Ατλάντα : Το μίσος προς τις εργαζόμενες στο σεξ όπλισε το χέρι του δολοφόνου
Οι σεξεργάτριες γίνονται συχνά στόχος βίαιων επιθέσεων σε όλο τον κόσμο – όταν το επάγγελμά τους συνοδεύεται και από μια περιθωριοποιημένη μειονοτική ταυτότητα, ο κίνδυνος για τη ζωή τους εκτοξεύεται
- Ο Κηφισός δεν θα άντεχε το νερό του Ντάνιελ ή της Βαλένθια - Καθηγητής του ΕΜΠ εξηγεί τον λόγο
- Ανδρουλάκης: Να επενδύσουμε στη βιωσιμότητα, την αειφορία και στις συνέργειες μεταξύ του τουρισμού
- Ο Σπηλιωτόπουλος εξηγεί γιατί δεν υπέγραψε τη διακήρυξη του κόμματος Κασσελάκη
- Στοιχεία σοκ για την ενδοοικογενειακή βία: Πάνω από 15.000 γυναίκες έχουν πέσει θύματα σε δέκα μήνες
*Μετάφραση: Αλεξάνδρα Πράσσα
Το βράδυ της Τρίτης, ένας 21χρονος άνδρας, ο Ρόμπερτ Άαρον Λονγκ, φέρεται να προχώρησε σε ένα μπαράζ εκτελέσεων σε τρία σπα της Ατλάντα. Μέσα σε λίγα λεπτά, δολοφόνησε οκτώ άτομα, ανάμεσα στα οποία και έξι γυναίκες ασιατικής καταγωγής. Το δολοφονικό χτύπημα του Λονγκ, σύμφωνα με την αστυνομία, ξεκίνησε από ένα ινστιτούτο μασάζ στα προάστια της πόλης, που διαφήμιζε ότι απασχολούσε νεαρές Ασιάτισσες. Εκεί σκότωσε τέσσερα άτομα, τα δύο ασιατικής καταγωγής, και τραυμάτισε άλλο ένα. Στη συνέχεια, φέρεται να δραπέτευσε από το σημείο και να μετέβη σε ένα άλλο σπα, όπου δολοφόνησε άλλα τρία άτομα, όλες τους Ασιάτισσες. Έπειτα, μπήκε σε ένα τρίτο σπα, ακριβώς απέναντι από το δεύτερο, όπου έκοψε το νήμα της ζωής του τελευταίου του θύματος.
Κατά την ανάκρισή του, σύμφωνα με τις δηλώσεις του σερίφη της κομητείας Τσερόκι, Φρανκ Ρέινολντς, ο Λονγκ «δεν έδωσε καμία ένδειξη» ρατσιστικού κινήτρου για τα εγκλήματά του. «Τον ρωτήσαμε συγκεκριμένα, κι εκείνος μας απάντησε αρνητικά», υποστήριξε ο Ρέινολντς την Τετάρτη.
Η δήλωση αυτή ακούγεται γελοία σε εκείνους που παρακολούθησαν τον ρατσισμό εναντίον των Αμερικανών ασιατικής καταγωγής να εκτοξεύεται στη διάρκεια της πανδημίας. Μέσα σε ένα χρόνο, καταγράφηκαν 3.800 περιστατικά βίας εναντίον Ασιατών, εκ των οποίων τα 503 σημειώθηκαν εντός του 2021, σύμφωνα με την οργάνωση Stop AAPI Hate. Τα θύματα, στη συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν γυναίκες. Και ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι εξίσου παράλογο να αποκλείει κανείς το μίσος εναντίον των εργαζομένων στη βιομηχανία του σεξ από τη συζήτηση για τα κίνητρα του δράστη της Τρίτης.
Αν και προς το παρόν δεν έχει γνωστοποιηθεί αν οποιοδήποτε από τα θύματα πρόσφερε σεξουαλικές υπηρεσίες εντός του χώρου εργασίας τους, ο Λονγκ δήλωσε στους αστυνομικούς ότι τα σπα που έβαψε στο αίμα αποτελούσαν «μια πρόκληση που ήθελε να εξαλείψει», πράγμα που συνεπάγεται ότι ο ίδιος, τουλάχιστον, τις θεωρούσε σεξεργάτριες. Ακτιβιστές έχουν αναφέρει ότι η πράξη του αποκαλύπτει τους τρόπους με τους οποίους ο ρατσισμός, ο σεξισμός και το μίσος προς τους σεξεργάτες συνδυάζονται για να παράγουν τη βία εναντίον των Ασιατισσών: Σε κάθε περίπτωση, αναφέρουν, το έγκλημά του εντέλει στρεφόταν εναντίον των σεξεργατριών – πραγματικών ή της φαντασίας του.
«Ακόμη και αν τα μασάζ που πρόσφεραν δεν είχαν σεξουαλικό χαρακτήρα, εντέλει πρόκειται για ένα ζήτημα που συνδέεται άμεσα με τη σεξεργασία», υποστηρίζει μιλώντας στον Guardian η Έσθερ Κ, μια εκ των διευθυντριών του Red Canary Song, μιας εργατικής ομοσπονδίας βάσης εργαζομένων σε κινεζικά ινστιτούτα μασάζ. «Οι γυναίκες αυτές αντιμετωπίζονται ούτως ή άλλως ως σεξεργάτριες και κατόπιν μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους».
«Αν αφαιρέσουμε το στοιχείο της σεξεργασίας, στην πραγματικότητα αφαιρούμε την ουσία αυτού του είδους του ρατσισμού: Την φετιχοποίηση των σωμάτων των Ασιατισσών, την αντικειμενοποίηση των σωμάτων τους και το άμεσο συμπέρασμα ότι οι Ασιάτισσες προφανώς και θα προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες στα ινστιτούτα μασάζ», συνέχισε. «Η σύγχυση των ινστιτούτων μασάζ με τη σεξεργασία χωρίς καμία περαιτέρω σκέψη, προκύπτει πολύ συγκεκριμένα μέσα από τον ρατσισμό κατά των ατόμων ασιατικής καταγωγής και ειδικότερα κατά των Ασιατισσών».
Το Red Canary Song ιδρύθηκε μετά τον θάνατο της Γιανγκ Σονγκ, μιας εργαζόμενης σε ινστιτούτο μασάζ στο Κουίνς, που έπεσε από τον τέταρτο όροφο του κτιρίου στο οποίο εργαζόταν τον Νοέμβριο του 2017, κατά τη διάρκεια μυστικής αστυνομικής επιχείρησης. Δύο μήνες νωρίτερα, είχε συλληφθεί και της είχαν απαγγελθεί κατηγορίες για πορνεία. Κατά τη διάρκεια της εισβολής του Νοεμβρίου, η αστυνομία επιχείρησε να τη συλλάβει εκ νέου, ξανά με κατηγορίες για σεξεργασία. Πριν τον θάνατό της, είχε πει στην οικογένειά της ότι την είχε κακοποιήσει σεξουαλικά ένας άνδρας που προσποιούνταν τον μυστικό αστυνομικό.
Ο θάνατος της Σονγκ οδήγησε στη γέννηση ενός κινήματος στη Νέα Υόρκη, με αίτημα την αποποινικοποίηση της σεξεργασίας και την αντιμετώπισή της σαν κάθε άλλο είδος εργασίας – συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των εργαζόμενων στο σεξ από εργασιακούς νόμους. Το κίνημα εστιάζει επίσης στη μείωση της αστυνόμευσης στις μεταναστευτικές κοινότητες, ένα ζήτημα που, όπως υποστηρίζουν τα μέλη της οργάνωσης, δεν μπορεί να διαχωριστεί από το αίτημα για εργασιακά δικαιώματα των σεξεργατών.
Το Πρόγραμμα Σεξεργατών (SWP) του Κέντρου Αστικής Δικαιοσύνης έγραψε σε ανακοίνωσή του την Τετάρτη σχετικά με τις μαζικές δολοφονίες της Ατλάντα:
«Στο SWP παρέχουμε νομικές υπηρ4εσίες σε μετανάστες ως μέρος της ευρύτερης δουλειάς μας για το τέλος της ποινικοποίησης και του στιγματισμού της συναινετικής σεξεργασίας από ενήλικες και για τη δημιουργία ενός κόσμου στον οποίο όλοι οι εργαζόμενοι είναι απαλλαγμένοι από κάθε μορφή εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης της εμπορίας ανθρώπων».
Η υπόθεση της Σονγκ έφερε στο προσκήνιο την αστυνομική βία εις βάρος των σεξεργατριών, όμως οι ακτιβιστές υποστηρίζουν εδώ και καιρό ότι η υπερβολική αστυνόμευση τροφοδοτεί και άλλες μορφές βίας: Μια σεξεργάτρια που έχει συλληφθεί εξαιτίας της δουλειάς της ή της έχει επιβληθεί πρόστιμο, είναι απίθανο να καταγγείλει στην αστυνομία ένα έγκλημα του οποίου υπήρξε θύμα. Παράλληλα, αυξάνει το στίγμα και τις ηθικές κρίσεις εναντίον της εργασίας τους, που συχνά τις στοχοποιεί.
«Η πορνοφοβία γεννά το μίσος και τις διακρίσεις που οδηγούν εντέλει στην εις βάρος τους βία», υποστηρίζει μιλώντας στον Guardian η Έλεν Λαμ, εκτελεστική διευθύντρια της Butterfly, μιας οργάνωσης Ασιατισσών και μεταναστριών σεξεργατριών με έδρα το Τορόντο, αναφερόμενη στα περιστατικά της Τρίτης. «Η υπερβολική αστυνόμευση είναι και η ίδια βία εναντίον των Ασιατισσών, ιδιαιτέρως στο πλαίσιο της βιομηχανίας του σεξ και των ινστιτούτων μασάζ. Δεν επιτρέπει στις εργαζόμενες να προστατεύσουν τον εαυτό τους».
Στο Τορόντο, για παράδειγμα, η νομοθεσία απαγορεύει στους ιδιοκτήτες και τους εργαζομένους των ινστιτούτων μασάζ να κλειδώνουν τις πόρτες στα ιδιωτικά δωμάτια. Η Λαμ αναφέρει ότι αυτό έχει καταστήσει ορισμένες εργαζόμενες ευάλωτες σε ληστείες, παρενοχλήσεις και επιθέσεις, ενώ τις έχει κάνει να διστάζουν να καλέσουν την αστυνομία, από φόβο ότι θα καταλήξουν να διώκονται οι ίδιες. Έκθεση του 2020 που δημοσίευσε η Butterfly ανακάλυψε ότι περισσότερες από τις μισές εργαζόμενες σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις έχουν βιώσει κάποια μορφή απειλής εν ώρα εργασίας.
«Είμαι αναγκασμένη να επιλέξω μεταξύ του να με ληστέψουν/να μου επιτεθούν ή να με συλλάβουν και να μου επιβάλουν πρόστιμο», δήλωσε μια γυναίκα, η Τζούλια, στην οργάνωση. «Δεν ξέρω γιατί πρέπει να με τιμωρούν, όταν το μόνο που θέλω είναι να προστατεύσω τον εαυτό μου».
Παρά το γεγονός ότι τόσο οι σεξεργάτριες όσο και οι υποστηρικτές τους έχουν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τον τρόπο με τον οποίο αστυνομεύονται οι κοινότητές του, η απάντηση των αρχών για τα φρικιαστικά γεγονότα της Ατλάντα ήταν… η αύξηση της αστυνόμευσης. Την Τετάρτη, η Αστυνομική Διεύθυνση της Νέας Υόρκης ανακοίνωσε ότι πρόκειται να αποστείλει επιπλέον αστυνομικούς στις ασιατικές κοινότητες «για λόγους αυξημένης ετοιμότητας». Πέρσι, η πόλη συνέστησε και ειδική αστυνομική ομάδα κατά της βίας εις βάρος των Ασιατών, δημιουργώντας φόβους ότι η αυξημένη αστυνόμευση θα οδηγούσε στην ποινικοποίηση και άλλων περιθωριοποιημένων κοινοτήτων.
«Η λύση δεν είναι να αυξήσουμε τη χρηματοδότηση της αστυνομίας για να προστατεύσουμε τους εργαζόμενους στα ινστιτούτα μασάζ, ούτε να δημιουργούμε ειδικές αστυνομικές ομάδες για να προστατεύσουν την Chinatown», δήλωσε η Έσθερ. «Η λύση εδώ είναι να μειώσουμε τις επενδύσεις στην αστυνόμευση και να τις διοχετεύσουμε σε εργασιακά ζητήματα, να βοηθήσουμε τις γυναίκες να πληρώσουν το νοίκι τους και να τους δώσουμε την υποστήριξη που χρειάζονται αυτή τη στιγμή για να αντεπεξέλθουν στην πανδημία – και την οποία δεν λαμβάνουν ως τώρα».
Καθώς έρχονται στη δημοσιότητα επιπλέον πληροφορίες για τις ταυτότητες των θυμάτων, η Λαμ συμφωνεί ότι όποια και αν αποδειχθεί ότι ήταν η μορφή της εργασίας τους, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο.
«Δεν παρέχουν σεξουαλικές υπηρεσίες όλες οι εργαζόμενες σε κέντρα μασάζ – όμως ορισμένες το κάνουν», δήλωσε. «Όμως ανεξάρτητα από το είδος των υπηρεσιών που παρέχουν, δικαιούνται δικαιώματα και ασφάλεια. Αντιμετωπίζουν πολλαπλά επίπεδα καταπίεσης».
Με πληροφορίες από Guardian
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις