον ΟΗΕ και τη διεθνή κοινότητα. Γίνονται και πάλι θύματα, επειδή θυματοποιούνται από εκείνους που υπόσχονται να τις βοηθήσουν, αλλά δεν κάνουν τίποτα».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις