Ξέπλυμα μαύρου χρήματος : Γιατί χάνουμε την παγκόσμια μάχη κατά της διαφθοράς
Παραλείψεις, νομικά κωλύματα, απουσία πόρων και επιφόρτιση του ιδιωτικού τομέα με την αστυνόμευση ζητημάτων δημόσιου ενδιαφέροντος αποτελούν ορισμένους από τους βασικούς πυλώνες που το ξέπλυμα μαύρου χρήματος συνεχίζει να ανθεί
Άλλη μια τράπεζα ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των παραλείψεων της, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στον έλεγχο του βρώμικου χρήματος που έρεε προς τα ταμεία της. Στη διάρκεια των ερχόμενων εβδομάδων, η NatWest, ένας εκ των μεγαλύτερων δανειστών στη Βρετανία, θα κληθεί σε απολογία σε δικαστήριο του Λονδίνου, κατηγορούμενη για την αποτυχία της να ελέγξει επαρκώς έναν πελάτη της που δραστηριοποιείται στο εμπόριο χρυσού και ο οποίος κατέθεσε στην τράπεζα 365 εκατ. στερλίνες, εκ των οποίων τα 264 εκατ. σε μετρητά.
Η NatWest, που έχει δηλώσει ότι συνεργάζεται με την αστυνομία για τη διαλεύκανση της υπόθεσης, δεν είναι παρά η τελευταία σε μια μεγάλη σειρά από τράπεζες που έχουν κατηγορηθεί για ανάλογες παραλείψεις σε υποθέσεις ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Την περασμένη χρονιά, οι παγκόσμιοι δανειστές αναγκάστηκαν να καταβάλλουν $10,4 δισ. σε κυρώσεις για παραβιάσεις των επιμέρους νομοθεσιών περί ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, μια αύξηση της τάξης του 80% σε σχέση με το 2019, σύμφωνα με την Fenergo. Τον Ιανουάριο, η αμερικανική Capital One, τιμωρήθηκε με πρόστιμο $390 εκατ., επειδή δεν κατήγγειλε χιλιάδες ύποπτες συναλλαγές. Η Danske Bank εξακολουθεί να αναρρώνει από αντίστοιχο σκάνδαλο που έπληξε τη φήμη της το 2018. Περισσότερα από $200 εκατ. δυνητικά βρώμικου χρήματος ξεπλύθηκαν μέσω του μικρού εσθονικού παραρτήματος της δανικής τράπεζας, ενώ τα στελέχη της είτε απέτυχαν να εντοπίσουν είτε αγνόησαν βολικά μια θάλασσα από προειδοποιητικά σημάδια.
Οι υποθέσεις αυτές επιβεβαιώνουν ότι οι τράπεζες παραμένουν η αχίλλειος πτέρνα του παγκόσμιου πολέμου εναντίον του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, παρά τους αμέτρητους περιορισμούς που έχουν επιβληθεί στη δράση τους με σκοπό να τις μετατρέψουν σε προμαχώνα αυτού του πολέμου. Ωστόσο, η προσεκτικότερη εξέταση του ζητήματος δείχνει ότι το παγκόσμιο σύστημα κατά του ξεπλύματος μαύρου χρήματος (AML) χαρακτηρίζεται από σημαντικά δομικά ελαττώματα, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του γεγονότος ότι οι κυβερνήσεις έχουν αναθέσει στον ιδιωτικό τομέα μεγάλο μέρος της αστυνόμευσης που θα έπρεπε να αποτελεί δική τους αρμοδιότητα.
Μελέτη που δημοσιεύθηκε στη διάρκεια της περσινής χρονιάς από τον Ρόναλντ Πολ, έναν ειδικό του οικονομικού εγκλήματος, συμπέρανε ότι το παγκόσμιο σύστημα AML θα μπορούσε να είναι «το πιο αναποτελεσματικό πείραμα αστυνόμευσης στον πλανήτη» και ότι τα κόστη συμμόρφωσης στα οποία καλούνται να ανταποκριθούν οι τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις ενδέχεται να είναι ακόμη και εκατονταπλάσια σε σχέση με τα ποσά βρώμικου χρήματος που κατάσχονται.
Έκθεση που στηρίχτηκε σε έρευνα ειδικών, και η οποία δημοσιεύθηκε πέρσι από τη LexisNexis, μια εταιρεία ανάλυσης δεδομένων, διαπίστωσε ότι οι παγκόσμιες δαπάνες για το AML και τις κυρώσεις συμμόρφωσης που καταβάλλουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διαχειρίζονται funds, των ασφαλιστικών εταιρειών και των τραπεζών) ξεπερνούν τα $180 δισ. κάθε χρόνο.
Γραφειοκρατική επανάσταση
Το ξέπλυμα μαύρου χρήματος δεν διωκόταν καν ως έγκλημα σε μεγάλο μέρος του κόσμου μέχρι τη δεκαετία του 1980. Έκτοτε, κράτη όπως το Αφγανιστάν και οι Ζιμπάμπουε δέχθηκαν ισχυρότατες πιέσεις, ιδίως από την Αμερική, προκειμένου να ψηφίσουν σχετικούς νόμους. Η προσπάθεια αυτή εντάθηκε περαιτέρω μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και την ψήφιση του αμερικανικού Πατριωτικού Νομοσχεδίου την επαύριον της επίθεσης στους δίδυμους πύργους. Η νομοθεσία αυτή έβαλε στο στόχαστρο τις διαδρομές του χρήματος που κατέληγε στην υποστήριξη τρομοκρατών και άλλων εγκληματιών.
Έκτοτε, η συμμόρφωση προς το AML μετατράπηκε σε μια από τις κυριότερες αρμοδιότητες των τραπεζών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων μεγάλων γραφειοκρατικών συστημάτων. Δεν είναι ασυνήθιστο εταιρείες όπως η HSBC και η JPMorgan να έχουν 3.000 έως 5.000 ειδικούς που ασχολούνται με την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος και περισσότερους από 20.000 συνολικά με κεντρικό αντικείμενο την εκτίμηση του ρίσκου και τη συμμόρφωση.
Οι πιέσεις για το AML οδήγησαν πράγματι στην καταπολέμηση των πιο εξόφθαλμων πρακτικών, όπως ήταν η χρήση τραπεζών-βιτρίνων (που δεν διέθεταν, δηλαδή, πραγματικούς πελάτες) σε τροπικές τοποθεσίες, προκειμένου να ξεπλυθούν βαλίτσες ασφυκτικά γεμάτες με χρήματα από εμπόριο ναρκωτικών.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι εγκληματίες που επιβίωσαν από αυτό το ξεκαθάρισμα χρειάστηκε να γίνουν ιδιαιτέρως δημιουργικοί: Δεν είναι τρομερά δυσκολότερο να ξεπλύνεις βρώμικο χρήμα αυτή τη στιγμή σε σχέση με 20 χρόνια νωρίτερα, ιδρύοντας μια εταιρεία-βιτρίνα και αποκρύπτοντας μέσα από αυτή τις διαδρομές των χρημάτων, κάνοντάς τα να εμφανίζονται ως νόμιμα έσοδα και πείθοντας έτσι μια συστημική τράπεζα να τα διαχειριστεί.
Ως αποτέλεσμα, οι αριθμοί δείχνουν έναν πόλεμο που έχει χαθεί. Η «Παγκόσμια Εκτίμηση Απειλής», μια έκθεση του Τζον Κιούζακ, ενός πρώην επικεφαλής του Ομίλου Wolfsberg, μιας ένωσης τραπεζών που συμβάλλει στην ανάπτυξη των όρων του AML, εκτιμά ότι στη διάρκεια του 2018 διαπράχθηκαν οικονομικά εγκλήματα συνολικής αξίας $5,8 τρισ. – ποσό που αντιστοιχεί στο 6,7% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Οι υπάρχουσες στατιστικές γύρω από τα ποσοστά που εντέλει έγιναν αντιληπτά από τις αρχές, παραμένουν αποσπασματικές. Μια εκτίμηση της Υπηρεσίας Ναρκωτικών και Εγκλήματος του ΟΗΕ που διενεργήθηκε πριν από μια δεκαετία, έκανε λόγο μόλις για το 0,2%. Το 2016, η Europol εκτίμησε ότι το ποσοστό κατασχέσεων στην Ευρώπη έφτανε το μεγαλύτερο, αλλά εξαιρετικά χαμηλό, 1,1%.
Ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι ένας από τους λόγους που τα ποσοστά επιτυχίας αυτού του πολέμου ενδέχεται να μειώθηκαν στη διάρκεια των τελευταίων ετών είναι το «ξέπλυμα μαύρου χρήματος μέσω του εμπορίου», μέσω του οποίου το βρώμικο χρήμα διοχετεύεται στη νόμιμη οικονομία μέσα από ταχυδακτυλουργικά κόλπα με τα έγγραφα που σχετίζονται με το διακρατικό εμπόριο. Η πανδημία του κοροναϊού αποτελεί επίσης μια ευκαιρία για τους οικονομικούς εγκληματίες. Πολλοί εξ αυτών έχουν δημιουργήσει εταιρείες-βιτρίνες με σκοπό την εκμετάλλευση των εκτεταμένων και ανεπαρκώς αστυνομευόμενων κρατικών πακέτων οικονομικής στήριξης. Στη Βρετανία, οι αρχές έχουν λάβει περισσότερες από 50.000 καταγγελίες για δυνητική κατάχρηση των δανείων ανάκαμψης των επιχειρήσεων, αλλά και των επιδομάτων ειδικού σκοπού που δίδονται σε εργαζόμενους σε αναστολή εργασίας.
Η Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF), το διεθνές σώμα που θέτει τους παγκόσμιους όρους του AML, αναγνωρίζει τα προβλήματα του συστήματος.
Τον περασμένο Οκτώβριο, ο πρόεδρός της, Μάρκους Πλέιερ κατηγόρησε με απελπισμένο τόνο «την συντριπτική πλειοψηφία των κρατών» για αποτυχία στην καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος. Ορισμένες χώρες κατόρθωσαν σημαντικά επιτεύγματα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οργανισμού, ψηφίζοντας νομοθεσίες ενίσχυσης του AML, μόνο και μόνο για να τις χαλαρώσουν εντέλει ή για να μην εφαρμόσουν σημαντικές διατάξεις. Μια τέτοια περίπτωση είναι και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου η ανεπαρκής αστυνόμευση της νομοθεσίας επέτρεψε στο Ντουμπάι να μετατραπεί σε παράδεισο του βρώμικου χρήματος. Όμως η Αμερική και η Βρετανία επίσης επιδιώκουν την παράκαμψη της διαδικασίας του FATF, χωρίς ωστόσο να επιδεικνύουν αντίστοιχη θέρμη σε αυτή την προσπάθεια.
Οι παγκόσμιες προσπάθειες καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος στην πραγματικότητα έχουν σημειώσει υποχώρηση στη διάρκεια των τελευταίων ετών, υποστηρίζει μιλώντας στον Economist ο Ρόμπερτ Μπάρινγκτον, καθηγητής πρακτικών κατά της διαφθοράς στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ. Το 2016 ο Ντέιβιντ Κάμερον, τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας, διοργάνωσε παγκόσμια σύνοδο κορυφής για τη διαφθορά με τις υπόλοιπες κυβερνήσεις να σπεύδουν προς υποστήριξη της προσπάθειάς του. Όμως τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Η Βρετανία έμπλεξε στη δίνη του Brexit. Στην Αμερική, ο τότε πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για το ζήτημα. Η Ρωσία και η Κίνα έφεραν εμπόδια στις προσπάθειες συντονισμού των παγκόσμιων προσπαθειών για την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Τρία μεγάλα προβλήματα μπαίνουν εμπόδιο στη μάχη κατά του οικονομικού εγκλήματος, αναφέρει ο Economist:
Η απουσία διαφάνειας, η απουσία συνεργασίας κ<ι η απουσία πόρων. Ξεκινώντας από την διαφάνεια, οι ερευνητές συχνά δυσκολεύονται να εντοπίσουν τους πραγματικούς ιδιοκτήτες των εταιρειών που λειτουργούν ως βιτρίνα, καθώς σε πολλές περιπτώσεις κρύβονται πίσω από νομότυπους επιχειρηματίες.
Στο κομμάτι της ενίσχυσης της διαφάνειας, έχουν σημειωθεί ορισμένες πρόοδοι. Η Βρετανία δημιούργησε δημόσια βάση δεδομένων των ιδιοκτητών επιχειρήσεων το 2016, με αρκετές άλλες χώρες να ακολουθούν το παράδειγμά της. Οι off-shore δορυφόροι της Βρετανίας, όπως είναι οι Βρετανικές Παρθένες Νήσοι και το Τζέρσι, δέχονται πιέσεις για τη δημιουργία τέτοιου είδους βάσεων ή την ενίσχυση των ήδη υπαρχουσών. Στα τέλη της περσινής χρονιάς, αμερικανοί βουλευτές ψήφισαν νόμο που απαιτεί τα ιδιοκτησιακά στοιχεία των εταιρειών που είναι καταχωρημένα σε πολιτειακό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των εργοστασίων που ανήκουν στο καταστατικό του Ντέλαγουερ, να καταγράφονται και σε ομοσπονδιακή βάση δεδομένων.
Ωστόσο πολλές χώρες εξακολουθούν να μη διαθέτουν τέτοιου είδους οργάνωση, ενώ κι εκείνες που έχουν ιδρύσει ανάλογα συστήματα αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Για παράδειγμα στη Βρετανία, οι εγκληματίες είναι πρόθυμοι να αναλάβουν το ρίσκο της δήλωσης ψευδών πληροφοριών – ή και καμίας απολύτως – δεδομένων των ελαφριών τιμωριών που αντιστοιχούν σε αυτές τις πράξεις. Από την άλλη πλευρά το Χονγκ Κονγκ σκοπεύει να μειώσει τα στοιχεία που υποχρεούνται να δηλώσουν οι επιχειρήσεις.
Η FATF επεξεργάζεται εκ νέου τους όρους της για διαφάνεια, με σκοπό την αυστηροποίησή τους. Η σημερινή εκδοχή αναφέρει απλώς ότι οι «ικανές αρχές» θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε τέτοιου είδους πληροφορίες «εγκαίρως». Όμως δεν θα είναι εύκολο τα 39 κύρια μέλη της – από τις ΗΠΑ και την ΕΕ μέχρι την Κίνα και τη Ρωσία – να πειστούν για μια νέα συμφωνία.
Το δεύτερο πρόβλημα, η απουσία συνεργασίας, δυσκολεύει τόσο το έργο των επιμέρους κυβερνήσεων όσο και εκείνο των τραπεζών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης. Τα μεγάλα δίκτυα ξεπλύματος μαύρου χρήματος είναι περίπλοκα και διεθνή, ενώ οι προσπάθειες για την καταπολέμησή τους παραμένουν κατακερματισμένες. Ο διαμοιρασμός πληροφοριών μεταξύ των κυβερνήσεων σημειώνει βελτίωση χάρη σε μια συνεργασία μεταξύ των «μονάδων οικονομικών πληροφοριών», των εθνικών κέντρων που συλλέγουν στοιχεία για ύποπτες συναλλαγές. Όμως το σύστημα «αμοιβαίας νομικής υποστήριξης», το οποίο χρησιμοποιούν τα κράτη που διερευνούν εγκλήματα για να ζητήσουν πληροφορίες από άλλες χώρες, παραμένει προβληματικό.
Όσον αφορά στα στοιχεία που ανακοινώνονται από τη μια τράπεζα στην άλλη, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αξία της αλληλοβοήθειας.
«Η αξία των πληροφοριών που προέρχονται από ένα δίκτυο τραπεζών είναι χιλιάδες φορές υψηλότερη από εκείνη των πληροφοριών που κατέχει η οποιαδήποτε μεμονωμένη τράπεζα, επειδή δεν μπορείς να δεις μόνο από πού έρχονται τα χρήματα, αλλά και πού πήγαν στη συνέχεια και πού μετακινήθηκαν από εκεί κλπ. Σου δίνουν μια εικόνα του δικτύου», εξηγεί ο επικεφαλής μεγάλης διεθνούς τράπεζας μιλώντας στον Economist. Δυστυχώς, το επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των τραπεζών είναι «τραγικό». Η Αμερική κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, εξαιτίας του Πατριωτικού Νόμου, όμως ακόμη κι εκεί η ανταλλαγή πληροφοριών βρίσκεται σε «μικροσκοπική κλίμακα» και οποιαδήποτε επιπλέον πληροφορία παραχωρείται μόνο κατόπιν εντάλματος «πράγμα που είναι δύσκολο να αποκτήσεις όταν ακόμη δεν ξέρεις περί τίνος εγκλήματος πρόκειται». Η Βρετανία βρίσκεται στη δεύτερη θέση, εξηγεί, με τις ανταλλαγές δεδομένων να κινούνται μόλις στο 30% σε σχέση με εκείνες της Αμερικής. Και στην τρίτη θέση; «Κανείς».
Ένα τεράστιο εμπόδιο στην ανταλλαγή πληροφοριών προκαλείται από τους νόμους προστασίας προσωπικών δεδομένων, οι οποίοι σε αρκετές χώρες δεν επιτρέπουν στις τράπεζες να αποκαλύψουν στοιχεία στις αρχές, ιδιαιτέρως όταν οι αρχές αυτές προέρχονται από άλλες χώρες. Ορισμένες μεγάλες τράπεζες ασκούν πιέσεις για τον ορισμό εξαιρέσεων για περιπτώσεις που εμπίπτουν στην AML όμως «οι κυβερνήσεις δεν αντιμετωπίζουν το ζήτημα ως νομοθετική προτεραιότητα», σύμφωνα με στέλεχος άλλης τράπεζας που επίσης μίλησε στον Economist.
Η τρίτη δυσκολία, η απουσία των πόρων, προκύπτει από το γεγονός ότι το οικονομικό έγκλημα δεν απολαμβάνει της ορατότητας που επιφυλάσσεται γενικώς για το βίαιο έγκλημα.
Στη Βρετανία, το ένα τρίτο του καταγεγραμμένου εγκλήματος αφορά υποθέσεις εξαπάτησης, όμως λιγότερο από το 1% των αστυνομικών αξιοποιείται για την καταπολέμησή του. Και όσα χρήματα κι αν ξοδέψουν οι τράπεζες για το AML, οι εγκληματίες δεν θα καταλήξουν στα δικαστήρια αν οι κυβερνήσεις δεν επενδύσουν στην αστυνόμευση και τη δίωξη του οικονομικού εγκλήματος.
Πολλές υπηρεσίες καταπολέμησης του εγκλήματος δεν διαθέτουν επαρκή χρηματοδότηση ώστε να αναλύσουν αποτελεσματικά τον κυκεώνα των λεγόμενων «καταγγελιών ύποπτης δραστηριότητας» (SAR) που υποβάλλουν οι τράπεζες όταν εντοπίζουν παράξενες συναλλαγές. Οι SAR αποτελούν θεμέλιο του σημερινού συστήματος. Όμως οι τράπεζες υποβάλλουν υπερβολικά πολλές καταγγελίες που είτε είναι αχρείαστες είτε δεν είναι επαρκώς επεξεργασμένες, επειδή το σημερινό σύστημα τους δίνει κίνητρα να καλύπτουν τα νώτα τους και όχι να εφαρμόζουν λογικά κριτήρια. Σε παγκόσμιο επίπεδο κάθε χρόνο υποβάλλονται εκατομμύρια τέτοιες καταγγελίες. Μόνο στη Βρετανία, οι ρυθμιστικές αρχές δέχτηκαν πάνω από 573.000 στη διάρκεια του οικονομικού έτους 2019-20.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εργαστούν με μεγαλύτερη ένταση για να φέρουν το σύστημα AML στο ύψος των περιστάσεων. «Οι κατηγορίες εις βάρος των τραπεζών, ότι δεν εφαρμόζουν σωστά τη νομοθεσία καταπολέμησης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος είναι ένα βολικό αφήγημα»
, καταλήγει η έκθεση του Πολ. Ταυτόχρονα, δίνει άδικο προβάδισμα στους μη τραπεζικούς δρώντες που διευκολύνουν τη διαφθορά. Αν και τα πρόστιμα για τις τράπεζες που δεν ασκούν επαρκή έλεγχο για ζητήματα AML αυξάνεται αδιάκοπα, οι δικηγόροι που δημιουργούν εταιρείες-βιτρίνες, οι λογιστές που υπογράφουν τις ψευδείς δηλώσεις τους και πολλοί άλλοι συμμετέχοντες στο παγκόσμιο δίκτυο βρώμικου χρήματος, λαμβάνουν εξαιρετικά επιεικείς ποινές. Η Υπηρεσία Εσόδων και Δασμών της Βρετανίας, για παράδειγμα, επιβλέπει περισσότερους από 30.000 λογιστές, μεσίτες και άλλους επιχειρηματίες με στόχο την καταπολέμηση του μαύρου χρήματος. Στη διάρκεια του 2019-20 εξέδωσε μόλις 31 πρόστιμα, που κόστισαν στους παραλήπτες τους κατά μέσο όρο 290.000 στερλίνες. Οι κυβερνήσεις πρέπει επίσης να αντιληφθούν τις επιπτώσεις των κρυπτονομισμάτων για το AML. Πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών προειδοποίησε για «ζωτικής σημασίας ανάγκη για άμεση και παγκόσμια εφαρμογή διεθνών κανόνων».
Ακτιβιστές που μάχονται για τη διόρθωση των προβλημάτων στην παγκόσμια αρχιτεκτονική του AML στηρίζουν μεγάλο μέρος των ελπίδων τους στην κυβέρνηση Μπάιντεν, ο οποίος έχει δηλώσει ότι αντιμετωπίζει τη μάχη κατά της διαφθοράς ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας – επομένως και ως προτεραιότητα.
Το κατά πόσον θα τα καταφέρει καλύτερα από τον προκάτοχό του να πείσει την Ευρώπη, παραμένει να φανεί. Οι ελπίδες ότι και η Κίνα θα πειστεί να συμμετέχει στην προσπάθεια παραμένουν ελάχιστες. Όλα δείχνουν ότι για αρκετό καιρό ακόμη, το μεγαλύτερο μέρος των κυρώσεων θα εξακολουθήσει να επιβαρύνει τις τράπεζες.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις