Πέντε Έλληνες συγγραφείς αναπολούν το αγαπημένο τους μπαρ
Πέντε επιδραστικές πένες της νεοελληνικής λογοτεχνίας ζωγραφίζουν την ιεροτελεστία της απόβασης στο στέκι που προτιμάνε
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
Τα μπαρ: οι φυσικοί τόποι των συγγραφέων. Στο ξέφωτό τους, την μπάρα, σερβίρονται ποτά σαν κύματα, στην αμμουδιά της εισόδου αναβοσβήνουν αστέρια τα τσιγάρα και μια φευγαλέα έμπνευση έξω από την πόρτα, στον δρόμο, διασώζεται για πάντα χάρη σε ένα δραστήριο μάτι, χάρη σε μια οξυμένη αίσθηση ποιητική.
Είναι αυτό που κάνει την άσχημη πόλη να μοιάζει η πιο όμορφη: τα μπαρ της και, ευρύτερα, τα στέκια της και οι άνθρωποι που τα κατοικούν, τα χέρια μας πάνω στα τραπέζια, ένα παλτό που γλίστρησε από την καρέκλα.
Και τι πιο όμορφο από έναν θαμώνα συγγραφέα κάπου ανάμεσα στο πλήθος;
Οι συγγραφείς τώρα καταδικάστηκαν στις στέπες των σπιτιών και των γραφείων τους, χωρίς δυνατότητα συνάντησής τους με την επόμενη παράγραφο ή τον τίτλο που γύρευαν πάνω σε ένα παγάκι που τυχόν χορεύει μες στο ποτό τους. Χωρίς τα τσουγκρίσματα με τους φίλους τους και τις ατελείωτες συζητήσεις με τον μπάρμαν. Χωρίς το φλερτ της νύχτας, του «εκεί έξω».
Μέχρι να ανοίξουν πάλι τα μπαρ πάντως, μας σώζουν τα ανοιχτά βιβλία. Στο μεταξύ, ας πιούμε ένα ποτήρι στην υγειά των συγγραφέων. Και την δική μας.
Ένα old fashioned με τον Βαγγέλη Γιαννίση
Έχω πεθυμήσει ένα χαλαρό απόγευμα Παρασκευής στο Speakeasy. Όχι πολύ αργά, να μην έχει πλακώσει ο πολύς κόσμος, ίσα ίσα να έχει βραδιάσει ή να πέφτει μόλις το σκοτάδι. Όταν έχεις τελειώσει τη δουλειά και το πέπλο ανάμεσα στις καθημερινές και το Σαββατοκύριακο μόλις αρχίζει να ανασηκώνεται και το μυαλό ζητάει ένα ή και δύο κοκτέιλ για να αφήσει πίσω του την εβδομάδα που ανήκει πια στο παρελθόν.
Βγαίνεις από το μετρό στο Σύνταγμα και κατηφορίζεις την Καραγιώργη Σερβίας, μέχρι να φτάσεις στη Λέκκα. Κομμάτι της γοητείας του μπαρ είναι η αύρα μυστικοπάθειας που το περιβάλλει: πιστό στην παράδοση των αμερικανικών speakeasy της δεκαετίας του ’20 δεν θα βρεις ταμπέλα. Θα πρέπει να το βρεις μόνος σου. Το Google θα σε βοηθήσει ως έναν βαθμό, μετά θα πρέπει να τεστάρεις την τύχη σου χτυπώντας κουδούνια, ή αν είσαι πιο πονηρός, να περιμένεις ώσπου κάποιος άλλος το βρει πρώτος και περάσεις κι εσύ στον υπόγειο χώρο.
Η παρέα είναι μικρή: ιδανικά δύο άτομα. Αν τα σκαμπό μπροστά από τη μπάρα είναι ελεύθερα, δεν το συζητάω, εκεί είναι οι καλύτερες θέσεις, σαν να είσαι στη 13 στις πρώτες σειρές και νιώθεις την ανάσα των παικτών πάνω σου. Ακούς τα παγάκια να χτυπούν πάνω στο μέταλλο του σέικερ. Τα κοκτέιλ να γεμίζουν τα ποτήρια. Βλέπεις το φως να αντανακλάται πάνω στα σώματα των μπουκαλιών. Μυρίζεις τη γλυκιά μυρωδιά του μπέρμπον, το ντελικάτο τζιν σου γαργαλάει ηδονικά τα ρουθούνια, η βόκτα φέρνει τα πάντα σε ισορροπία.
Δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη πριν την παραγγελία του πρώτου κοκτέιλ. Ένα old fashioned με rye whiskey. Ένας κύβος καστανή ζάχαρη στο tumbler και δύο σταγόνες Angostura bitters να τον ποτίσει. Ένα μαρασκίνο, μία φλούδα πορτοκάλι, ελάχιστο νερό και μετά καλό λιώσιμο με το γουδοχέρι. Η φλούδα αποχωρεί, ο πάγος την αντικαθιστά, δύο μεζούρες Bulleit rye, καλό ανακάτεμα, μία νέα φλούδα πορτοκάλι για γαρνιτούρα και το κοκτέιλ είναι έτοιμο.
Κάποια στιγμή φαντάζομαι πως η πανδημία θα λάβει τέλος, ο ιός χάρη στη βοήθεια της επιστήμης δεν θα είναι πια απειλή και η ζωή θα επιστρέψει στους φυσιολογικούς της ρυθμούς. Τα μπαρ θα αρχίσουν και πάλι να δέχονται κόσμο και οι Παρασκευές μας (και όχι μόνο) θα αποκτήσουν ξανά λίγη από την παλιά τους μαγεία.
Καφές στην χόβολη με την Μαρία Μαραγκουδάκη (κι ύστερα μπορεί κρασί)
Είναι Μάρτιος και πλησιάζει μεσημέρι. Κατηφορίζω τη Μητροπόλεως. Μερικοί τόποι, δεν είναι τόποι, είναι η εφηβεία μας, σκέφτομαι. Οι καλύτερες σκέψεις (δεν ξέρω αν η παραπάνω αν συγκαταλέγεται σ’ αυτές, δεν ξέρω καν αν είναι δική μου), λαθραίες πάντα και σαν αστραπή, μου’ ρχονται όταν περπατώ σε δρόμους με συνοδεία χάβρας. Ίσως οξύνεται το έσω τους. Απεχθάνομαι τους ξενέρωτους θορύβους σε δρόμους των vip προαστίων και περισσότερο με τρομάζει η ανυπαρξία τους.
Πριν τον Μπαϊρακτάρη, στον αριθμό 59 της Μητροπόλεως, μπροστά ακριβώς από την πλατεία, υπάρχει μια λιλιπούτεια στοά που βγάζει στην Πανδρόσου. Στην είσοδο της στοάς ψηλά, μια διακριτική ταμπέλα, σε αποχρώσεις σέπια και με γράμματα ξεχασμένης καλλιγραφίας διαβάζουμε: «ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η Ωραία Ελλάς».
Εδώ είμαστε. Ανεβαίνω μια ξύλινη σκάλα, στο μέσον περίπου της στοάς. Ήδη αισθάνομαι προστατευμένη από την μοντέρνα βαρβαρότητα. Κοντοστέκομαι στο εκθετήριο. Εδώ το παρελθόν δεν έχει γίνει μνήμη, είναι παρόν και διεκδικεί το αύριο. Ένα εκθετήριο με κεραμικά, ξυλόγλυπτα, αντικείμενα λαϊκής τέχνης, αντικείμενα μνήμης. Εντέλει, ένα μικρό μουσείο ολοζώντανο, συνυπάρχει αρμονικά μ’ ένα καφενείο. Είναι καφενείο; Είναι μπαρ; Είναι ουζερί; Είναι εστιατόριο;
«Η Ωραία Ελλάς» είναι τα πάντα όλα, ανάλογα με την ώρα.
Καφενείον «Η Ωραία Ελλάς» λοιπόν. Στους τοίχους κορνίζες. Κορνίζες προσώπων, στιγμών, ιστορικής μνήμης. Αυτοί εδώ δεν είναι τοίχοι, είναι τοιχογραφία εποχής. Παλιές γκραβούρες, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, γελοιογραφίες, παλιές ρεκλάμες, ο Κουταλιανός, ο Καραϊσκάκης, ο Βενιζέλος κ.ά.
Κάθομαι δίπλα στην τζαμαρία του μαγαζιού προς την Πανδρόσου. Αγαπημένη θέση. Χαζεύω πάνω από τις κεραμοσκεπές των νεοκλασικών, την Ακρόπολη, τη Ρωμαϊκή αγορά, και περιμένω τον καφέ, ψημένο, όχι βρασμένο, στη χόβολη, με λουκούμι στην άκρη, το προτιμώ με γεύση τριαντάφυλλο.
Δεν έχω ραντεβού με κάποιον. Δεν σκέφτομαι. Μόνο καπνίζω. Η φύση απεχθάνεται το κενό, λένε. Ξαφνικά μπουκάρουν στο χώρο φίλοι. Λες και ξετρυπώνουν με φούρια από παντού. Άλλοι πεθαμένοι, άλλοι ζωντανοί. Δεν ξέρω που ήταν κρυμμένοι. Το πιθανότερο είναι να μην είχαν φύγει ποτέ από κει. Το βέβαιο είναι πως εγώ κατηφόρισα τη Μητροπόλεως για να τους συναντήσω στο χώρο αυτό. Γιατί, το’ χουν οι χώροι, όπως και τα αντικείμενα, να κρατούν κάτι από τις ψυχές των ανθρώπων. Είναι το «επιψυχίδιο», λέει ένας φίλος. Τι σημαίνει η λέξη, τον ρωτάω. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω, απαντά, μερικές λέξεις ή τις νιώθεις ή δεν τις νιώθεις.
Αγαπημένο στέκι στην π.c (προ covid) εποχή. Τώρα τα ρολά κατεβασμένα. Επειδή έχω μάθει, όταν η πραγματικότητα γίνεται αφόρητη, να λέω ένα «έστω ότι…», τα ρολά ανέβηκαν.
Ένα φλερτ αλκοολούχο με την Χαριτίνη Ξύδη
Απόβροχο στην πόλη· θυμίζει τα υγρά βλέμματα των εραστών που συναντιούνται μετά από άπειρο καιρό. Άλλωστε, κάθε σημαντική ιστορία θα έπρεπε ν’ αρχίζει με τη φράση: «ήταν ένα γλυκό ανοιξιάτικο βράδυ». Ο εγκλεισμός, μας έθεσε σε τροχιά νοσταλγίας των ακραιφνών αισθήσεων, κυρίως της όρασης και της αφής. Η στέρηση της φυσικής επαφής, με τους δικούς μας, τους φίλους, τους αγαπημένους, τους τόπους, τους χώρους-φάρους της ζωής μας, είναι συντριπτικά οδυνηρή.
Η σκέψη επιστρέφει εκεί που νιώθαμε ασφαλείς, ευτυχισμένοι, ξέγνοιαστοι, πλήρεις. Τόπος καρδιάς και στέκι που μου λείπει αβάσταχτα. Το πιο παλιό, αλλά ολόφωτο «άστρο» της Αθήνας. Το μπαρ Au Revoir, στον αριθμό 136 της Πατησίων.
Κι ο Γκόρπας το λάτρευε: «Μπαρ Ω Ρεβουάρ μπαρ Μπαρίν μπαρ Μουν Σουάρ μπαρ Τετ α Τετ μπαρ μπαρ μπαρ ολονύχτια ψιλή βροχή ταξί γνωστοί ουίσκυ κι εγγλέζικα τσιγάρα».
Έξω, άνθρωποι, μηχανές κι αυτοκίνητα, καταστήματα, ο βόμβος τους. Μέσα, ονειροπολήσεις, σύγκορμα ρίγη, «κλωστές» παλιές και καινούριες, για τον κόσμο που χάνεται, για εκείνον που έρχεται ή αναγεννιέται, για μουσικές, για φιλμ, για λογοτεχνία. Κόσμος που πλέκεται τη στιγμή που τον ζεις, πίνοντας την τεκίλα σου με δύο φέτες πορτοκάλι. Ποιήματα που κι αυτά τα ζεις ή γράφονται στις χαρτοπετσέτες, σε κουτιά τσιγάρων, στα μάτια και στα σώματα.
Το σύμπαν του Au Revoir είναι ρομαντικό. Η τζαμαρία του μοιάζει με τεράστιο εκράν. Εκεί παρακολουθείς συνταρακτικά φιλμ, καθώς στη λεωφόρο διαδραματίζονται κάθε στιγμή καινούρια στιγμιότυπα. Η εξωτική ψάθα, τα φωτιστικά, τα έπιπλα με τα σκούρα χρώματα, ο ξύλινος διάκοσμος, η οροφογραφία, οι πίνακες του Σιούντα, η ανάγλυφη μπάρα από σκυρόδεμα, που λειτουργεί ως εξομολογητήριο. Το Au Revoir είναι ένα ζέπελιν και προσγειώθηκε εκεί που χτυπά πιο δυνατά η καρδιά της πόλης.
Πας με φίλους, με το ζευγάρι σου, μόνος, γνωρίζεις καινούρια πρόσωπα, αλλά πάντοτε ακολουθείς τους άγραφους κώδικές του, σεβόμενος την ιστορία που γράφει ακόμα. Πίνεις τα old fashioned cocktails, φλερτάρεις με όλα, ο πόθος και το πάθος πάντοτε παρόντα, τα βλέμματα φλογερά. Η μουσική, συνήθως jazz, αλλά και κινηματογραφική. Αραιότερα, ακούς και Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Χατζηνάσιο, στη σωστή ένταση. Ατμόσφαιρα μεθυστική, ρυθμός που λικνίζει σύσσωμους τους θαμώνες. Είναι ο χώρος που σ’ αφήνει ελεύθερο να ζήσεις τη στιγμή όπως τη θες.
Ο κύριος Λύσσανδρος, σου εκμυστηρευόταν τα πιο ωραία: «Η Πατησίων είναι ταινία μικρού μήκους», «Η νύχτα μοιάζει με τη γεύση του τσιγάρου της Χρυσής Κασετίνας των Καρέλια», «Άθλος είναι ο αναγραμματισμός του λάθους», «Είμαστε τα ταξίδια που αρνηθήκαμε».
Το Au Revoir είναι σχολείο. Είναι και άσυλο. Στεγάζει τις αγωνίες, τους φόβους, τα φορτία και τα άλγη μου. Το αγαπώ γιατί είναι υπερβολικά συναισθηματικό. Γιατί φωτίζει τον πιο εξομολογητικό, τον πιο καθαρό, τον πιο εξαγνισμένο, τον πιο αθώο εαυτό. Το αγαπώ γιατί είναι ένα τέμενος από αλκοολούχες και μουσικές προσευχές. Είναι το τελευταίο αμυντικό χαράκωμα ενάντια στα τσιμέντα και την ισοπέδωση της άγριας μητρόπολης.
Β52 με τον Γιώργο Γιώτσα (όχι σφηνάκι, όμως…)
Ροκ. Φυσικά πήγα σε ένα μπαρ που παίζει ροκ μουσική· με χαμηλωμένα τα φώτα, με θαμώνες που με κοιτάζουν μες το μισοσκόταδο με μάτια που γυαλίζουν σαν κέρματα σε χούφτα που λαμποκοπούν τις σκοτεινές λάμψεις του Αχέρωντα.
Δεν είναι όποιο και όποιο μπαρ, είναι το αγαπημένο μου -και σήμερα στο Route 88 o κόσμος είναι πιο λίγος, και οι σκέψεις καθώς πίνω πιο πολλές. Ένας προτζέκτορας έχει ανάψει και δείχνει εικόνες μες το μυαλό μου. Ο γιός μου που με έχει ανάγκη και όταν χαμογελάει νομίζω πως η καρδιά μου θα σταματήσει. Το νέο μου βιβλίο που θα είναι γεμάτο από ζωή και σκοτάδι. Και τέλος εκείνη. Εκείνη που δεν είναι εδώ αυτή τη φορά, αλλά μοιάζει να είναι εδώ -κάθε φορά.
“Να προσέχεις τον εαυτό σου Γιώργο, σε παρακαλώ” την ακούω να μου ψιθυρίζει στο αυτί. Είμαι μόνος. Οι σκέψεις ανακατεύονται στο κεφάλι μου όπως ανακατεύεται το ποτό στο ποτήρι με το καλαμάκι. Εκείνη ποτέ δεν πρόσεξε τον εαυτό της.
Κοιτάω τα ενδιαφέροντα πρόσωπα των θαμώνων που κάθονται στην μπάρα ή απολαμβάνουν τις κουβέντες τους και την μουσική σε κάποιο τραπεζάκι, με τις καρέκλες τους κοντά. Τα κάδρα με τις ατίθασες γυναίκες που κάνουν ότο στοπ και με τους φαινομενικά ξέγνοιαστους φίλους που καπνίζουν τσιγάρο μες την έρημο αλλά και εκείνα με τα φώτα νέον (αυτό που αναβοσβήνει τον αριθμό “88” είναι το αγαπημένο μου) δίνουν ζωή στους τοίχους του μπαρ.
Το μέρος είναι πάνω στην Λεωφόρο Νίκης, φάτσα στον Θερμαϊκό, σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα σημεία της Θεσσαλονίκης. Ο κόσμος είναι ένα αεικίνητο, πολύχρωμο κομπολόι, αμέτρητα πρόσωπα, φανταχτερά ή σκοτεινά πετράδια που ενώνονται από αόρατο νήμα· και εμένα η ματιά τους προσπερνάει, χάνεται στα σκοτεινά νερά του Θερμαϊκού.
Όπως λέει και η Ζένια στο “Κουτί”: “ Όλα ξεκινάνε από την κοιλιά της μητέρας μας, εκεί ζούμε για πρώτη φορά. Και ζούμε μέσα σε υγρό περιβάλλον. Γεννιόμαστε μέσα στο νερό. Το οχυρό μας είναι το νερό. Ο προορισμός μας είναι το νερό”. Ναι έτσι νιώθω τώρα κι εγώ. Θα έρθει κάποιος να μου κρατήσει το χέρι σκέφτομαι; Αληθινά. Μπροστά μου έχω ένα φύλλο χαρτί που πάνω έχει ήδη σταγόνες από το ποτό που πίνω.
Πίνω Β52, κανονικό βομβαρδιστικό, ενώ ακούγεται δυνατά από τα ηχεία το “Paradise city”. Μια κοπέλα στο μπαρ γελάει. Ένα αγόρι δίπλα της με κοιτάει και πίνει από το δικό του ποτό. Αυτό που νοσταλγώ περισσότερο είναι τα συναισθήματα. Στο μπαρ. Στην μουσική. Στη ζωή. Γίνεσαι ένα με το σύνολο. Περιμένω να γίνουμε ένα ξανά.
Λίγη(;) ρακή με τον Κώστα Ποντικόπουλο
Κίνηση παντού, η πόλη κινείται για να ζήσει τη νύχτα της. Κατεβαίνεις την Κεραμεικού, στρίβεις στην Αρτεμισίου, έφτασες. Δεν πολυψάχνεις για θέση στάθμευσης, ξέρεις πως κανονική θέση στάθμευσης δε θα βρεις, καβαλάς το πεζοδρόμιο μπροστά από το ετοιμόρροπο ισόγειο λαϊκό νεοκλασικό του Βλάση με τις τρύπες απ’ τις σφαίρες των Δεκεμβριανών ακόμα να γράφουν στο σοβά.
Φαβέλα. Μπαίνεις στο στενό πλαϊνό διάδρομο του μαγαζιού. (Από μέσα ακούγεται η φυσαρμόνικα του Γκράχαμ Νας, Prison song.) H πόρτα ειν’ αριστερά, απέναντι απ’ τη μπάρα. Ο Δημήτρης από πίσω (που όλα τα βλέπει ακόμα κι αν δε κοιτάει) θα σου κάνει με το κεφάλι ένα νεύμα για καλωσόρισμα και θα σου σκάσει ένα χαμόγελο.
Θα έρθει να σε προϋπαντήσει η Κατερίνα, η Κυριακή, η Πηνελόπη, η Κενίτα ή το κορίτσι με τον νεφερτιτικό λαιμό. Καλησπέρα, ένα σκαστό φιλί στο μάγουλο. Προχωράς προς τη μπάρα. (Τζων Κούγκαρ, Jack and Diane.)
Εκεί η όρθια, κυκλική σαν σε προαιώνιο χορό, παρέα έχει ήδη φτάσει. Ο Σερ Τζων, το μελαχρινό κορίτσι με το πλατύ χαμόγελο, ο Θοδωρής, ο Πάνος -φόρα το μπουφάν σου, είναι έτοιμος να πει ανέκδοτο-, η Μαρτίνη. Από δίπλα ο Μαρίνος που τη γυροφέρνει ύπουλα.
Έρχεται η πρώτη ρακή, καθαρή σα γάργαρο νεράκι μόλις βγήκε απ’ τη πηγή. Μία στα όρθια, όχι για το δρόμο, αλλά γιατί ήρθες απ’ το δρόμο. Ευλογημένο κάψιμο στο στόμα. (Κάρολ Κινγκ, You ‘ve got a friend.) Η συζήτηση ανάβει. Παρέα, πειράγματα, ποτήρια, γέλια και καραφάκι μεταφέρονται στο τραπέζι. Κάθεσαι.
Και τότε τους βλέπεις. Σε δυο ακριανά σκαμπώ στη μπάρα μιλάνε σαν παλιόφιλοι που βρέθηκαν μετά από χρόνια, ο ξερακιανός ο Πέτρος και ο Βλάσης με τα τριμμένα, άπλυτα ρούχα του και τα μεταλλικά πλυμένα μάτια του. Μοιάζουν να είναι από άλλο κόσμο. Απορείς. Πώς είναι δυνατόν; Ρε Βλάση, εσύ πέθανες, κρεμάστηκες στο τέλος του βιβλίου, εδώ παραδίπλα, μέσα στο σπίτι σου μ’ εκείνο το σχοινί που είχες πάντα σ’ ένα καρφί στο τοίχο σα νεκρά φύση. Είχε έρθει και το περιπολικό απ’ έξω όταν σε βρήκανε. Πώς αναστήθηκες; Τι ζαβολιά σκάρωσες πάλι;
Πείτε στην καραντίνα να πει στον κορονοϊό πως τα στέκια μας, οι παρέες μας και νεκρούς ανασταίνουν. Έτσι, για να το ξέρει. (Μπομπ Ντύλαν, Everybody must get stoned.) Μάλλον you ‘ve got stoned, φίλε.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις