«Ζήτω ο Γαληνότατος και Κραταιότατος ημών ΑΝΑΞ, η Κορωνίς των προκατόχων αυτού μεγάλων Βασιλέων· ο ακριβής φύλαξ της Δικαιοσύνης και της Επιεικείας· ο ευσπλαχνικώτατος και ηρωικότατος ΣΟΥΛΤΑΝ ΜΑΧΜΟΥΤ Β’. Είη το Κράτος αυτού διαιωνίζον, και θριαμβεύον κατά πάντων των εναντίων».

Ο της Τυπογραφίας θεωρός (επόπτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου) Ιλαρίων Κρης. Εν Κωνστανινουπόλει (1820) – Εν τω του Γένους Ελληνικώ Τυπογραφείω. «Τοις απανταχού ευρισκομένοις ομογένεσιν όσοι της του γένους δόξης και ωφελείας ζηλωταί τυγχάνουσιν».

Εξ αμνημονεύτων χρόνων, όπως λένε, η δαιμονοποίηση του ιδεολογικού (και όχι μόνο) αντιπάλου σου ήταν μια εύκολη, επιδέξια κι εν πολλοίς προσοδοφόρα τακτική. Αντί να κάθεσαι και να ταλανίζεσαι με τον πραγματικό σου αντίπαλο, που συχνά προέκυπτε ότι δεν ήταν και τόσο του χεριού σου, σκάρωνες έναν αντίπαλο στα μέτρα σου, στο δικό σου μπόι, στις δικές σου δυνατότητες, και τον τουλούμιαζες στο ξύλο· μπορεί ο αγώνας να ήταν πιο σικέ και από πάλη κατς στο γήπεδο του Παναθηναϊκού προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, αλλά δεν σε ενοχλούσε η αισθητική και η ποιότητα, όσο το φιλοθεάμον κοινό έμενε ικανοποιημένο. Ολες οι θρησκείες του κόσμου αποδείχτηκαν «μανούλες» σε αυτήν την τακτική, αφού τους δόθηκε διαχρονικά η ευκαιρία να εξασκηθούν εντατικά πάνω στο πετσί τόσο των εσωτερικών – των άλλων δογμάτων της ίδιας θρησκείας – όσο και των εξωτερικών τους εχθρών: των αλλόδοξων, των άπιστων, των γκιαούρηδων, των μπήξε, των δείξε… Συνήθως το μίσος σου για τους αιρετικούς ήταν σφοδρότερο και φονικότερο από το μίσος σου για τους αλλόθρησκους· ένα μίσος που μας δίνει το «κλειδί» για να εξηγήσουμε πολλά από τα εκ πρώτης όψεως ανεξήγητα.

Δυστυχώς, αυτή η τακτική σου είχε και τα ψεγάδια της: άφηνε στο διάβα της ίχνη που φανέρωναν  -ξεσκέπαζαν, εάν προτιμάτε – τις αληθινές σου προθέσεις, όποιες και αν ήταν οι προφάσεις σου. Πολλούς αιώνες πριν από την επιστράτευση του video assistant referee (VAR), προκειμένου να ελεγχθούν οι επίμαχες φάσεις στο ποδόσφαιρο με αδιαμφισβήτητο τρόπο, ο γραπτός λόγος μαρτυρούσε περισσότερα από όσα πιθανόν επιθυμούσε ή αποτολμούσε ο συντάκτης του να αποκαλύψει· η τέχνη του να γράφεις πίσω ή ανάμεσα στις γραμμές εξ αρχής δεν ήταν υποδεέστερη από την τέχνη της γραφής καθαυτής. Δεν ξέρω ποιος ρωμαίος κατεργάρης σκαρφίστηκε πρώτος τη ρήση «verba volant, scripta manent» (τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν), αλλά σίγουρα δεν μπορούσε ούτε κατά προσέγγιση να διανοηθεί πόσο δίκαιο θα του αναγνώριζαν οι ερευνητές του μέλλοντος.

Πριν από λίγες ημέρες, στη σειρά Lux Orbis (Το φως του κόσμου) των εκδόσεων iWrite, με σχολιασμό κι επιμέλεια του Μηνά Παπαγεωργίου, συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά σε έναν τόμο εγκύκλιοι κι επιστολές του Γρηγορίου του Ε΄ και άλλων Πατριαρχών κατά την όψιμη προεπαναστατική και την επαναστατική περίοδο (1798-1828), υπό τον γενικό τίτλο: «Η Μαύρη Βίβλος του 1821». Τόσο ο τίτλος του βιβλίου, όσο και ο υπότιτλος – όπου οι εγκύκλιοι χαρακτηρίζονται ευθαρσώς ως «αντεπαναστατικές» – δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας ως προς τη στάση που σταθερά κράτησε η ανώτατη ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στην προετοιμασία και την έκρηξη της Επανάστασης.

Γιατί, άραγε; Και γιατί – έτι περαιτέρω – αυτό το αφήγημα, που βασίζεται στα ίδια τα κείμενα των ιεραρχών, έρχεται σε κατάφωρη και μετωπική αντίθεση με το ετεροχρονισμένο μετεπαναστατικό αφήγημα της Ελλαδικής (αυτοκέφαλης από το 1833) Εκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο σύσσωμος ο κλήρος, ανώτερος και κατώτερος, εργάστηκε αόκνως επί τέσσερις σκοτεινούς αιώνες για την αναγέννηση του έθνους και βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στο μετερίζι του αγώνα; Αρκεί να δεχτούμε την τόσο βολική εξήγηση ότι τα ενάντια διαδίδουν μονάχα «οι εχθροί της Εκκλησίας» μας;

Ηδη από τον πρόλογό του στη «Μαύρη Βίβλο του 1821», ο καθηγητής Θάνος Βερέμης φωτίζει τα κίνητρα της ανώτατης εκκλησιαστικής ιεραρχίας προσφεύγοντας στην έσχατη περίοδο πριν από την Αλωση, όταν η Βασιλεύουσα αντιμετώπιζε τον υπέρτατο κίνδυνο.

«Η ανάγκη του Βυζαντίου να καταφύγει στη Δύση», γράφει, «για να προστατέψει την επικράτειά του από τους επιθετικούς Οθωμανούς, ανάγκασε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο το 1439 να αποδεχθεί την ένωση των εκκλησιών στις συνόδους της Φερράρας και της Φλωρεντίας (…) Ο διάδοχος του Ιωάννη και τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος ΙΒ΄ Παλαιολόγος, Δραγάτσης, ακολούθησε την πολιτική του προκατόχου του, όμως μεγάλο μέρος του λαού του ακολούθησε τους ανθενωτικούς». Μόλις η Πόλη πέφτει στα χέρια των Οθωμανών, το 1453, ένα από τα πρώτα μελήματα του σουλτάνου Μεχμέτ Β΄ είναι να διορίσει ως Πατριάρχη (Millet Bashi) όλων των υπόδουλων Χριστιανών τον κορυφαίο ανθενωτικό Γεννάδιο Σχολάριο. «Εκτοτε», καταλήγει ο Βερέμης, «η κορυφή της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέφυγε τις σχέσεις με τους λατίνους και οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι οικουμενικοί Πατριάρχες αποδέχθηκαν τον αλλόθρησκο ηγεμόνα ως θέλημα του Θεού και τιμωρία για την αμαρτία της ένωσης των εκκλησιών που είχε διαπράξει ο Ιωάννης Παλαιολόγος».

Στον αντίλογο ότι οι αντεπαναστατικές εγκύκλιοι των Πατριαρχών (κείμενα που διαβάζονταν υποχρεωτικά στις εκκλησίες, μπροστά σε κατά τεκμήριο θεοσεβούμενους αναλφάβητους) δεν ήταν παρά «στάχτη στα μάτια» για να ξεγελάσουν οι Πατριάρχες εκείνους τους αιμοδιψείς Σουλτάνους που τους διόρισαν με συγκεκριμένες αρμοδιότητες – τη χειραγώγηση και την καταστολή των χριστιανών ραγιάδων ανεξαρτήτως εθνοτικής προέλευσης – δεν έχουμε παρά να προσφύγουμε στην κοινή λογική, την τόσο βάναυσα κακοποιημένη από ανάλογη επιχειρηματολογία: μια «στάχτη» που αποδεικνύεται «λειτουργική» επί τέσσερις αιώνες προϋποθέτει, όχι μονάχα ότι όλοι οι Σουλτάνοι ήταν πανηλίθιοι προϊστάμενοι και όλοι οι Πατριάρχες τετραπέρατοι υφιστάμενοι, αλλά και ότι αυτή η «στάχτη» δεν παράγει απτά, οδυνηρά και ολέθρια για το Γένος αποτελέσματα.

Το ακριβώς αντίθετο συνέβη. Οι εντολές των Πατριαρχών και των κολαούζων τους συνοδεύονταν από απροσχημάτιστες φοβέρες για όποιον τις αγνοούσε: «Αφ’ ου δοκιμάσετε τα χαλεπώτατα παιδευτήρια (βασανιστήρια) θέλει λάβετε και πικρόν θάνατον της ζωής σας», προειδοποιεί δυσοίωνα ο Πατριάρχης Καλλίνικος Ε΄ όσους «λαϊκούς» δεν συνεργαστούν με τις τουρκικές αρχές για τον «χαλασμό» των αφορισμένων Κλεφτών (1805) – μια σφαγή που θα υποχρεώσει τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη να φυγαδευτεί από την Πελοπόννησο και να σχολιάσει 16 χρόνια αργότερα:

«Αν ζούσαν οι παληοί (Κλέφτες), θάχαμε κάμη δέκα φορές τόσα και πολύ πιο γλήγορα». Ο Καλλίνικος δεν διστάζει να τρομοκρατήσει και τον κατώτερο κλήρο: «Θέλει χάσετε το εκκλησιαστικόν σας αξίωμα». Τραγική ειρωνεία εάν συνυπολογίσει κανείς ότι κατόπιν η Εκκλησία θα επικαλεστεί τη συμμετοχή στην Επανάσταση και το αίμα του κατώτερου κλήρου ώστε να ξεπλύνει τη δική της μακραίωνη εθελοδουλία.