Ξεκινά αυτή την περίοδο η προετοιμασία για την καλλιέργεια του Καλαμποκιού (κατά κανόνα κατάλληλη εποχή για την φύτευση του καλαμποκιού είναι ο Απρίλιος για τις νοτιότερες περιοχές της χώρας και ο Μάιος στις πιο βόρειες).

Το καλαμπόκι ή αραβόσιτος είναι ένα ανοιξιάτικο ετήσιο δημητριακό, που κατάγεται από τα υψίπεδα του Περού και την Κεντρική Αμερική συμπεριλαμβανομένου και του νοτίου τμήματος του Μεξικού.

Στην Ευρώπη εισήχθη για πρώτη φορά από τον ίδιο τον Κολόμβο και τους ναύτες του για να σπαρθεί στη Σεβίλλη το 1494. Στον ελλαδικό χώρο καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά την άνοιξη του 1576 στα Ιόνια νησιά και στις απέναντι κοντινές ακτές από όπου και διαδόθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο.

Όλα τα υβρίδια που καλλιεργούνται σήμερα, ανήκουν σε έναν μόνο από τους δεκάδες τύπους καλαμποκιού που έχουν καταγραφεί.

Ο τύπος αυτός (Corn Belt Dent), που αντιπροσωπεύει μόνο το 2% της γενετικής παραλλακτικότητας του είδους, φέρεται να έχει δημιουργηθεί στη ζώνη καλαμποκιού των ΗΠΑ κατά το προηγούμενο αιώνα, από τυχαίες διασταυρώσεις σε αγρούς που ξανασπάρθηκαν με τον πρώιμο τύπο λόγω κακού φυτρώματος του όψιμου τύπου.

Σήμερα η έκταση που καλλιεργείται με καλαμπόκι στη χώρα μας ανέρχεται περίπου σε 1,5 εκατ. στρέμματα και η παραγωγή ξεπερνά τα 1,4 περίπου εκατ. τόνους. Από την παραγωγή αυτή το μεγαλύτερο μέρος χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή στη χώρα μας και ένα μικρό ποσοστό χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία τροφίμων. Το καλαμπόκι για ενσίρωση καλύπτει επίσης ένα πολύ μικρό ποσοστό της συνολικής έκτασης.

Η μέση στρεμματική απόδοση, περίπου 1000 kg/στρ.,είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο απλά υβρίδια μεγάλου βιολογικού κύκλου (δείκτης FAO 700-800).

Με τη δημιουργία βελτιωμένων υψηλοαποδοτικών υβριδίων καλαμποκιού οι ντόπιες ποικιλίες και πληθυσμοί εκτοπίστηκαν στη χώρα μας.

Επί πλέον το σύνολο σχεδόν των νέων βελτιωμένων γενοτύπων είναι πολύ απαιτητικοί σε υγρασία, γονιμότητα εδάφους, σε καλλιεργητικές φροντίδες και γι’ αυτό η καλλιέργειά τους ξέφυγε από την παραδοσιακή ζώνη όπου καλλιεργούνταν μέχρι τη δεκαετία 1970 και επεκτάθηκε στα γόνιμα εδάφη.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι οι συνεχείς αυξομειώσεις της απόδοσης από έτος σε έτος λόγω των κλιματολογικών συνθηκών της χώρας μας (ανομοιόμορφη κατανομή βροχοπτώσεων, παρατεταμένοι καύσωνες κατά το θέρος κ.λπ.).

Πότισμα

Γενικά έχει μεγάλες απαιτήσεις σε νερό, κύριος περιοριστικός παράγοντας της καλλιέργειας η έλλειψή του νερού μαζί με τις υψηλές θερμοκρασίες και τη ξηρή ατμόσφαιρα το καλοκαίρι. Οι συνολικές απαιτήσεις σε νερό είναι 500-800 χιλιοστά από τα οποία τα 300 χιλιοστά δίνονται με την άρδευση, και εξαρτάται από κλίμα (θερμοκρασία, ατμοσφαιρική υγρασία, άνεμοι), έδαφος (γονιμότητα, φυσικές ιδιότητες εδάφους), υβρίδιο (μήκος καλλιεργητικής περιόδου), καλλιεργητικές πρακτικές (πυκνότητα φυτών, εποχή σποράς).

Η συχνότητα των αρδεύσεων εξαρτάται από την ικανότητα του εδάφους να συγκρατεί νερό, το ύψος και την κατανομή των βροχοπτώσεων και το στάδιο ανάπτυξης του φυτού (Συνήθως 5-6 ποτίσματα).

Μία γενική συνταγή είναι:

1) Μία πλήρης άρδευση πριν από τη σπορά υπολογιζόμενη για όλο το βάθος του ριζοστρώματος (περίπου 150 εκ.)

2) 2η άρδευση μετά από 30-50 ημέρες με 60- 70 χιλ.

3) 3η άρδευση μετά από 15 ημέρες με 60-80 χιλ

4) 4η άρδευση μετά από 15 ημέρες με 100- 110 χιλ

5) 5η άρδευση όταν τα φυτά 65-70 ημερών με 80-100 χιλ

6) 6η άρδευση όταν τα φυτά 80 ημερών (στάδιο γαλακτώδους κόκου) με (80- 100χιλ) Χ 80%

Επειδή το κόστος άρδευση υψηλό, μέριμνα για εξοικονόμηση και σωστή χρήση. Φθινοπωρινό όργωμα βοηθά την είσοδο νερού βροχών στο έδαφος, την άνοιξη οι περιορισμένες καλλιεργητικές εργασίες προετοιμασίας εδάφους μειώνουν τις απώλειες νερού από το έδαφος λόγω εξάτμισης, έγκαιρη καταπολέμηση ζιζανίων, συνιστώμενη πυκνότητα φυτών, επάρκεια θρεπτικών στοιχείων κλπ.

Λίπανση

Γενικά λόγω της μεγάλης ποσότητας βιομάζας που παράγει απορροφά μεγάλες ποσότητες θρεπτικών στοιχείων ιδιαίτερα αζώτου. Στην Ελλάδα συνήθως μόνο Ν απαιτείται, επειδή τα εδάφη μας πλούσια σε Ρ και Κ όμως θα πρέπει να γίνεται ανάλυση εδάφους κάθε 4 χρόνια για ακριβή προσδιορισμό των αναγκών.

Ν: Το Ν είναι το σπουδαιότερο θρεπτικό στοιχείο. Έχει τις μεγαλύτερες ανάγκες σε Ν από όλα τα φυτά μεγάλης καλλιέργειας, εκτός από τα ψυχανθή. Το Ν αυξάνει το βλαστικό μέρος των φυτών, πλην όμως η αύξηση του καρπού είναι κατά κανόνα αναλογικώς μεγαλύτερη(αύξηση του συντελεστή ωφέλιμης παραγωγής) εκείνης των βλαστικών μερών σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στο σίτο, κριθή κα όπου το Ν αυξάνει τη σχέση αχύρου-καρπού.

Ρ: Το μεγαλύτερο μέρος (84%) της συνολικά μικρής απορροφούμενης ποσότητας (3-3,5 κιλά/1000 κιλά καρπού)απομακρύνεται από χωράφι με το καρπό όπως και το Ν. Η συσσώρευση του Ρ όπως και του Ν καθ’ όλη τη διάρκεια ανάπτυξης των φυτών έχει 2 αιχμές (εμφάνιση φόβης έως μετάξωμα και αρχή γεμίσματος κόκων).

Συνιστώνται λιπάσματα με υψηλά ποσοστά υδατοδιαλυτού Ρ (τουλάχιστον 50%), ενώ σε αλκαλικά εδάφη το ποσοστό αυτό πρέπει να είναι τουλάχιστον 80%.

Κ: Προσλαμβάνεται σε μεγάλες ποσότητες (15-18 κιλά/1000 κιλά καρπού) όπως και το Ν, το μεγαλύτερο μέρος (75% της συνολικά προσλαμβανόμενης) απορροφάται σε μία μικρή περίοδο 30 ημερών από την 50-80η ημέρα μετά τη σπορά. Η αιχμή ζητήσεως 2-3 εβδομάδες πριν την εμφάνιση της φόβης.( Η πορεία απορρόφησης διαφέρει από τις πορείες Ν και Ρ).

Το KCl μπορεί να προκαλέσει μείωση της τελικής παραγωγής όταν εφαρμόζεται εντοπισμένα σε δόσεις 5-10 κιλά λιπάσματος/στρ (μεγάλη συγκέντρωση Cl και υψηλός δείκτης αλατότητας λιπάσματος). Δεν παρατηρείται όταν η εφαρμογή επιφανειακή χύδην πριν τη σπορά με ενσωμάτωση.

Ιχνοστοιχεία: Οι ποσότητες που απαιτεί το φυτό είναι πολύ μικρές, και φαίνεται ότι είναι διαθέσιμες σχεδόν σε όλα τα κανονικά εδάφη της χώρας μας. Σε λίγες περιπτώσεις τροφοπενίες ιχνοστοιχείων (οργανικά εδάφη, πολύ αλκαλικά εδάφη ή εδάφη με μεγάλες συγκεντρώσεις Ρ) με συνηθέστερη την τροφοπενία Ζn. Η καλή κατεργασία εδάφους αυξάνει τη διαθεσιμότητα των στοιχείων αυτών. Ελλείψεις σε Zn παρατηρούνται σε εδάφη πλούσια σε φώσφορο, εδάφη με αρκετή υγρασία, υψηλό PH και όταν ο αραβόσιτος έπεται των ζαχαρότευτλων. Ανάλυση εδάφους κάθε 4 χρόνια (προλαμβάνει την υπερλίπανση με Ρ).