Σενεγάλη : Οι γυναίκες θρηνούν τους νεκρούς και οι άνδρες πνίγονται στον δρόμο για την Ευρώπη
Όπως εξηγούν οι κάτοικοι της χώρας, ο συνδυασμός της φτώχειας, του κοροναϊού και των δολοφονικών πολιτικών της ΕΕ, στρέφουν τους νέους σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο ταξίδι
- Economist: Ο πόλεμος στην Ουκρανία ταράζει τους Ελληνοκύπριους, αλλά είναι... τυχεροί
- Συγκλονίζει ο 95χρονος γιατρός του Πολυτεχνείου: Καμιά αμφιβολία για τους νεκρούς – Πολλοί τραυματίστηκαν από σφαίρες
- «Ήταν πολύ λεπτομερής» λέει ο Σολτς για τη συνομιλία του με τον Πούτιν – Τι αποκαλύπτει ο καγκελάριος
- Όταν ο παραλογισμός της Χούντας λογόκρινε την Αλίκη Βουγιουκλάκη
Στο Σεντ Λούις, την παλιά παραθαλάσσια πόλη της Σενεγάλης, 12 γυναίκες εγκαταλείπουν τον ηλιόλουστο δρόμο για να περάσουν μέσα από έναν διάδρομο ντυμένο με ροζ μετάξι, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Χαιρετιούνται και στη συνέχεια αρχίζουν να διηγούνται τις ιστορίες τους: Τις τελευταίες τους αναμνήσεις από τους συζύγους, τους γιους και τους αδερφούς που έχασαν στη θάλασσα. Δείχνουν η μια στην άλλη πολύτιμες φωτογραφίες τραβηγμένες από τα κινητά τους, που απαθανάτισαν την τελευταία τους αγκαλιά προς τα παιδιά ή τις οικογένειές τους.
«Σε όλη μου τη ζωή με βοηθούσε κάθε μέρα, με φρόντιζε», θυμάται η 51χρονη Σίνα Ντιαϊέ, μιλώντας για τον 19χρονο γιο της, τον Ομάρ. Πέρσι τον Οκτώβριο, ένα σκάφος που μετέφερε 200 μετανάστες εξερράγη λίγο έξω από τις ακτές της Σενεγάλης, σκοτώνοντας τον Ομάρ και άλλα 139 άτομα. «Τώρα που πέθανε, δεν έχω να ελπίζω σε τίποτα».
Η αγωνία τους έχει μια κοινή αιτία: Οι οικογένειές τους χάθηκαν σε μια από τις πιο επικίνδυνες θαλάσσιες διαδρομές του πλανήτη, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει δει τους ταξιδιώτες της να αυξάνονται δραματικά. Αιτία για αυτό, οι αμέτρητοι μετανάστες και πρόσφυγες από τη δυτική Αφρική που προσπαθούν να φτάσουν την ισπανική επικράτεια των Κανάριων Νησιών, τα οποία απέχουν περίπου 1.500 χιλιόμετρα από τη Σενεγάλη.
Η διαδρομή παρέμενε σε μεγάλο βαθμό ανενεργή από το 2006, όταν τη διέσχισαν 31.00 άτομα. Όμως η καταστολή στις θαλάσσιες διαδρομές που ξεκινούν από το Μαρόκο και τη Λιβύη, που επιβάλλεται από τις λιβυκές αρχές με την υποστήριξη της ΕΕ, έχοντας προκαλέσει αντιδράσεις, ανάγκασε μέρος των προσφύγων να στραφούν στη Σενεγάλη. Το 2019, λιγότεροι από 2.700 μετανάστες κατάφεραν να φτάσουν στα Κανάρια Νησιά με πλωτά μέσα, ενώ 210 άτομα σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους. Στη διάρκεια του 2020, οι αφίξεις ξεπέρασαν τις 20.000.
Καθώς ο αριθμός των ασφυκτικά γεμάτων βαρκών αυξάνεται, όλο και περισσότεροι άνθρωποι σκοτώνονται. Πέρσι, καταγράφηκαν επισήμως περίπου 600 νεκροί, αν και είναι πιθανό ο πραγματικός αριθμός να είναι πολύ υψηλότερος, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης του ΟΗΕ. Κάθε λίγους μήνες συμβαίνει και μια ακόμη τραγωδία, αφήνοντας τις οικογένειες των κοινοτήτων που ήδη υποφέρουν, να έχουν έναν ακόμη λόγο να θρηνούν στις όχθες της Σενεγάλης. Πολλές από τις ιστορίες των γυναικών του Σεντ Λούις είναι σχεδόν πανομοιότυπες.
Σύμφωνα με την Ντιάϊε, οι νεαροί άνδρες όπως ο Ομάρ εγκαταλείπουν τη χώρα αφού πρώτα έχουν εξαντλήσει κάθε άλλη επιλογή.
«Ήταν ξυλουργός, όμως σταμάτησε, παραπονούμενος ότι η δουλειά του δεν του πρόσφερε τα προς το ζην», εξηγεί. «Στη συνέχεια έγινε σιδηρουργός. Μετά οικοδόμος. Όμως ξυπνούσε στη μέση της νύχτας με πόνους στην πλάτη και τα κόκαλα. Η μια δουλειά μετά την άλλη. Ήταν πρόθυμος να κάνει το οτιδήποτε».
Μην έχοντας άλλη λύση, οι άνδρες φεύγουν ξαφνικά, χωρίς να πουν «αντίο», για να διασφαλίσουν ότι δεν θα τους σταματήσει κανείς, εξηγεί. Προσθέτει: «Ένα πρωί ξύπνησα και μπήκα στο δωμάτιό του, αλλά είχε φύγει. Αργότερα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι ήταν στο Μπουρ».
Η Μπουρ είναι γνωστή ως σημείο αναχώρησης για την Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται 200 χιλιόμετρα νότια του Σεντ Λούις, αυξάνοντας έτσι ακόμη περισσότερο την απόσταση. Πολλά πτώματα δεν ανασύρονται ποτέ. Η είδηση ότι κάποιος πέθανε μεταφέρεται από τους αυτόπτες μάρτυρες.
«Αν είχαμε τη σορό του, τουλάχιστον θα μπορούσαμε να τον δούμε και να τον θάψουμε», λέει η Μαριάτου Ντιουφ, αναφερόμενη στο σύζυγό της, Μπούγια Φάλε, που πέθανε μαζί με τον Ομάρ, τον Οκτώβριο.
«Οι πολιτικοί ήρθαν εδώ με σακιά με ρύζι, μύδια και άλλα πράγματα», θυμάται η Ντιουφ μιλώντας στον Guardian. «Το έχουμε σιχαθεί αυτό, δεν θέλουμε το ρύζι μας, θέλουμε ευκαιρίες, δουλειές. Μας δίνουν ρύζι, τελειώνει και μετά τι μας μένει;»
Η οικονομική καταστροφή της πανδημίας έχει συντρίψει αμέτρητους ανθρώπους χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος που ζουν στην περιοχή, βαθαίνοντας την απελπισία που αναγκάζει τόσους και τόσους να εγκαταλείψουν τη χώρα, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή.
Η Ντιάιε ανησυχεί ότι και οι άλλοι τέσσερις γιοι της μια μέρα θα φύγουν χωρίς να τους το πουν. ΜΚΟ, ορισμένες εκ των οποίων έχουν την υποστήριξη της ΕΕ, πραγματοποιούν προγράμματα που προσφέρουν κάποια ελάχιστη ενίσχυση σε μικρές επιχειρήσεις και άτομα που επιστρέφουν από κέντρα κράτησης στην Ευρώπη ή έχουν επιβιώσει από θαλάσσια ατυχήματα.
Η Ντιάιε, όμως, τονίζει στον Guardian ότι αυτό δεν είναι αρκετό: «Θα έπρεπε να οικοδομήσουν κάτι πραγματικό. Αν είχαμε χώρο να ανοίξουμε ένα μαγαζί και μπορούσαμε να αγοράσουμε κάποια προϊόντα, θα άνοιγα τη δική μου επιχείρηση και θα στήριζα μόνη μου τον εαυτό μου».
Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, βρίσκονται τα γραφικά γαλάζια κτίρια που προσελκύουν τους τουρίστες στο Σεντ Λούις σε εποχές προ πανδημίας.
Το πλήγμα που δέχτηκε ο τουρισμός της χώρας, επιδεινώνει περαιτέρω την κατάσταση. Ταυτόχρονα, η χώρα αντιμετωπίζει κρίση αλιείας, καθώς η θάλασσα έχει αδειάσει από την υπεραλίευση και την αυξανόμενη παρουσία μεγάλων ξένων σκαφών, τα οποία έχουν λάβει σχετική άδεια από την κυβέρνηση της χώρας.
Υπάρχει θυμός απέναντι στην κυβέρνηση. Κατά τη γνώμη μεγάλης μερίδας των πολιτών, θα έπρεπε να έχει αναλάβει την ευθύνη για τους αμέτρητους νεκρούς ή να έχει λάβει περισσότερα μέτρα για να αποτρέψει τη μετανάστευσή τους. Πολλοί είναι εξοργισμένοι και με τις μεταναστευτικές πολιτικές που επιβάλει η ΕΕ και οι οποίες τους αναγκάζουν να κάνουν αυτό το τόσο επικίνδυνο ταξίδι.
«Η κυβέρνησή μας θα έπρεπε να παλεύει για την αξιοπρέπειά μας», τονίζει στον Guardian η 45χρονη Χάντι Ντιοπ, ο ανιψιός της οποίας σκοτώθηκε στη θάλασσα πέρσι τον Νοέμβριο. «Όμως αντί για αυτό, δεν κάνουν τίποτα. Γιατί να είναι αναγκασμένοι να μπουν σε αυτές τις βάρκες για να πάνε στην Ισπανία; Είναι δίκαιο αυτό; Δεν θα έπρεπε να είναι παράνομο, όμως έτσι έχουν τα πράγματα από τη στιγμή που ο πρόεδρός μας δεν κάνει αυτά που πρέπει».
Μετά από κάθε τραγικό συμβάν που καταγράφηκε πέρσι λίγο πέρα από τις ακτές της Σενεγάλης, οι κάτοικοι καλούσαν τον πρόεδρο Μακί Σαλ να ανακηρύξει μια ημέρα πένθυς.
«Είπε μερικά πράγματα, αλλά στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρεται», υποστηρίζει η Ντιοπ. «Δεν είχαμε απολύτως καμία ψυχολογική ή συναισθηματική υποστήριξη».
Η Ντιοπ και 100 ακόμη γυναίκες δημιούργησαν μια ομάδα, μέσω της οποίας ξεκινούν κοινές επιχειρηματικές δραστηριότητες και δημιουργούν δίκτυα υποστήριξης.
«Κάνουμε αυτά που αναγκαστήκαμε να κάνουμε, στηριχτήκαμε στους εαυτούς μας επειδή βλέπαμε ότι δεν υπήρχαν ευκαιρίες εδώ», τονίζει, και άλλες 10 γυναίκες συμφωνούν. Η ομάδα μεγαλώνει ασταμάτητα, στηρίζοντας όλο και περισσότερες οικογένειες που θρηνούν και οι οποίες στηρίζονται επάνω της για την επιβίωσή τους.
Στις δημοτικές εκλογές του 2019 οι πολιτικοί πλήρωσαν άνδρες για να παρευρεθούν σε συγκεντρώσεις και να στηρίξουν τις προεκλογικές τους εκστρατείες. Η Ντιοπ τονίζει: «Οι σύζυγοί μας ακολουθούσαν τους πολιτικούς, πήγαιναν ξυπόλυτοι στις συγκεντρώσεις, αργούσαν να επιστρέψουν στο σπίτι, όμως τι κέρδισαν εντέλει; Τους υποσχέθηκαν τόσο πολλά πράγματα: Ανάπτυξη, δουλειές, υποσχέσεις, υποσχέσεις. Μετά εκλέγονται και εξαφανίζονται».
Στην πόλη Πουάντ Σαρέν, περίπου 100 χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, Ντακάρ, ο 46χρονος Μοχάμεντ Φαγιέ εργάζεται στη βάρκα του, μαζί με δέκα ακόμη άνδρες.
«Ακόμη και πριν από μερικά χρόνια, αν ερχόσουν τέτοια ώρα εδώ, δεν θα μας έβλεπες εδώ – ούτε εμάς ούτε καμιά άλλη βάρκα – γιατί θα ήμασταν στη θάλασσα», εξηγεί στον Guardian. «Τώρα τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα και αυτός είναι ο μόνος λόγος που αυτές οι βάρκες δεν φεύγουν από την ακτή».
Τα κέρδη του έχουν μειωθεί στο ένα τρίτο σε σχέση με το 2015, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να θρέψει τα έξι παιδιά του. Ο ίδιος αναφέρει: «Πούλησαν τη θάλασσα στα διεθνή εταιρικά πλοία. Ποτέ δεν ήταν τόσο άσχημα».
Ο Φαγιέ ψαρεύει στην περιοχή εδώ και πάνω από δυο δεκαετίες, βουτώντας για στρείδια. Όπως αναφέρει στον Guardian: «Τώρα όταν μαζεύεις στρείδια, πολλά είναι σάπια. Κάτι έχει αλλάξει στις συνθήκες».
Δεκάδες αλιείς έχουν εγκαταλείψει την πόλη στη διάρκεια της περσινής χρονιάς, τονίζει. Προς το παρόν, ο ίδιος σκοπεύει να μείνει:
«Έρχομαι εδώ και πηγαίνω στη θάλασσα, ψαρεύω για μερικές ώρες και επιστρέφω, όμως τα πράγματα είναι δύσκολα. Όμως λατρεύω να είμαι δίπλα στο νερό, ακόμη και αν δεν πληρώνει καλά».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις