Κοροναϊός : Διακομματική αμηχανία μπροστά στην πανδημία
Το τρίτο κύμα φέρνει τόσο την κυβέρνηση όσο και την αντιπολίτευση αντιμέτωπες με μια συνθήκη που δεν ταιριάζει με τα μέχρι τώρα «αφηγήματα»
Το τρίτο κύμα της πανδημίας, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς έχει φέρει κράτη και κυβερνήσεις ενώπιον μιας ιδιαίτερα δύσκολης συνθήκης όπου πρέπει να αναμετρηθούν ταυτόχρονα με τον ιό, την οικονομική κρίση, την κούραση των κοινωνιών από τα περιοριστικά μέτρα, τις δυσκολίες σε σχέση με τον μαζικό εμβολιασμό του πληθυσμού.
Όλα αυτά επιτείνονται από μια δυσκολία, που δεν αφορά μόνο αυτούς που χαράσσουν πολιτική αλλά και τους ίδιους τους ειδικούς να προσφέρουν εύκολα και συνεκτικά αφηγήματα που να μπορούν να δίνουν στους πολίτες μια προοπτική μέσα στην οποία να εντάσσουν τα όποια μέτρα και έτσι να βλέπουν μια προοπτική διεξόδου.
Η «κρίση αυθεντίας» των ειδικών
Είτε μέσα από δημοσιεύματα, είτε μέσα από «διαρροές» έχει γίνει σαφές ότι έχει διαμορφωθεί μια ορισμένη δυσπιστία απέναντι στην επιτροπή ειδικών, τις εκτιμήσεις που είχε κάνει αλλά και τις προτάσεις που διατυπώνει για τη διαχείριση της πανδημίας. Έτσι, πλέον ορισμένες από τις αποφάσεις που λαμβάνονται είναι περισσότερο πολιτικές παρά απλώς άμεσα εκπορευόμενες από την εκτίμηση των ειδικών.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και το φαινομενικό παράδοξο η χώρα μας αυτή τη στιγμή να βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ιδιαίτερα έντονο «τρίτο κύμα» της πανδημίας και παρ’ όλα αυτά να σχεδιάζεται ένα πρώτο «άνοιγμα» δραστηριοτήτων, όπως το λιανεμπόριο, σε εμφανή τομή με μια προηγούμενη περίοδο όπου το «κλείσιμο» τέτοιων δραστηριοτήτων θεωρήθηκε ότι είναι η βέλτιστη απάντηση στην έξαρση της πανδημίας. Εξ ου και ότι πλέον ο τόνος είναι λιγότερο στην προτροπή «μένουμε σπίτι» και περισσότερο στην ελπίδα για μια ελεγχόμενη «αποσυμπίεση» που να μην πυροδοτήσει ακόμη μεγαλύτερη έξαρση.
Η αντίφαση αυτή δεν είναι μόνο ελληνική. Και σε άλλες χώρες έχουν υπάρξει ανάλογες ταλαντεύσεις. Αυτό που αποτυπώνουν οι ταλαντεύσεις και φαινομενικές αντιφάσεις ή ακόμη και παλινωδίες που έχουν καταγραφεί.
Όλα αυτά έχουν να κάνουμε και μια ορισμένη «κρίση αυθεντίας» που διαπερνά το κυρίαρχο μοντέλο για τη διαχείριση της πανδημίας. Υπενθυμίζουμε ότι όταν η Δυτική Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική και στη συνέχεια και η Λατινική Αμερική δεν μπόρεσαν εφαρμόσουν πρακτικές έγκαιρης επιτήρησης και περιορισμού, όπως έκανε η Κίνα και άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, η σκέψη που κυριάρχησε ήταν αυτή που θα μπορούσε να περιγραφεί ως η «στρατηγική του lockdown».
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα χωρίς τη λήψη μέτρων η πανδημία θα οδηγούσε σε τεράστιους αριθμούς θυμάτων, οπότε αυτό που χρειαζόταν ήταν η λήψη μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης μέχρι του επιπέδου του lockdown. Τα μέτρα αυτά δεν είχαν δοκιμαστεί σε τέτοια κλίμακα στο παρελθόν, γιατί παρότι είχαν προταθεί ήδη από τα σχέδια για ενδεχόμενη πανδημική γρίπη στη δεκαετία του 2000, τελικά στην πανδημία γρίπης H1N1 δεν προκρίθηκαν.
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα τα περιοριστικά μέτρα θα περιόριζαν την ένταση της πανδημία θα απέτρεπαν την υπέρμετρη επιβάρυνση του συστήματος υγείας με σοβαρά περιστατικά και θα «κέρδιζαν χρόνο» μέχρι την έλευση των εμβολίων.
Ωστόσο, η πραγματικότητα φάνηκε να είναι πιο σύνθετη. Ιδίως στη διάρκεια του δεύτερου και του τρίτου «κύματος», όπου αποτυπώθηκε ότι από έναν βαθμό διασποράς του ιού μέσα στην κοινότητα και πάνω τα περιοριστικά μέτρα δεν δείχνουν να έχουν την ίδια απόδοση. Άλλωστε, εξ αρχής είχε διατυπωθεί η κριτική ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν μπορεί να «μείνει σπίτι» ακριβώς γιατί εργάζεται σε θέσεις «πρώτης γραμμής». Επιπλέον, η διαπίστωση του μεγέθους της ύφεσης που προκλήθηκε, όπως και προβλημάτων όπως τα κλειστά σχολεία και η καταφυγή στην τηλεκπαίδευση, έδειξε ότι από ένα σημείο και μετά ετίθετο το ζήτημα εάν τα επιλεγόμενα μέτρα είχαν περισσότερο όφελος ή κοινωνικό κόστος.
Ακόμη και ο ερχομός των εμβολίων μπορεί να συνδυάστηκε με μια αυξανόμενη προθυμία των πολιτών για εμβολιασμό, όμως μετά επανήλθε και το ερώτημα των παρενεργειών και της ανησυχίας που προκαλούν, ακόμη και όταν οι επιστήμονες επέμεναν ότι η συχνότητά τους ήταν πάρα πολύ μικρή και ότι έρχονται στο προσκήνιο ακριβώς επειδή γίνονται πάρα πολλοί εμβολιασμοί.
Σε όλα αυτά προστέθηκε και αυτό που συχνά ονομάστηκε «πανδημική κόπωση». Με αυτό τον τρόπο περιγράφεται και στη χώρα μας και διεθνώς το γεγονός ότι οι πολίτες αρχίζουν και δυσφορούν με τα μέτρα και επιθυμούν κάπως η ζωή να επιστρέψει σε κανονικότητα.
Όλα αυτά διαμόρφωσαν μια σχετική δυσπιστία απέναντι στην ασκούμενη πολιτική και απέναντι στους ειδικούς, που δεν έχει τα χαρακτηριστικά της «άρνησης» ή του «ανορθολογισμού».
Ευθύνη για αυτό είχε και ο τρόπος που επέλεξαν και ορισμένοι εκ των ειδικών (και στη χώρα μας και διεθνώς) να χειριστούν τη δημοσιότητα. Είναι προφανές ότι η πανδημία κινείται πέραν κάποιων αρχικών μοντελοποιήσεων που πιθανώς να υπερεκτίμησαν την αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων και πιο κοντά στην εικόνα που έχουμε για τέτοια φαινόμενα, όπως είναι τα «κύματα». Απέναντι σε αυτό η εικόνα ορισμένων ειδικών που κατά βάση επέμεναν ότι αυτό που χρειάζονταν ήταν ακόμη πιο αυστηρά μέτρα, την ώρα που τα μέτρα ήταν ήδη αυστηρά (και κυρίως παρατεταμένα), είχε ως αποτέλεσμα και μια έστω και μερική τρώση του κύρους των ειδικών, όπως και μια εμφανή κυβερνητική δυσαρέσκεια για το είδος των κατευθύνσεων που πλέον προσφέρουν.
Οι επιπτώσεις της κρίσης των εμβολίων
Τμήμα αυτής της κρίσης εμπιστοσύνης στο κυρίαρχο μοντέλο διαχείρισης της πανδημίας είχε ειδικά στην Ευρώπη και η διαπίστωση ότι ο τρόπος που η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδίωξε να προμηθευτεί εμβόλια, τελικά είχε ως αποτέλεσμα η ΕΕ να μείνει πίσω σε σχέση με τις άλλες αναπτυγμένες χώρες, όπως και ο τρόπος το εμβόλιο παρουσιάστηκε ως «διαβατήριο» για την επιστροφή στην κανονικά (παρότι τελικά τα σχετικά πιστοποιητικά θα περιλαμβάνουν και τα αρνητικά τεστ ή την προτεραία νόσηση).
Το ίδιο και η διάχυτη αίσθηση ότι οι αποφάσεις για τους ρυθμούς έγκρισης εμβολίων άρα και προμήθειάς τους παίρνονται περισσότερο στη βάση γεωπολιτικών υπολογισμών παρά αμιγώς ζητημάτων αποτελεσματικότητας και ασφάλειας.
Η διαπίστωση των ορίων του ΕΣΥ
Σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας ο μεγάλος φόβος ήταν ότι κάποια στιγμή θα έφτανε το σύστημα υγείας στα όριά του. Πράγμα που λίγο πολύ συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη χώρα μας. Το στοιχείο αυτό βαραίνει ιδιαίτερα και στην πολιτική συζήτηση και στη διαχείριση της πανδημίας, ιδίως από τη στιγμή που γεννιέται το ερώτημα γιατί παρά το χρόνο που μεσολάβησε από το ξεκίνημα της πανδημίας δεν καλύφθηκαν οι σχετικές ανάγκες όπως και το επίσης εύλογο ερώτημα μήπως η επένδυση στα μέτρα περιορισμού και κοινωνικής αποστασιοποίησης δημιούργησε την πλασματική εντύπωση ότι οι κορυφώσεις της πανδημίας θα ήταν σε χαμηλότερα επίπεδα ζήτησης νοσοκομειακών υποδομών από αυτά που τελικά αντιμετωπίζουμε τώρα. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια παράμετρο που επιτείνει ένα αίσθημα δυσαρέσκεια και δυσπιστίας.
Η αμηχανία και της αντιπολίτευσης
Όλα τα παραπάνω εξηγούν την αμηχανία της κυβέρνησης, που προσπαθεί να προσφέρει ταυτόχρονα την υπόσχεση ενός «ανοίγματος» για να απαντήσει στην κούραση της κοινωνίας και να δώσει μια ανάσα στην κοινωνία, αλλά και να συνεχίσει να προσφέρει εγγυήσεις αποτελεσματικής διαχείρισης της πανδημίας έστω και έχοντας απέναντι σημαντικό αριθμό θυμάτων και μεγάλη διασποράς και μια πραγματική δυσκολία να προσφέρει σαφή ορόσημα για την «έξοδο».
Αυτό εξηγεί επίσης γιατί σε κάποιες στιγμές εμφανίστηκαν και αντανακλαστικά μετάθεσης ευθυνών με όρους περισσότερο ιδεολογικής προκατάληψης παρά αντικειμενικής πραγματικότητας, όπως φάνηκε π.χ. στην προσπάθεια να αποδοθεί στις διαδηλώσεις βασική ευθύνη για τη διασπορά του ιού.
Όμως, την ίδια στιγμή ούτε η αντιπολίτευση και ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ αποφεύγει την βαθύτερη αμηχανία. Και αυτό γιατί παρότι οι επιμέρους αιχμές στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης εντοπίζουν πραγματικά θέματα, όπως είναι η στελέχωση του ΕΣΥ, η κλίμακα των εμβολιασμών, τα διαθέσιμα τεστ, η αποφυγή αυταρχικών μέτρων, εντούτοις η αντιπολίτευση δεν έχει δείξει ότι θα είχε εναλλακτική στρατηγική.
Ας μην ξεχνάμε ότι και η αντιπολίτευση συστρατεύτηκε πίσω από τους «ειδικούς», ενίοτε εγκαλώντας την κυβέρνηση ότι δεν ακολούθησε επαρκώς τις συμβουλές τους, αποδέχτηκε τον πυρήνα της «στρατηγικής του lockdown» και δεν αμφισβήτησε τα περιοριστικά μέτρα, πέραν της επιμέρους τοποθέτησης για τις συναθροίσεις (στις οποίες η ηγεσία της απέφυγε να παραστεί). Ούτε σε κάποια στιγμή μπόρεσε να προτείνει μια συνολικά εναλλακτική στρατηγική για τη διαχείριση της πανδημίας. Και βέβαια για πιο «δομικές» αδυναμίες, όπως είναι οι ελλείψεις του ΕΣΥ, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορεί εύκολα να αποφύγει το ερώτημα για το ποια ήταν η δική της ευθύνη για τις ελλείψεις αυτές που προφανώς δεν δημιουργήθηκαν όλες από τον Ιούλιο του 2019 και μετά. Και βέβαια, ακόμη και όταν κάνει κριτική για «έλλειψη μέτρων», δύσκολα μπορεί να διαφοροποιηθεί από τη στρατηγική του «ανοίγματος» που δείχνει να έχει απήχηση συνολικά στην κοινωνία και ειδικά στο δικό της ακροατήριο (από τις διαδηλώσεις, μέχρι τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε ανοιχτούς χώρους και το άνοιγμα των σχολείων).
Σε αυτό το φόντο, η εκμετάλλευση κάθε κυβερνητικού στραβοπατήματος ή η απλή ανάδειξη επιμέρους αιχμών, μπορεί να ακολουθεί πλευρές της κοινωνικής δυσαρέσκειας, αλλά δεν τις σχηματοποιεί σε ένα εναλλακτικό αφήγημα. Ίσως αυτό να εξηγεί και το παράδοξο να ανεβαίνει στις δημοσκοπήσεις η δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά μαζί να καταγράφεται πολύ μεγάλη δυσαρέσκεια και απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ως αποτέλεσμα και η αντιπολίτευση συνεισφέρει σε ένα κλίμα αμηχανίας που τελικά καταλήγει να προσφέρει στην κυβέρνηση όχι μόνο φθορά αλλά και τη δυνατότητα να λέει: «μα δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς».
- Ουκρανία: Παρίσι και Λονδίνο υπόσχονται να μην αφήσουν τον Πούτιν να «πετύχει τους σκοπούς του»
- Η βαθμολογία στον όμιλο της Εθνικής μετά την ήττα στο Λονδίνο
- Θα μπουν οι ΗΠΑ στο στόχαστρο των εκδικητών ομολόγων;
- Euroleague: Η βαθμολογία μετά τη νίκη του Ολυμπιακού επί της Μπασκόνια
- Μεγάλη Βρετανία – Ελλάδα 73-72: Μπλακ-άουτ και απότομη προσγείωση για τη «γαλανόλευκη»
- Αυτό είναι το πρόσωπο-κλειδί στις διαπραγματεύσεις για τις απολύσεις στη Volkswagen