Στον γνωστό από χρόνια βηματισμό του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ μπαίνει η νέα κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν. Σε αντίθεση με τους Ρεπουμπλικανούς, που είναι περισσότερο εσωστρεφείς και νοιάζονται να βάλουν τάξη στα εσωτερικά της Αμερικής, οι Δημοκρατικοί φροντίζουν να προβάλουν, και να επιβάλουν, τις αμερικανικές κοινωνικές και πολιτικές αξίες στον υπόλοιπο κόσμο. Γι’ αυτό και συνήθως, ενώ είναι πιο συμπαθείς, μπλέκονται σε διεθνείς περιπέτειες αλλά και πολέμους. Βιετνάμ, Λάος, Λατινική Αμερική και κάποιες χώρες αλλού (λ.χ. Τουρκία, Ελλάδα, Ρουάντα) υπέστησαν αναμείξεις στις εσωτερικές τους υποθέσεις με δημοκρατικές κυβερνήσεις στον Λευκό Οίκο. Με καλές συνήθως προθέσεις, οι ιδεαλιστές Δημοκρατικοί αποτυγχάνουν να εκτιμήσουν τις ευαισθησίες και τις επιμέρους αντιλήψεις και συμμαχικών τους ακόμη χωρών, προκαλώντας αχρείαστες αναστατώσεις με τους σχεδιασμούς και τις πράξεις τους.

Η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν, με το βάρος της (όχι ιδιαίτερα πετυχημένης) κληρονομιάς Ομπάμα στις εξωτερικές σχέσεις, δείχνει να ακολουθεί παρόμοια βήματα. Παρά τις θεαματικές του αποτυχίες σε πολλούς τομείς, ο Τραμπ είχε κατορθώσει να αποσυνδέσει τις ΗΠΑ από πολλές εξωτερικές περιπέτειες, να μην αναμειχθεί στρατιωτικά οπουδήποτε στον κόσμο, να στριμώξει ουσιαστικά τη Β. Κορέα και να οδηγήσει σε ύφεση τις σχέσεις με τη Μόσχα. Τα πράγματα τώρα δείχνουν να αντιστρέφονται. Η ρητορική της υπεράσπισης των ατομικών δικαιωμάτων, που επανέρχεται στο προσκήνιο, προμηνύει αρκετές περιφερειακές εντάσεις με κύριο ερωτηματικό πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής. Τι θα γίνει με τη Συρία, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, τη Λιβύη, τα Εμιράτα και το Κατάρ; Πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις με το Πακιστάν και τη Μιανμάρ;

Το μεγάλο πρόβλημα βέβαια είναι η Ρωσία. Η Ουκρανία ήδη έθεσε θέμα ένταξής της στο ΝΑΤΟ. Που προκαλεί βέβαια ανεπανόρθωτα τη Μόσχα. Θα ζήσουμε και πάλι εντάσεις τύπου Κριμαίας; Και τι θα γίνει τελικά με την Τουρκία; Είχαμε ζήσει με τον Ομπάμα την αρχική θεαματική αναβάθμιση του Ερντογάν που βέβαια κατέληξε στο χάος της Συρίας, την τραγωδία του Κομπανί και τη «μη πολιτική» απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος… Ας ελπίσουμε πως οι αρχικές αυστηρές αμερικανικές δηλώσεις απέναντι στην Αγκυρα θα έχουν συνέχεια και, το κυριότερο, συνέπεια.

Κάτι που επίσης προκαλεί ανησυχία είναι οι πρόσφατες τοποθετήσεις της Τζάνετ Γέλεν, της υπουργού Οικονομικών της νέας αμερικανικής κυβέρνησης και πρώην επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας (Federal Reserve Board), για την ανάγκη καθιέρωσης παγκόσμια ενός μίνιμουμ επιπέδου φορολογίας για τις επιχειρήσεις. Αυτό σκοπεύει στην αποστέρηση από κάποιες χώρες του εργαλείου των φορολογικών απαλλαγών για προσέλκυση επενδύσεων και μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων (όπως είχε γίνει λ.χ. με την Ιρλανδία και κάποιες Βαλτικές Χώρες). Αυτό θα βρει συμμάχους σίγουρα τις Βρυξέλλες, τη Γαλλία και τη Γερμανία, αλλά θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα σε μικρότερες χώρες, και όχι υποχρεωτικά μέσα στην ΕΕ, με φιλοδοξίες οικονομικής ανταγωνιστικότητας και γρήγορης ανάπτυξης. Αυτό όμως που δεν λέει η κυρία Γέλεν είναι τι πρόκειται να συμβεί με Πολιτείες των ΗΠΑ (λ.χ. Τέξας) που χρησιμοποιούν τέτοιες τεχνικές για προσέλκυση κεφαλαίων. Ανοίγει λοιπόν ένα καινούργιο ενδιαφέρον κεφάλαιο στις διεθνείς σχέσεις. Που θέλει όμως εξαιρετικά προσεκτικές κινήσεις.