ΙΝΕ ΓΣΕΕ : Στα τάρταρα ο «δείκτης ευδαιμονίας» στην Ελλάδα το 2020
ΙΝΕ ΓΣΕΕ: «H Ελλάδα δέκα χρόνια μετά: Η ευδαιμονία στην Ελλάδα το 2020 μέσα από τις διεθνείς στατιστικές εκθέσεις»
- Βουλευτής κοιμόταν και ροχάλιζε κατά τη διάρκεια ενημέρωσης από την Κεραμέως - Τι απαντά ο ίδιος
- Πρόταση Φάμελλου για τη στήριξη των κομματικών ΜΜΕ - Η επιστολή του στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ
- Στο «σκαμνί» για διαφθορά ο Νετανιάχου - Απορρίφθηκε το αίτημά του για αναβολή λόγω πολέμου
- Πρόθυμο να συμμετέχει σε συνομιλίες για τα πυρηνικά το Ιράν, αλλά «όχι κάτω από πίεση ή εκφοβισμό»
«H Ελλάδα δέκα χρόνια μετά: Η ευδαιμονία στην Ελλάδα το 2020 μέσα από τις διεθνείς στατιστικές εκθέσεις», τιτλοφορείται η μελέτη που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Η μελέτη εγκαινιάζει ένα νέο ερευνητικό άξονα του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, με επίκεντρο τη σχέση οικονομίας και κοινωνίας.
Όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση, η παρούσα μελέτη επιχείρησε, στη βάση όλων των έγκυρων διεθνών στατιστικών εκθέσεων, μια συνθετική παρουσίαση της εξέλιξης της ευδαιμονίας των Ελλήνων πολιτών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, συγκρίνοντας την ελληνική κατάσταση με εκείνη των άλλων χωρών, τόσο της Ευρώπης όσο και του υπόλοιπου κόσμου.
Τα συμπεράσματα που απορρέουν από τη μελέτη μπορούν να κωδικοποιηθούν σε τρία βασικά σημεία, τα οποία συνοψίζουν τις τρεις βασικές κοινωνικές εξελίξεις που καταγράφηκαν:
- Πολύ έντονη επιδείνωση στον κόσμο της εργασίας (ανεργία, εργασιακή επισφάλεια, μείωση και αστάθεια των αμοιβών και των εισοδημάτων).
- Πολύ έντονη υποκειμενική επιδείνωση της ζωής (ιδίως μέχρι το 2013).
- Συγκριτικά με άλλες χώρες, στην Ελλάδα παρατηρήθηκε μια ταχύτατη και εξαιρετικά βίαιη συλλογική υποβάθμιση.
Ο συγγραφέας της μελέτης είναι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, σε συνεργασία με τον Frédéric Lebaron και την Graziela Perosa.
Η μελέτη ξεκινά εξετάζοντας την ικανοποίηση απέναντι στη ζωή, έναν δείκτη που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κοινωνιολογία της ευτυχίας. Η περίοδος 2007-2012 φαίνεται ιδιαίτερα κρίσιμη και ακολουθείται από μια σταθεροποίηση και στη συνέχεια από μια σταδιακή βελτίωση έως το 2019. Αυτές οι πολύ σημαντικές εξελίξεις θα πρέπει να αντιπαραβληθούν με τη σχετική σταθερότητα του δείκτη στην κλίμακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπου η μείωση την περίοδο 2007-2012 είναι πολύ μετριασμένη σε σύγκριση με την περίπτωση της Ελλάδας και όπου η αύξηση από το 2013 κι έπειτα είναι πολύ ασθενής).
Η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία
Ξαναβρίσκουμε ένα παρόμοιο σχήμα εξέλιξης όσον αφορά την αισιοδοξία και την απαισιοδοξία, με μια ραγδαία πτώση της αισιοδοξίας μετά το 2008, μια αργή επανεκκίνησή της από το 2013, ξανά μια διακοπή της ανόδου της το 2016 και στη συνέχεια μια κατάσταση που βελτιώνεται. Και πάλι, η ελληνική κατάσταση έρχεται σε αντίθεση με αυτήν της ΕΕ στο σύνολό της κατά την ίδια περίοδο, μαρτυρώντας μια μορφή συλλογικής υποκειμενικής υποβάθμισης πλατιάς εμβέλειας. Αυτή η υποβάθμιση, για άλλη μια φορά, είναι η ένδειξη μιας δομικής κοινωνικής αλλαγής την οποία οι δημογραφικοί και μακροοικονομικοί δείκτες αδυνατούν να εξηγήσουν επαρκώς. Ο «κοινωνικός ισολογισμός» είναι σε γενικές γραμμές πιο αρνητικός από όσο αφήνουν να εννοηθεί ορισμένοι επίσημοι δείκτες οι οποίοι αναπαράγονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η έννοια της οικονομικής ανασφάλειας είναι ουσιώδης στις μελέτες για την κοινωνική ευδαιμονία. Ανάμεσα στο 2010 και στο 2020, το μέσο καθαρό εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε
κατά 6% σε όλες τις χώρες. Η Ελλάδα και η Ιταλία ήταν οι χώρες που κατέγραψαν τις μεγαλύτερες πτώσεις. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μείωση αυτού του ποσοστού ήταν της τάξης του 23%,
το οποίο μεταφράζεται σε περικοπή ύψους 5.500 δολαρίων. Το 2010, το (μέσο καθαρό) εισόδημα ανερχόταν στα 24.016 δολάρια ετησίως, ενώ το 2020 έφτανε μόλις τα 18.452 δολάρια. Η Αυστρία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία παρουσίασαν επίσης μια ελαφρά μείωση, αλλά σε κάθε περίπτωση πολύ ασθενέστερη σε σύγκριση με την περίπτωση της Ελλάδας. Μεταξύ των χωρών στις οποίες παρατηρήθηκε ανοδική τάση του εισοδήματος συγκαταλέγονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ελβετία, η Γερμανία, η Νορβηγία, η Δανία, η Κορέα, η Λιθουανία, η Εσθονία, η Ουγγαρία κ.ά.
Όσον αφορά την εξέλιξη της αμειβόμενης απασχόλησης κατά την τελευταία αυτή περίοδο, 2010-2017, σημειώνεται μια μικρή αύξηση σε όλες τις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ. Το 2010, το ποσοστό
αυτό ήταν 71,9% και το 2018 76,5%. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αλλαγή που παρατηρήθηκε για την ίδια περίοδο κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το 2010, το ποσοστό αμειβόμενης απασχόλησης στην Ελλάδα ήταν 66,6%, ενώ το 2018 μόνο το 62,3% των Ελλήνων και των Ελληνίδων είχαν την τύχη να απασχολούνται σε μια αμειβόμενη θέση εργασίας. Το ποσοστό απασχόλησης ορίζεται εδώ ως το ποσοστό του ενήλικου πληθυσμού (ηλικίας 25 έως 64 ετών) που δήλωσαν ότι είχαν εργαστεί έναντι αμοιβής τουλάχιστον μία ώρα την εβδομάδα που προηγήθηκε της έρευνας. Η Ελλάδα και η Βραζιλία είναι οι δύο χώρες όπου το ποσοστό των εργαζομένων υποχώρησε κατά τέσσερις μονάδες μετά το 2010.
Η μακροχρόνια ανεργία υπολογίζεται βάσει του αριθμού των ατόμων που είναι άνεργα εδώ και έναν χρόνο ή και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, έχουν κάνει κινήσεις εύρεσης εργασίας τις προηγούμενες τέσσερις εβδομάδες και μπορούν να ξεκινήσουν να εργάζονται μέσα σε δύο εβδομάδες στην περίπτωση που βρουν δουλειά. Σύμφωνα με τα δεδομένα του ΟΟΣΑ, οι περισσότερες περιπτώσεις ανεργίας είναι σε γενικές γραμμές βραχύβιες. Η μακροχρόνια ανεργία, ακόμη και αν είναι λιγότερο συχνή, μπορεί να συμβάλει ακόμη περισσότερο στη μείωση της ευδαιμονίας των οικογενειών και των ατόμων. Για όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, το 2,1% του ενεργού πληθυσμού είναι άνεργοι/ες για έναν χρόνο ή και περισσότερο. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι εν προκειμένω συγκρίσιμη με την κατάσταση που επικρατεί στη Νότια Αφρική, όπου τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας είναι ύψους 14% και 17% αντίστοιχα.
Από το 2010, το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας έχει μειωθεί κατά περίπου 1% κατά μέσο όρο για όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Οι επιπτώσεις της κρίσης είχαν τον πιο ισχυρό αντίκτυπο στην Ελλάδα (+7 μονάδες), στη Νότια Αφρική (+3 μονάδες) και στην Ιταλία (+2μονάδες). Για τους Έλληνες, η ανεργία αυξήθηκε δραματικά την περίοδο από το 2010 έως
το 2020, ως επακόλουθο της οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008 και των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόστηκαν στη συνέχεια.
Η ανθρώπινη ανάπτυξη στην Ελλάδα
Οι συγγραφείς της μελέτης επέλεξαν να αναδείξουν κάποιους δείκτες, που προέκυψαν από την ανάλυση των βάσεων του ΟΗΕ σχετικά με την ανθρώπινη ανάπτυξη. Βάσει αυτών, η τιμή του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index) της Ελλάδας για το 2018 είναι 0,872, τοποθετώντας τη χώρα μας στην κατηγορία πολύ υψηλής ανθρώπινης ανάπτυξης, και
στην 32η θέση μεταξύ των 189 χωρών. Μεταξύ 1990 και 2018, η τιμή του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης της Ελλάδας αυξήθηκε από 0,753 σε 0,872 (σημειώνοντας μια αύξηση της τάξης του 15,8%), δηλαδή χαμηλότερη της αντίστοιχης τιμής του μέσου όρου του 0,895 που ισχύει για τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Επιπλέον, ως προς τον Δείκτη Ανισότητας των Φύλων (Gender Inequality Index), με τιμή για τη χώρα μας 0,122, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 31η θέση μεταξύ των συνολικά 162 χωρών για τις οποίες έχει υπολογιστεί ο συγκεκριμένος δείκτης για το 2018, ενώ έχει τιμή χαμηλότερη του μέσου όρου 0,182 που ισχύει για τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Επίσης, η τιμή του ποσοστού των νέων που δεν φοιτούν στο σχολείο ή που δεν εργάζονται (% ηλικίας 15-24 ετών) στην Ελλάδα για το 2018 είναι 14,1%, δηλαδή υψηλότερη του μέσου όρου του 12,6% που ισχύει για χώρες που ανήκουν στην ομάδα της πολύ υψηλής ανθρώπινης ανάπτυξης και του μέσου όρου του 13,2% που ισχύει για χώρες του ΟΟΣΑ. Η πορεία του δείκτη ειδικότερα έχει ως εξής: το 2005 κυμαίνεται στο 20,8%, το 2010 στο 14,8%, το 2015 στο 17,2% και, τέλος, το 2018 μειώνεται στο 14,1%.
Συμπεράσματα για την Ελλάδα
Ποιες είναι οι επιπτώσεις των πολιτικών λιτότητας στην ευτυχία των Ελλήνων πολιτών; Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη μελέτη, «τα δεδομένα μάς αποκαλύπτουν ένα φαινόμενο τεραστίων διαστάσεων, το οποίο είναι αδύνατον να αγνοήσει κανείς: μια πραγματική κατακρήμνιση της ευτυχίας»!
Συνοπτικά, παρατηρείται πολύ έντονη επιδείνωση στον κόσμο της εργασίας (ανεργία, εργασιακή επισφάλεια, μείωση και αστάθεια των αμοιβών και των εισοδημάτων), πολύ έντονη υποκειμενική επιδείνωση της ζωής (ιδίως μέχρι το 2013), ενώ συγκριτικά με άλλες χώρες, στην Ελλάδα, παρατηρήθηκε μια ταχύτατη και εξαιρετικά βίαιη συλλογική υποβάθμιση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις