Από το Άνγκορ της Καμπότζης, μέχρι την ρωμαϊκή Πομπηία, οι πόλεις που κάποτε έσφυζαν από ζωή και ακτινοβολούσαν πολιτισμό, μόνο και μόνο για να μετατραπούν τελικά σε (καλοδιατηρημένα) ερείπια, είναι σχεδόν αδύνατον να αφήσουν ασυγκίνητο τον επισκέπτη. Ωστόσο, ο μύθος που τις τυλίγει και τις καθιστά τόσο ελκυστικές, ενδέχεται να είναι λιγότερο αθώος από ό,τι μοιάζει με την πρώτη ματιά.

«Επειδή ακριβώς δεν υπάρχουν πια, οι χαμένες πόλεις εξιδανικεύονται, μετατρέπονται σε πόλεις βγαλμένες από όνειρα», έγραψε η Οντ ντε Τοκβίλ στο βιβλίο της Atlas of Lost Cities: A Travel Guide to Abandoned and Forsaken Destinations. «Η χαμένη πόλη είναι, επομένως, ένα ποίημα, ένας ονειρικός κόσμος και ένα σκηνικό για τα πάθη και τις περιπλανήσεις μας».

View this post on Instagram

A post shared by Siemreap.net (@siemreapnet)

Πράγματι, οι χαμένοι και εγκαταλελειμμένοι τόποι ασκούν μια ισχυρότατη έλξη στη φαντασία μας. Είναι το όπιο των ταξιδευτών, ενισχύοντας την αίσθηση της περιπέτειας μέσα από αφηγήσεις μεγάλων εξερευνήσεων.

Βλέπουμε τις ζωές μας να αντανακλώνται στις πέτρες, φανταζόμαστε τα προσωπικά μας δράματα να εκτυλίσσονται μπροστά στις ρομαντικές και κατεστραμμένες γωνιές τους. Και ακόμη κι αν από πάνω τους ίπταται η αίσθηση της καταστροφής, κι αυτή απαλύνεται με την πάροδο του χρόνου.

«Κατά πάσα πιθανότητα, εδώ και χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι αφηγούνται ιστορίες για επιβλητικούς τόπους εκτός των συνόρων μας. Ιστορίες για αρχαίους πολιτισμούς», σημειώνει στο BBC η Αναλί Νιούιτς, συγγραφέας του βιβλίου Four Lost Cities: A Secret History of the Urban Age. Το βιβλίο της κινείται σε διαφορετικές ηπείρους και χιλιετίες, χρησιμοποιώντας τέσσερις αρχαίες πόλεις ως παραδείγμνατα αστικής ζωής. Η Άνγκορ της Καμπότζης. Η Καχόκια, κοσμόπολη των αυτοχθόνων Αμερικανών. Η Ρωμαϊκή Πομπηία. Και η νεολιθική Τσατάλ Χουγιούκ, που βρίσκεται στη σύγχρονη Τουρκία.

Παρά το γεγονός ότι οι εξερευνήσεις των χαμένων πόλεων μετατρέπονται σε συναρπαστικές ταξιδιωτικές ιστορίες, η Νιούιτς υποστηρίζει ότι συχνά αποκρύπτουν τις πραγματικές ιστορίες ορισμένων από τα πιο εκπληκτικά ανθρώπινα δημιουργήματα.


Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, στην περίπτωση της Άνγκορ. Όπως εξηγεί η Νιούιτς, η πόλη ήταν στην πραγματικότητα κατοικημένη όταν ο Γάλλος εξερευνητής, Ενρί Μουχό, έφτασε στην περιοχή το 1860. Μάλιστα, η πόλη δεν είχε εγκαταλειφθεί ποτέ πλήρως. Όμως ο δυτικός επισκέπτης δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι οι πρόγονοι των Καμποτζιανών είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν αυτά τα μεγαλειώδη κτίσματα.

«Με την πρώτη ματιά, ο επισκέπτης πλημμυρίζεται από βαθύτατο θαυμασμό και δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί τι απέγινε αυτή η ισχυρή φυλή, που ήταν τόσο πολιτισμένη, τόσο φωτισμένοι, τι απέγιναν οι δημιουργοί αυτών των γιγαντιαίων έργων;», έγραψε ο Μουχό μιλώντας για την εκτεταμένη πόλη μέσα στη ζούγκλα. Υπέθεσε ότι η Άνγκορ είχε οικοδομηθεί από αρχαίους Έλληνες ή Αιγυπτίους. Στη Γαλλία, εξηγεί η Νιούιτς, η επίσκεψή του χαιρετίστηκε ως «ανακάλυψη».

«Οι ιστορίες των χαμένων πόλεων έγιναν τόσο δημοφιλείς στη σύγχρονη εποχή, με έναρξη τον 19ο ή 18ο αιώνα, επειδή ήταν μια πολύ καλή μέθοδος μεταμφίεσης της αποικιοκρατίας», τονίζει η Νιούιτς στο BBC. «Σου επιτρέπει να δικαιολογήσεις κάθε είδους αποικιοκρατική επίθεση. Σε αφήνει να πεις “αυτός δεν είναι ένας πολιτισμός που τα καταφέρνει μια χαρά από μόνος του. Και απόδειξη για αυτό είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν παρακμάσει σε σχέση με το μεγαλειώδες, μυστηριώδες κι χαμένο παρελθόν τους».


Η ανακάλυψη χαμένων πόλεων και πολιτισμών μετατράπηκε σε εμμονή για ορισμένους Ευρωπαίους εξερευνητές και αποικιοκράτες. Τη μανία τους τροφοδοτούσε σε κάποιο βαθμό η αναζήτηση της πιο διάσημης χαμένης πόλης της ιστορίας: Του νησιού της Ατλαντίδας, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στα γραπτά του Πλάτωνα. Στην αφήγηση του φιλοσόφου, η Ατλαντίδα ήταν μια πόλη που άκμασε μέχρι που η ηθική κατάπτωση επέφερε την θεϊκή τιμωρία. Οι σύγχρονοί του γνώριζαν ότι η αναφορά του στην πόλη ήταν μια αλληγορία, σύμφωνα με τον ιστορικό Γκρεγκ Γουλφ, συγγραφέα του βιβλίου The Life and Death of Ancient Cities: A Natural History.

«Η χρήση ενός μύθου προκειμένου να διαφωτιστεί μια μεγάλη αλήθεια ήταν ευρέως διαδεδομένη», εξηγεί ο ίδιος στο BBC. «Δεν πιστεύω ότι υπήρχε κάποιος που πίστευε ότι η Ατλαντίδα ήταν πραγματική, αλλά ήταν ένας χρήσιμος μύθος». Όταν όμως τα γραπτά του Πλάτωνα για την Ατλαντίδα κυκλοφόρησαν σε σύγχρονες μεταφράσεις, ωστόσο, βρήκαν ένα κοινό διατεθειμένο να τη δεχτεί ως πραγματική.

«Οι άνθρωποι διάβαζαν για αυτή ακριβώς την ίδια περίοδο που η δύση ίδρυε αποικίες στο Νέο Κόσμο», εξήγησε η κλασσικίστρια Έντιθ Χολ σε πρόσφατη συνέντευξή της στο History Extra Podcast του BBC. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ερμήνευσαν κυριολεκτικά την αλληγορία, μην μπορώντας να κατανοήσουν πλήρως το έργο του Πλάτωνα, σημείωσε η Χολ. «Τους εντυπωσίασε πάρα πολύ. Όλοι πίστεψαν ότι βρισκόταν κάπου στην Αμερική».

Όταν, λοιπόν, αυτοί οι Ευρωπαίοι άποικοι συνάντησαν τους αυτόχθονες πολιτισμούς της περιοχής, όπως γράφει η Νιούιτς, αναζήτησαν συνδέσεις με ένα μυστηριώδες παρελθόν και σε πολλές περιπτώσεις επέλεξαν να αγνοήσουν πλήρως τους πραγματικούς, σύγχρονους λαούς της περιοχής.


Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Καχόκια, μιας αρχαίας μητρόπολης που βρισκόταν κοντά στη σύγχρονη αμερικανική πόλη του Σεντ Λιούις. Οι τεράστιες χωμάτινες κατασκευές, που ανταγωνίζονταν σε μέγεθος τις πυραμίδες της Αιγύπτου, ενώ στην ακμή της, το 1050 μ.Χ., η πόλη ήταν μεγαλύτερη από το Παρίσι. Οι νεοαφιχθέντες Ευρωπαίοι δεν μπορούσαν να το δεχτούν.

«Οι ταξιδιώτες και οι εξερευνητές έλεγαν στον εαυτό τους θεότρελες ιστορίες, όπως ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν φτάσει μέχρι εκεί και είχαν χτίσει αυτές τις κατασκευές», εξηγεί η Νιούιτς στο BBC. Ήταν ένας μύθος που τους βοηθούσε να δικαιολογήσουν την κλοπή της γης των αυτοχθόνων, την οποία περιέγραψαν ως «άδεια». Ταυτόχρονα, όπως και στο Άνγκορ, οι απόγονοι των δημιουργών της Καχόκια θεωρήθηκαν ανίκανοι για τέτοια έργα.

Οι ιστορίες των χαμένων πόλεων, όμως, αποκρύπτουν και άλλες αλήθειες. Όπως γράφει η Νιούιτς, λείπουν από αυτές οι τρόποι με τους οποίους οι αρχαίοι λαοί επανεφεύρισκαν τους εαυτούς τους κάθε φορά που εγκατέλειπαν μια περιοχή. Η καταστροφή και η κατάρρευση των πολιτισμών περιγράφεται συχνά ως το τέλος της υπόθεσης, όμως στην Πομπηία και την Τσατάλ Χουγιούκ η Νιούιτς ανακάλυψε τα σπέρματα νέων αρχών εν μέσω των κοινωνικών αναταραχών.

Όταν η έκρηξη του Βεζούβιου μετέτρεψε την Πομπηία σε νεκροταφείο το 79 μ.Χ., οι τραυματισμένοι κάτοικοι που κατάφεραν να επιβιώσουν άρχισαν αμέσως να χτίζουν από την αρχή τις ζωές τους στις κοντινές πόλεις της Νάπολης και της Κύμης. Παραπέμποντας στο έργο του κλασσικιστή Στίβεν Τακ, η Νιούιτς τονίζει ότι πολλοί τέτοιοι πρόσφυγες, γνωστοί στους ιστορικούς είχαν ονόματα που έδειχναν ότι ήταν απελεύθεροι σκλάβοι. Αν και οι Ρωμαίοι είχαν την τάση να διατηρούν τα ίδια ονόματα για πολλές γενιές, ο Τακ παρατήρησε ένα ενδιαφέρον μοτίβο ανάμεσα στις προσφυγικές οικογένειες που είχαν εγκαταλείψει την Πομπηία. Πολλοί εξ αυτών, επέλεξαν να απαλλαγούν από τα παλιά τους ονόματα που αποτελούσαν και μια υπενθύμιση της δουλείας τους και να δώσουν στα παιδιά τους ονόματα εμπνευσμένα από τους τόπους στους οποίους εγκαταστάθηκαν.


«Είναι λες και μετακομίζεις στο Λονδίνο από έναν προσφυγικό καταυλισμό και αποφασίζεις να αλλάξεις το όνομά σου σε “Λονδρέζος”», εξηγεί ο Τακ στο BBC μέσω e-mail. «Η μετεγκατάσταση ήταν για εκείνους μια ευκαιρία – και την άδραξαν».

Αλλά και στις παρακμάζουσες πόλεις, η Νιούιτς σημειώνει ότι ζούσαν πραγματικοί άνθρωποι, με δική τους βούληση, και όχι παραδομένοι στα καπρίτσια της ιστορίας. Αυτό είναι εμφανές στα ερείπια της Τσατάλ Χουγιούκ, της νεολιθικής εγκατάστασης που άκμασε πριν από 9.000 χρόνια στην κεντρική Τουρκία.

Τα σπίτια της περιοχής είναι στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν τα κελιά ενός μελισσιού, έγραψε στο βιβλίο της, με μονοπάτια να σκαρφαλώνουν πάνω από στέγες και τις εισόδους να βρίσκονται στο ταβάνι. Τα ζεστά απογεύματα, οι κάτοικοι συγκεντρώνονταν στις στέγες, μαγείρευαν και παρήγαγαν πράγματα μαζί. Όμως η αστική ζωή έχει και το κόστος της. Με την πάροδο του χρόνου, η παραμονή στην Τσατάλ Χουγιούκ γινόταν όλο και πιο δύσκολο: Το κλίμα δεν ήταν πια τόσο ευνοϊκό και οι κοινωνικές εντάσεις αυξάνονταν διαρκώς.

Αν και πολλές ιστορίες χαμένων πόλεων μοιάζουν ασαφείς και τυλιγμένες στο μύθο, η Νιούιτς φαντάζεται τους εγκαταλελειμμένους τόπους, όπως η Τσατάλ Χουγιούκ, ως αποτελέσματα λογικών διεργασιών. Με την πάροδο του χρόνου, οι κάτοικοί της απλώς προτίμησαν να επιστρέψουν σε πιο επαρχιακά μέρη, κάτι που μπορούν να καταλάβουν και οι περισσότεροι σημερινοί κάτοικοι των πόλεων, που έχουν σκεφτεί τουλάχιστον μια φορά να μετακομίσουν σε ένα πιο ήρεμο μέρος.

Κι όταν οι κάτοικοι της νεολιθικής πόλης έφυγαν, πήραν μαζί τους και όσα είχαν μεγαλύτερη σημασία για εκείνους. Την τέχνη τους, τις ιδέες τους και τον υλικό πολιτισμό τους που διαδόθηκε σε όλη την περιοχή, στην οποία εξαπλώθηκαν οι οικογένειες που κάποτε στριμώχνονταν στον οικισμό.