Το καλύτερο χειρότερο πολίτευμα
Και ο λαός; Ο περήφανος λαός που, εκτός ολίγων λαμπρών εξαιρέσεων, το ρίχνει διαρκουσών των δικτατοριών στα τσάμικα και αμέσως μετά στις διαδηλώσεις; Αυτή είναι μια άλλη πικρή ιστορία.
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Εν είδει συνειρμικού αυτοματισμού, όποτε πλησιάζουμε σε κάποια μαύρη επέτειο κατάλυσης του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος – είτε την 4η Αυγούστου, είτε την 21η Απριλίου – δύο θρυλικές ρήσεις επανέρχονται στη σκέψη μας και τη γονιμοποιούν, λες κι εκβάλουν από δύο παράλληλα αρδευτικά κανάλια. Η πρώτη είναι παγκοσμίως γνωστή και η πατρότητά της αποδίδεται σε έναν από τους μέγιστους παραδοξολόγους του 20ου αιώνα, τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, που διακρίθηκε τόσο για το θάρρος όσο και για το χιούμορ του – μολονότι ο ίδιος αποδίδει την πατρότητα σε άλλον, δίχως να τον κατονομάζει. Εχει διαδοθεί σε διάφορες παραλλαγές, λιγότερο ή περισσότερο «πειραγμένες», αλλά ιδού η ακριβής του διατύπωση στη Βουλή των Κοινοτήτων, την 11η Νοεμβρίου του 1947, σε πιστή μετάφραση: «Πολλές μορφές διακυβέρνησης έχουν δοκιμαστεί και θα δοκιμαστούν σε αυτόν τον κόσμο της αμαρτίας και της θλίψης. Κανένας δεν υποκρίνεται ότι η δημοκρατία είναι τέλεια ή πάνσοφη. Πράγματι έχει ειπωθεί ότι η δημοκρατία είναι η χειρότερη μορφή διακυβέρνησης εάν εξαιρέσεις όλες τις άλλες μορφές διακυβέρνησης που έχουν δοκιμαστεί από καιρού εις καιρόν». Συμπυκνωμένο ως ευφυολόγημα -«το καλύτερο χειρότερο πολίτευμα» – το παράδοξο του Τσόρτσιλ διατηρεί κι επαυξάνει τη διαχρονική του ισχύ.
Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης και πολυκύμαντης σταδιοδρομίας του, ο Τσόρτσιλ βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να λάβει πολλές φορές αντιδημοφιλείς αποφάσεις, από τις οποίες εξαρτήθηκε, όχι αποκλειστικά η προσωπική πολιτική του επιβίωση, αλλά συχνά και η επιβίωση του έθνους του. Η οξεία διορατικότητά του δεν τον προσανατόλιζε πάντοτε προς την ορθή κατεύθυνση (έως το τέλος της ζωής του, λόγου χάριν, οι πολιτικοί του αντίπαλοι – και όχι μόνο – δεν έπαψαν να του χρεώνουν την απόφασή του το 1915, ως υπουργού των Ναυτικών, για τη βρετανική συμμετοχή στην ολέθρια εκστρατεία της Καλλίπολης), αλλά πίστευε ότι ακόμη και μια λανθασμένη απόφαση είναι προτιμότερη από καμία απόφαση, πόσω μάλλον από το να μεταμφιέζεις και να σερβίρεις την αναποφασιστικότητά σου ως προσήλωση στους θεσμούς. Υπό αυτό το πρίσμα, είμαι σίγουρος ότι θα προσυπέγραφε με κλειστά μάτια τη δεύτερη θρυλική ρήση, έστω και αν in real life δεν την πληροφορήθηκε ποτέ. Φέρεται να την εκστόμισε το 1830, έναν μόλις χρόνο προτού δολοφονηθεί, ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας προς τον άγγλο πλοίαρχο Εντμουντ Λάιονς, με αφορμή την απόφασή του για αναστολή εφαρμογής του Συντάγματος, που είχε ψηφίσει η επαναστατική εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827): «Το Σύνταγμα ομοιάζει με ξυράφι, στη χρήση του οποίου ήταν αγύμναστα τα χέρια των Ελλήνων. Δεν δίδεις ξυράφι εις ένα νήπιο. Εγώ μεν είμαι υποχρεωμένος να ξυρίζομαι μπροστά εις το νήπιο, αυτό δε να μάθει συν τω χρόνω πώς να μεταχειρίζεται το ξυράφι δια να μην κοπεί».
Το έθνος-νήπιο, ο κυβερνήτης-πατερούλης και το σύνταγμα-ξυράφι ήταν ένα τρίπτυχο που γνώρισε εξαιρετική επιτυχία τόσο κατά τον δέκατο ένατο όσο και κατά τον εικοστό αιώνα, ιδίως από τη στιγμή που κατέστη σαφές ότι οι απανταχού σφετεριστές της εξουσίας, πρώτη – πρώτη στο καζάνι της δικτατορίας, ρίχνουν την αναστολή ορισμένων ή και όλων των άρθρων του εκάστοτε συνταγματικού χάρτη. Βεβαίως – θα μας συνιστούσε ο Τσόρτσιλ – με τον ίδιο τρόπο που δεν θα πρέπει να τσουβαλιάζουμε όλες τις δημοκρατίες, δεν θα πρέπει να τσουβαλιάζουμε και όλες τις δικτατορίες, όχι για να τις χωρίσουμε σε «καλές» και «κακές» (μια άλλη συχνή διάκριση, που την επικαλούνται κυρίως όσοι εθελοτυφλούν, αδρανούν ή/και συνεργάζονται με τους σφετεριστές), αλλά για να απονείμουμε στοιχειώδη δικαιοσύνη ενώπιον της Ιστορίας. Προφανώς ο Τσόρτσιλ, ο Καποδίστριας και κάθε πατριώτης πολιτικός με σώας τας φρένας προτάσσουν τη σωτηρία του έθνους έναντι οιασδήποτε άλλης επιτακτικής ανάγκης
. Οταν ο Ιμπραήμ απειλεί να στραγγαλίσει την Επανάσταση και όσα σπαρτά δεν καίει εκείνος στην Πελοπόννησο, τα καίνε οι συμπατριώτες σου με την αδιάκοπη αλληλοφαγωμάρα τους, όταν ο Χίτλερ ετοιμάζεται να αποβιβαστεί στο νησί σου και ο μόνος φίλος που σου έχει απομείνει διστάζει να παραβιάσει ανοιχτά την υπερατλαντική του ουδετερότητα και να σπεύσει με τα στρατεύματά του στο πλευρό σου… ε, τότε, μάλλον δεν θα βρεθεί κανείς κατόπιν εορτής να σου επιδώσει συγχαρητήρια για την εκ μέρους σου ευλαβή τήρηση του συντάγματος. Το να κατηγορείς τον Καποδίστρια ως δικτάτορα ισοδυναμεί με το να εγκαλείς τον κηδεμόνα που σωριάζει το βλαστάρι του στο πάτωμα λίγα δευτερόλεπτα προτού εκείνο χώσει το βρεγμένο του δάχτυλο στην πρίζα, αντί στωικά να καθίσει και να του διδάξει τις βασικές αρχές του ηλεκτρισμού. Οφείλει και η ηλιθιότητα να έχει τα όριά της.
Ούτε με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρεται η Ιστορία απέναντι σε όλες τις δικτατορίες. Μπορεί όλοι οι δικτάτορες λίγο – πολύ να έχουν ανάλογη ατυχή κατάληξη (άλλοι στο μνήμα πριν την ώρα τους, άλλοι στη φυλακή, σπανίως στον ύπνο τους γαλήνια), αλλά η αποτίμηση δικτατορίας από δικτατορία ποικίλει. Μερικές είναι σκανδαλωδώς ευνοημένες. Η 4η Αυγούστου, φερειπείν. Σχεδόν πέντε χρόνια βίας, τρομοκρατίας, αυθαιρεσίας, καταπίεσης, πατριδοκαπηλίας και ιδεοληψίας – ο διαβόητος «τρίτος ελληνικός πολιτισμός» – ξεπλύθηκαν στο παραπέντε από ένα ουρανοκατέβατο εθνικό έπος.
Κατά τα λοιπά, ήταν ένα μάλλον τυπικό βασιλικό πραξικόπημα. Με τις ευλογίες, αν όχι την καθοδήγηση του άνακτος Γεωργίου και αφού είχε κιόλας ξεσκαρτάρει το πολιτικό τοπίο με τους… βολικότατους φυσικούς θανάτους εντός διμήνου (από τον Μάρτιο έως τον Μάιο του 1936) των δύο κορυφαίων διεκδικητών της εξουσίας – του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Παναγή Τσαλδάρη -, ο Ιωάννης Μεταξάς, ήδη πρωθυπουργός, δεν είχε παρά να κλειδώσει τη Βουλή και να ρίξει το κλειδί στην κωλότσεπη, μια χειρονομία διόλου ασυνήθιστη στη μεσοπολεμική Ευρώπη.
Εντούτοις – και παρά τα αντίδωρα των κοινωνικών υπηρεσιών που μοίρασε αφειδώς σε εργάτες και αγρότες – ποτέ δεν κατάφερε να εξαγοράσει τη λαϊκή συμπάθεια. Εάν δεν είχε τη φαεινή έμπνευση να του χτυπήσει την πόρτα νυχτιάτικα ο ιταλός πρέσβης με το ιταμό τελεσίγραφο, τρεις μόλις μήνες πριν από το θάνατο του έλληνα δικτάτορα, ο ίδιος ο Μεταξάς θα έπρεπε να σκαρφιστεί ένα δώρο αντίστοιχης αξίας από το πεπρωμένο. Κυριολεκτικά κέρδισε την όποια υστεροφημία του στα πέναλτι.
Αντιθέτως, το τρίο μπελκάντο των συνταγματαρχών και ο αόρατος ταξίαρχος σφράγισαν τη δική τους διπλή εκτροπή από τη συνταγματική νομιμότητα με ένα διπλό εθνικό άγος: την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και την τραγωδία της Κύπρου. Και ο λαός; Ο περήφανος λαός που, εκτός ολίγων λαμπρών εξαιρέσεων, το ρίχνει διαρκουσών των δικτατοριών στα τσάμικα και αμέσως μετά στις διαδηλώσεις; Αυτή είναι μια άλλη πικρή ιστορία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις