Το Φόρουμ του Μποάο για την Ασία έχει χαρακτηριστεί ως το ασιατικό αντίστοιχο του Παγκόσμιου Φόρουμ του Νταβός και είναι σε εξέλιξη αυτές τις μέρες στο θέρετρο της Νότια Κίνας, ενώ πέρσι δεν έγινε εξαιτίας της πανδημίας. Αυτό του προσδίδει και ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον, εάν συνυπολογίσουμε τη μεταβατική φάση που είναι η παγκόσμια οικονομία, τις αντιφατικές δυναμικές ως προς την ανάκαμψη των μεγάλων οικονομιών, το νέο φάσμα ανταγωνισμών και αντιπαραθέσεων που διαδέχτηκαν την προηγούμενη φάση  του εμπορικού πολέμου, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις αμερικανικές απειλές κυρώσεων ώστε να μην έχουν κινεζικές εταιρείες πρόσβαση σε τσιπ τελευταίας γενιάς, αλλά και τις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις γύρω από ζητήματα όπως η κατάσταση της μειονότητας των Ουιγούρων.

Το φόντο των νέων ανταγωνισμών

Το φετινό Φόρουμ του Μποάο συμπίπτει με μια αμερικανική προσπάθεια να κλιμακωθούν οι επιθετικές πιέσεις ενάντια στην Κίνα, σε συνέχεια του προηγούμενου εμπορικού πολέμου που υπήρξε σήμα κατατεθέν του προέδρου Τραμπ. Το τελευταίο παράδειγμα είναι η προσπάθεια των  ΗΠΑ να περιορίσουν την επέκταση των κινεζικών επιχειρήσεων σε κρίσιμους τομείς όπως είναι τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας 5G, μέσα από τη στοχοποίηση εταιρειών όπως η Huawei αλλά και να αποκόψουν την Κίνα από την πρόσβαση σε τσιπ τελευταίας γενιάς, μέσα από τη σαφή απειλή κυρώσεων σε εταιρείες που ήθελαν να πουλήσουν τέτοια τσιπ σε κινεζικές επιχειρήσεις, κίνηση που έχει πυροδοτήσει την προσπάθεια της Κίνας να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της ως προς την παραγωγή τέτοια εξαρτημάτων υψηλής τεχνολογίας αλλά ταυτόχρονα έχει περιορίσει την τρέχουσα ικανότητά της σε κρίσιμους τομείς.

Σε όλα αυτά προστίθεται και το διαρκές ενδεχόμενο επιστροφή σε λογικές κυρώσεων από τις ΗΠΑ που δεν θέλουν μόνο να περιορίσουν την κινεζική οικονομική επέκταση αλλά και τις όποιες γεωπολιτικές επιδιώξεις της. Χαρακτηριστικός ο τρόπος που επανέρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα της κινεζικής στάσης σε θέματα όπως η Ταϊβάν αλλά και η κατάσταση στη Νότια Σινική Θάλασσα.

Ενδεικτική του κλίματος και η πρόσφατη συνάντηση κορυφής του Τζο Μπάιντεν με τον Ιάπωνα πρωθυπουργό Γιοσιχίντε Σούγκα, όπου υπήρξε ένα σαφής τόνος καταδίκης της κινεζικής πολιτικής και όπου ο Σούγκα επέλεξε να δηλώσει ότι «συμφωνήσαμε να είμαστε αντίθετοι σε προσπάθειες να αλλάξει το ισχύον καθεστώς είτε με όρους ισχύος είτε με όρους εξαναγκασμού στην Ανατολική Σινική Θάλασσα και στη Νότιο Σινική Θάλασσα, όπως και σε προσπάθειες εκφοβισμού».

Παράλληλα, τμήμα των συζητήσεων ανάμεσα στον Μπάιντεν και τον Σούγκα ήταν και η προσπάθεια να υπάρξει ένα διεθνές σχέδιο για επενδύσεις στις υποδομές παγκοσμίως που να μπορεί να λειτουργήσει ως το αντίβαρο στην κινεζική στρατηγική «Μία ζώνη, ένας δρόμος». Μάλιστα, ήδη η Ιαπωνία έχει αναβαθμίσει την επενδυτική δραστηριότητα στη Νοτιοανατολική Ασίας, έχοντας υποσχεθεί επενδύσεις 367 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σαφώς περισσότερων από τις ύψους 255 δισεκατομμυρίων δολαρίων αντίστοιχες υποσχέσεις της Κίνας, την ώρα που ορισμένες από τα κινεζικά επενδυτικά σχέδια προσκρούουν σε καθυστερήσεις ή στην ανησυχία χωρών μήπως τέτοια σχέδια τις οδηγήσουν στην υπερχρέωση.

 

Ο Σι Τζινπίνγκ υπερασπιστής της παγκοσμιοποίησης

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση ο Σι Τζινπίνγκ επέλεξε μιλώντας στο Φόρουμ του Μποάο να καλέσει για μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση, να προειδοποιήσει για τους κινδύνους από έναν «νέο Ψυχρό Πόλεμο» αλλά και μια κλιμακούμενη ιδεολογική αντιπαράθεση σε όλα τα μέτωπα.

Το μοτίβο της υπεράσπισης της παγκοσμιοποίησης, της απουσίας φραγμών στις επενδύσεις και το εμπόριο είναι σχεδόν πάγιο στη ρητορική του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ εδώ και χρόνια. Άλλωστε, η στρατηγική «Μία ζώνη, ένας δρόμος» κατεξοχήν παρουσιάστηκε ως μια win win εκδοχή παγκοσμιοποίησης που να στηρίζεται στις επενδύσεις και όχι απλώς στο χρηματοοικονομικό τομέα. Βεβαίως, την ίδια στιγμή τα προβλήματα πρόσβασης στην κινεζική αγορά παρέμειναν ενεργά.

Τώρα ο Σι Τζινπίνγκ αποφεύγοντας να κατονομάσει τις ΗΠΑ επέλεξε να επιτεθεί στη λογική των μονομερών ενεργειών. Υπογράμμισε ότι «δεν πρέπει να αφήσουμε τους κανόνες που τίθενται από μία χώρα ή λίγες χώρες να επιβάλλονται σε άλλους, ή να επιτρέπουμε στη λογική των μονομερών ενεργειών στην οποία επιλέγουν ορισμένες χώρες να δώσει τον τόνο σε όλο τον κόσμο», συμπληρώνοντας ότι οι μεγάλες χώρες θα πρέπει να συμπεριφέρονται με έναν τρόπο που να αναλογεί στη θέση τους και να έχουμε μεγαλύτερη συναίσθηση των ευθυνών τους.

Ο Κινέζος ηγέτης επέμεινε ότι η οικονομική παγκοσμιοποίηση επιδεικνύει σημαντική ανθεκτικότητα και ότι οι εκκλήσεις για μια λογική πολυμερούς συνεννόησης και επικοινωνίας. Γι’ αυτόν τον λόγο και επανάφερε στο προσκήνιο τις «πέντε αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης» (αμοιβαίος σεβασμός της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητα, αμοιβαία μη επίθεση, μη ανάμειξη στις εσωτερικής υποθέσεις,  ισότητα και αμοιβαίο όφελος, ειρηνική συνύπαρξη), υποστηρίζοντας ότι παραπέμπουν σε ένα διαφορετικό μοντέλο διεθνών σχέσεων και αναδεικνύοντας τη σημασία των «κινεζικών λύσεων» για τα παγκόσμια προβλήματα.

Όλα αυτά παραπέμπουν σαφώς σε μια επίγνωση από τη μεριά της κινεζικής ηγεσίας ότι το διεθνές τοπίο γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικό και συγκρουσιακό και άρα μιας ανάγκης η Κίνα να μεταφέρει τη σχετική ευθύνη των συνεπειών στην πλευρά των ΗΠΑ και των επιλογών τους.

Την ίδια στιγμή η  αναφορά σε παρεμβάσεις στο εσωτερικό άλλων χωρών που συμπληρώνει την καταδίκη των μονομερών επιλογών στο παγκόσμιο εμπόριο και τις εφοδιαστικές αλυσίδες είναι και μια ευθεία αναφορά στο ζήτημα των Ουιγούρων, καθώς η κινεζική ηγεσία όχι μόνο θεωρεί ότι δεν τίθεται ζήτημα αλλά και ότι ούτως ή άλλως τέτοια ζητήματα είναι εσωτερικά και δεν μπορούν να αξιοποιούνται στη διεθνή σκακιέρα.

Αυτή η τοποθέτηση έρχεται σε μια συγκυρία όπου δυτικές χώρες δείχνουν κάθε διάθεση να αξιοποιήσουν το ζήτημα αυτό ως μηχανισμό πίεσης, που στην Ευρώπη η έγκριση της νέας ευρωκινεζικής συμφωνίας για τις επενδύσεις διακυβεύεται γύρω από την πίεση να τεθεί ζήτημα Ουιγούρων και όπου πολυεθνικές εταιρείες που παράγουν στην Κίνα έχουν να αντιμετωπίσουν το ακόλουθο δίλημμα: εάν ζητήσουν εγγυήσεις για μη χρήση εξαναγκαστικής εργασίας στην παραγωγή των προϊόντων τους (δηλαδή να μην παράγονται σε στρατόπεδα εργασίας με Ουιγούρους) θα βρεθούν στο στόχαστρο εκστρατειών μποϊκοτάζ στην κινεζική αγορά, όπως κινδύνευσε η H&M όταν ανακοίνωσε ότι δεν θα χρησιμοποιεί βαμβάκι από την επαρχία Σιντζιάνγκ όπου κατοικούν οι Ουιγούροι, ενώ εάν δεν πάρουν θέση θα κινδυνεύσουν με ανάλογες καμπάνιες στις δυτικές αγορές.

Το ερώτημα της αποσύνδεσης και η κλιμάκωση του ανταγωνισμού

Είναι προφανές ότι είμαστε σε μια διαφορετική φάση από όταν η Κίνα και ο ίδιος ο Σι Τζινπίνγκ προσπάθησαν να κατοχυρώσουν ότι είναι οι πιο ένθερμοι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης. Το διεθνές περιβάλλον είναι πιο ανταγωνιστικό και πιο κατακερματισμένο.

Σε αυτό το τοπίο που περιγράφεται από την αμφίσημη διατύπωση «στρατηγικός ανταγωνιστής» με τον οποίο οι ΗΠΑ περιγράφουν την Κίνα, είναι σαφές ότι τα ζητήματα της αποσύνδεσης των οικονομιών θα επανέρχονται στο προσκήνιο ολοένα και περισσότερο. Ακόμη και ο τρόπος ο πρόεδρος Μπάιντεν επέλεξε να ζητήσει πολύ μεγάλες επενδύσεις στις αμερικανικές υποδομές και να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την έρευνα και ανάπτυξη παραπέμπει σε μια ικανότητα των ΗΠΑ να μπορούν να έχουν την πρωτοβουλία σε κινήσεις αποσύνδεσης.

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα μειωθεί τόσο εύκολα η αλληλεξάρτηση της κινεζικής και της αμερικανικής οικονομίας. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το διμερές εμπόριο ΗΠΑ και Κίνας έφτασε τα 558 δισεκατομμύρια δολάρια  το 2019 και το 2020 (χρονιά παγκόσμιας κρίσης τα 560 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ με βάση στοιχεία του δευτέρου τριμήνου του 2020 οι ΗΠΑ είχαν 258 δισεκατομμύρια επενδυμένα σε εργοστάσια και εγκαταστάσεις στην Κίνα, ενώ οι αντίστοιχες κινεζικές επενδύσεις στις ΗΠΑ έφταναν τα 154 δισεκατομμύρια και τον Ιούνιο του 2019 κινεζικές εταιρείες είχαν στα χέρια τους 1,5 τρισεκατομμύρια αμερικανικού κρατικού και εταιρικού χρέους, μετοχών κ.λπ.

Όμως, θα μπορούσε κανείς να αναμένει επιλεκτικές μορφές αποσύνδεσης στο πλαίσιο ενός κλιμακούμενου ανταγωνισμού, χωρίς καθολικές ρήξεις δεδομένης της κλίμακας της αλληλεξάρτησης, μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο τοπίο όπου οι όποιες διακηρύξεις ή προθέσεις συχνά προσκρούουν σε μια πιο σύνθετη πραγματικότητα στο ίδιο το πεδίο.