Ο Σπύρος Λούης είναι ο πρώτος αθλητικός θρύλος της Ελλάδας και η μεγαλύτερη γαλανόλευκη μορφή στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896.
Όπως αναφέρεται σε άρθρο του Sputnik, ο πιο γνωστός Έλληνας μαραθωνοδρόμος παγκοσμίως γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1872 στο Μαρούσι της Αττικής και προερχόταν από μια φτωχή αγροτική οικογένεια, με τον πατέρα του να είναι νερουλάς και να παίρνει τον μικρό Σπύρο ως βοηθό του για να κουβαλάει το νερό.
Η αγαπημένη του Ελένη
Όταν πήγε φαντάρος, ξεχώριζε για την αντοχή του και αυτός ήταν ένας από τους λόγους για να γίνει μαραθωνοδρόμος. Πάντως, δεν είχε στο μυαλό του να τρέξει στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας στις 29 Μαρτίου 1896 και φέρεται να το έκανε για τα μάτια μιας γυναίκας.
Ο Σπύρος Λούης ήταν τρελά ερωτευμένος με την Ελένη Κόντου, η οποία είχε θετή μητέρα μια πλούσια γυναίκα, την Ασπασία Τερζοπούλου, που δεν ήθελε τον φτωχό νερουλά για γαμπρό της. Ο Λούης είχε τελειώσει με δυσκολία το δημοτικό.
Η αγαπημένη του άκουσε για τον Μαραθώνιο, αφού όλος ο κόσμος τότε στην Ελλάδα γι’ αυτό συζητούσε και είπε στον Σπύρο πως αν τον κερδίσει, η θετή της μητέρα δεν θα μπορεί να του πει όχι. Ήταν από τους τελευταίους που γράφτηκαν στον Μαραθώνιο και τερμάτισε πρώτος έπειτα από 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δεύτερα. Πάντως, αυτό ήταν το ένα σενάριο.
«Το 1895, ήμουνα στρατιώτης στην υπηρεσία του μακαρίτη, του συνταγματάρχη Μαυρομιχάλη. Μια μέρα καθώς περνούσαμε μπρος από το στάδιο, ο μακαρίτης μου λέει: Ξέρεις τι είνε αυτό εδώ το πράμμα που το φτιάρνουν; Είναι το στάδιο, το ετοιμάζουν για τους αγώνες που θα γίνουν του χρόνου. Θα έρθουν από το εξωτερικό αθληταί και θα τρέξουν μαζί με τους δικούς μας από τον Μαραθώνα έως εδώ. Αμ, τότε θα τρέξω κ’ εγώ, του απήντησα. Εκείνος εγέλασε ειρωνικά, μα εγώ αυτό που είπα δεν το ξέχασα. Όταν μετά από ένα χρόνο απολύθηκα απ’ το στρατό, άκουσα που έρχονταν ξένοι απ’ όλα τα μέρη για τους αγώνες. Απ’ τους συντρόφους μου με τους οποίους δουλεύαμε μαζί, έμαθα πως πολλοί γνωστοί μας θα τρέχανε με τους ξένους. Μεταξύ αυτών ήταν ο καφετζής που είχε μαγαζί στο Χαλάνδρι και ο Παπασυμεών απ’ το Μαρούσι. Μια μέρα, επρόκειτο αυτοί να δοκιμάσουν την αντοχή τους και πήγαν στο Μαραθώνα. Δεν έχασα καιρό. Επήρα μερικούς δικούς μου και με κάρρο του φίλου μας Μαργέτη επήγαμε. Πήγα λοιπόν και δηλώθηκα στην επιτροπή μαζί μ’ άλλους Μαρουσιώτες και την Κυριακή του Πάσχα ξεκινήσαμε με μια παληοσούστα για τον Μαραθώνα και κάναμε την πρώτη δοκιμή. Εγώ ήρθα από τους πρώτους κι έτσι αποφασίστηκε να λάβω μέρος στους αγώνες. Οι Μαρουσιώτες μού αγόρασαν μια φανέλλα, ένα παντελονάκι και παπούτσια με λάστιχα», είχε πει ο Σπύρος Λούης σε συνέντευξη του στα «Αθηναϊκά Νέα» το 1934.
Δεν ξαναέτρεξε ποτέ – Η φυλακή
Μετά τον θρίαμβό του, δεν ξαναέτρεξε ποτέ και έζησε όπως και πριν στο Μαρούσι. Δούλεψε ως αγρότης, κηπουρός, νερουλάς και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός.
Το 1926 κατηγορήθηκε για πλαστογραφία στρατιωτικού εγγράφου και προφυλακίστηκε για σχεδόν ένα χρόνο, αλλά στη συνέχεια αθωώθηκε.
Τελικά, παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ελένη και συχνά τον καλούσαν σε αθλητικούς αγώνες ως επίσημο προσκεκλημένο και αυτός εμφανιζόταν ντυμένος φουστανελάς και με το χρυσό μετάλλιο στο στήθος.
Η πρόσκληση από τον Χίτλερ
Η τελευταία του εμφάνιση ήταν την 1η Αυγούστου 1936, όταν τον προσκάλεσε ο Χίτλερ στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου και του έδωσε ένα κλαδί ελιάς ως σύμβολο της ειρήνης. Ο Λούης δεν τον χαιρέτισε με τον γνωστό ναζιστικό τρόπο.
Η άρρωστη γυναίκα του και ο θάνατος
Η σύζυγός του Ελένη ήταν κατάκοιτη και βαριά άρρωστη, κάτι που τον είχε επηρεάσει ψυχολογικά.
Το πρωί της Τρίτης 26 Μαρτίου 1940, ο Σπύρος Λούης είχε πονοκεφάλους και υπνηλία, ωστόσο οι τρεις γιοι του θεωρούσαν πως ήταν κρυολόγημα. Τελικά, υπέστη συγκοπή καρδιάς και πέθανε πάμπτωχος στο Μαρούσι, στις 26 Μαρτίου 1940. Μία ημέρα μετά την επέτειο της Επανάστασης του 1821.
Πηγή: Sputnik