Ο τρελός του βασιλιά
Είναι πραγματικά απίστευτο πώς αυτή η ταινία γυρίστηκε το 1958 και προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1959, ενώ καλά - καλά δεν είχαν ακόμη κλείσει δέκα χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου.
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
«Ο Ηλίας του 16ου» με τον Κώστα Χατζηχρήστο είναι με διαφορά η αγαπημένη μου κωμωδία από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Δεν θα ισχυριστώ πως την έχω δει εκατό φορές, όπως καθ’ υπερβολήν διατείνονται ορισμένοι από τους αναρίθμητους λάτρεις της, αλλά σίγουρα την έχω δει τέσσερις – επίτευγμα κατά τα λοιπά απλησίαστο για κάποιον σαν εμένα που δεν διστάζει να σηκωθεί και να φύγει από μια προβολή προτού συμπληρωθεί το πρώτο δεκάλεπτο, έτσι κι ενοχλείται από κάτι ή απλώς βαριέται. Μετά χαράς θα την ξανάβλεπα, μολονότι νιώθω πως την έχω πλέον αποστηθίσει και κάθε νέα φορά επικεντρώνω την προσοχή μου σε ολοένα και πιο επουσιώδεις λεπτομέρειες, όπως πότε θα μπει στο κάδρο η σκιά από το μπουμ του ηχολήπτη ή πόσο αρμονικά θα δέσουν τα πλάνα μεταξύ τους. Θα ήμουν διαθέσιμος να την παρακολουθήσω και με κλειστά τα μάτια, μόνο και μόνο για να απολαύσω το μουσικό τέμπο και το διαβολικό μπρίο των διαλόγων.
Από πολλές απόψεις είναι πραγματικά απίστευτο πώς αυτή η ταινία γυρίστηκε το 1958 και προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1959, ενώ καλά – καλά δεν είχαν ακόμη κλείσει δέκα χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Βασισμένη σε μια θεατρική επιτυχία των Αλέκου Σακελλάριου – Χρήστου Γιαννακόπουλου, έκανε αμέσως αίσθηση όταν μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη (κατετάγη πέμπτη με 77.118 εισιτήρια κατά την πρώτη προβολή, σύμφωνα με τα στοιχεία των Αγγελου Ρούβα & Χρήστου Σταθακόπουλου στον «Ελληνικό κινηματογράφο», Ελληνικά Γράμματα, 2005), αλλά σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται η παρθενική αποδοχή της με τη γεωμετρική αύξηση των θαυμαστών της τις επόμενες δεκαετίες. Η πλοκή της – ένα βιρτουόζικο κέντημα κλιμάκωσης και ανατροπών – διδάσκεται μέχρι σήμερα στα σεμινάρια σεναρίου, ενώ πολλές από τις ατάκες του κεντρικού ήρωα πέρασαν στον προφορικό μας λόγο εν είδει αποφθεγμάτων. Θρυλική η παραίνεση του Χατζηχρήστου προς τον υποτιθέμενο διοικητή του, καθώς προσπαθεί να γλιτώσει τον Θανάση Βέγγο, το φιλαράκι του (και συνένοχό του) που έχει πιαστεί στα πράσα να κλέβει: «Μην τους βάλουμε όλους φυλακή, κύριε διοικητά· θα παραλύσει και το εμπόριο». Συχνά αναρωτιέμαι για το πεπρωμένο αυτής της ταινίας, έτσι και γυριζόταν σε κάποια από τις ακμάζουσες κινηματογραφικές μητροπόλεις εκείνων των ημερών, με εξασφαλισμένο ένα ασυγκρίτως ισχυρότερο δίκτυο διανομής. Εάν ξεπηδούσε από τα σπλάχνα, λόγου χάριν, της Γιουνιβέρσαλ, της Τσινετσιτά ή των στούντιο Ιλινγκ, δεν θα απουσίαζε σήμερα από καμία παγκόσμια κινηματογραφική ανθολογία.
Εάν πάλι ερχόταν τούμπα στην παράταση το αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου και η Ελλάδα περνούσε πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, ταινίες σαν τον «Ηλία του 16ου» ή δεν θα έπαιρναν ποτέ την κρατική άδεια για να γυριστούν ή θα τις λογόκριναν κατόπιν εορτής σε σημείο αγνώριστο ή (το πιθανότερο) θα υπέκυπταν ευθύς εξαρχής στις νόρμες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Η ανθρωπογεωγραφία του «Ηλία του 16ου» δεν ήταν a priori εχθρική προς το ζντανοφικό καλλιτεχνικό δόγμα, που έτσι κι αλλιώς, επί Χρουστσόφ πια, εφαρμοζόταν με σχετική ελαστικότητα. Απεναντίας, θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι οι χαρακτήρες της ταινίας θα εκλαμβάνονταν από επαρκείς έως και ιδανικοί για προπαγανδιστικούς σκοπούς, ιδίως εάν τους τοποθετούσαμε στο πλαίσιο μιας προ-επαναστατικής κι εξ ορισμού διεφθαρμένης καπιταλιστικής κοινωνίας: ένας τοκογλύφος κλεπταποδόχος (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) που πίνει το αίμα του λαού με το μπουρί της σόμπας, ένα λούμπεν κακοποιό στοιχείο (Αλέκος Τζανετάκος) που πιθανόν να έχει επιζήσει και ύστερα από τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό (εξού και χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση, σύντροφοι), ένα ζευγάρι ανεύθυνων πλουσίων (Κυβέλη Θεοχάρη, Γιώργος Γαβριηλίδης) που δεν ορρωδούν προ ουδενός προκειμένου να δικαιολογήσουν τη χασούρα τους από το πάθος τους για τον τζόγο, μια συκοφαντημένη αλλά σταθερά υπερήφανη υπηρέτρια (Αλίκη Γεωργούλη) που καταφεύγει για να βρει το δίκιο της σε έναν εξίσου φτωχό πλην τίμιο εξάδελφο (Παναγιώτης Καραβουσάνος), πάντοτε πρόθυμο να καθαρίσει για πάρτη της, μια τριανδρία από μπατίρηδες (Σταύρος Ξενίδης, Θανάσης Βέγγος, Κώστας Χατζηχρήστος) που οδηγούνται στην παραβατικότητα από την άτιμη την ανάγκη κ.ο.κ. Ουσιαστικά, κανένας από τους ήρωες της ταινίας, τόσο τους πρωταγωνιστές όσο και τους δευτεραγωνιστές, δεν θα ήταν ανεπιθύμητος στη σοβιετική εκδοχή της. Τι θα ήταν ανεπιθύμητο; Το αναρχικό χιούμορ της. Η βλάσφημη στάση προς τις αρχές του τόπου (εκπροσωπούνται με αξιομνημόνευτη ερμηνευτική αυτοσυγκράτηση από τον Θάνο Τζενεράλη). Το πνεύμα της ταινίας. Η πεμπτουσία της. Σε μια παραλλαγή σοσιαλιστικού ρεαλισμού, πιστέψτε με: όλα θα ήταν σωστά και, μολαταύτα, όλα θα ήταν λάθος.
Γνωρίζω ότι ο ομώνυμος κεντρικός ρόλος βρήκε και άλλους άξιους ερμηνευτές – από τον Βασίλη Λογοθετίδη στο πρώτο θεατρικό ανέβασμα έως τον Πέτρο Φιλιππίδη στο σχετικά πρόσφατο (2008) κινηματογραφικό ριμέικ – αλλά πολύ δύσκολα μπορώ πια να ξεχωρίσω το ειδικό βάρος αυτής της εμβληματικής κωμωδίας από το πρόσωπο (και την προσωπικότητα) του Κώστα Χατζηχρήστου. Πρακτικά, είναι αδύνατον σήμερα να διακρίνει κάποιος πού τελειώνουν οι ατάκες του σεναρίου/θεατρικού έργου και πού αρχίζει ο χατζηχρήστειος αυτοσχεδιασμός (ίσως μονάχα ένας υπερήλικας με θαλερή μνήμη, που θα είχε παρακολουθήσει την παράσταση με τον Λογοθετίδη, να μπορούσε να μας διαφωτίσει δια της εις άτοπον απαγωγής: ποιες δεν ήταν ατάκες του Χατζηχρήστου). Κατά τα γυρίσματα της ταινίας, το φτωχόπαιδο με τις αριστερές καταβολές ήταν 37 χρόνων καταξιωμένος mainstream κωμικός ηθοποιός, αδρότατα αμειβόμενος, αθεράπευτος κυνηγός του ποδόγυρου, με τρεις γάμους ήδη στην καμπούρα του και δικό του θίασο: μια επιτυχία σαφώς πιο γενναιόδωρη από το χθαμαλό ανάστημα που του χάρισε η φύση.
Ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης, στο λήμμα του για τον Χατζηχρήστο («Ελληνικός κινηματογράφος – Οι ηθοποιοί που έγραψαν ιστορία», ειδική έκδοση του «Βήματος», 2015), επισημαίνει εκείνο το κομμάτι της επιτυχίας που δεν οφειλόταν αποκλειστικά στο ταλέντο του: «Στους θαυμαστές του (το 1958) περιλαμβάνονται ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ευάγγελος Αβέρωφ και πολλοί άλλοι…». Λόγω της στενής φιλίας του και της παρεπόμενης προστασίας του από τον «τότε παντοδύναμο πρωθυπουργό», καταφέρνει να ξεπλύνει τόσο το δικό του αριστερό παρελθόν, όσο και το (πολύ πιο επικίνδυνο) αριστερό παρελθόν της θρυλικής Καίτης Ντιριντάουα, συν-θιασάρχου, συζύγου (τρίτης) και μητέρας της δεύτερης κόρης του. Θέλω να πιστεύω ότι η φιλία του με τον Καραμανλή, πέρα από το αυτονόητο αίσθημα ασφάλειας που του ενέπνευσε, του εμφύσησε και μια νοοτροπία «τρελού του βασιλιά»: την πεποίθηση ότι ο «βασιλιάς» τιμωρεί τα απύλωτα στόματα και τα ελεύθερα πνεύματα, εκτός από το στόμα και το πνεύμα του «τρελού» του. Δίχως αυτήν την πεποίθηση, η ελευθεροστομία στον «Ηλία του 16ου» είναι ακατανόητη.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις