Ιατρικές Σχολές : Ένα χρόνο μακριά από τις κλινικές, η επόμενη γενιά γιατρών παλεύει να καλύψει τα γνωστικά κενά
Ο Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και τρεις φοιτήτριες ιατρικής μιλούν στο in.gr για τις ελλείψεις που έχει επιφέρει η πανδημία στην ιατρική εκπαίδευση
Η Ερμιόνη Πέτκου διανύει το δεύτερο έτος των σπουδών της στην Ιατρική του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Όταν όλα τα πανεπιστημιακά τμήματα της χώρας έβαλαν λουκέτο λόγω της πανδημίας, βρισκόταν στις αρχές του δεύτερου εξαμήνου της,. Μεταξύ άλλων, αυτό σημαίνει ότι έχει χάσει το μάθημα της Ανατομίας – ή μάλλον ότι το έχει παρακολουθήσει όπως-όπως,, σε μια θεωρητική εκδοχή του, με τη βοήθεια μόνο κάποιων φωτογραφιών.
Το ίδιο ισχύει για όλους τους πρωτοετείς και δευτεροετείς φοιτητές ιατρικής στη χώρα μας, ενώ στο σύνολό τους, με την εξαίρεση του έκτου έτους των Ιατρικών Σχολών, που έχουν εμβολιαστεί και επιστρέψει στα νοσοκομεία, όλοι οι φοιτητές και οι φοιτήτριες σχολών υγείας στη χώρα μας είναι αναγκασμένοι να ανταποκρίνονται όσο καλύτερα μπορούν στην εξ αποστάσεως διδασκαλία αντικειμένων που ουδέποτε χωρούσαν στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα.
«Το μόνο εργαστήριο ανατομίας που κάναμε ήταν στο δεύτερο εξάμηνο, που μας έδειξαν κάποιες φωτογραφίες», λέει στο in.gr η Ερμιόνη. «Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν μετράει σαν εργαστήριο. Μπορεί κανείς να καταλάβει τα βασικά, αλλά δεν είναι το ίδιο με το να έρθουμε σε επαφή με το ανθρώπινο σώμα, να μπούμε στη διαδικασία να σκεφτούμε κάποια πράγματα. Αλλιώς είναι μια φωτογραφία και αλλιώς να έχουμε απέναντί μας έναν άνθρωπο που κάποτε ήταν ζωντανός, να τον αγγίζουμε».
«Θέλουμε η κυβέρνηση να βγάλει ένα πλάνο και για μας»
Τέτοιου είδους καίριες ελλείψεις στη διδασκαλία των μαθημάτων λόγω της τηλεκπαίδευσης, οδήγησαν σε μια πρωτοβουλία των δευτεροετών φοιτητών ιατρικής από όλη την Ελλάδα, οι οποίοι με πολύ κόπο και δυσκολία κατόρθωσαν να γράψουν μια ανοιχτή επιστολή από κοινού, παρά τις μεταξύ τους πολιτικές αποκλίσεις, ζητώντας να δρομολογηθεί ο εμβολιασμός τους και, σε συνδυασμό με rapid ή self test, η επιστροφή τους στα εργαστήρια και τα νοσοκομεία.
«Η διαφορά μας με άλλες σχολές είναι ότι αυτά τα εργαστήρια δεν αποτελούσαν απλώς βοηθητικό κομμάτι», σημειώνει η Ερμιόνη που έλαβε μέρος στην πρωτοβουλία. «Σε κάποια μαθήματα, το εργαστήριο είναι το κεντρικό κομμάτι της μάθησης. Όλες οι ιατρικές αυτή τη στιγμή χάνουν πολύ σημαντικά μαθήματα».
»Θέλουμε η κυβέρνηση να βγάλει ένα πλάνο και για εμάς, να μας έχει υπόψη της», συνεχίζει. «Γιατί μας έχει αφήσει στο κενό, χωρίς να γνωρίζουμε τι θα γίνει με εμάς αύριο-μεθαύριο. Ακούμε διαρκώς ότι υπάρχουν σκέψεις για την επιστροφή μας, αλλά όχι κάτι συγκεκριμένο, όπως υπήρχε για τα Λύκεια. Και αυτό μας προβληματίζει αρκετά».
«Μας δείχνουν μόνο κάποια βιντεάκια, σαν του YouTube»
Η Φωτεινή, μια τριτοετής φοιτήτρια Ιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, δηλώνει απογοητευμένη. «Τα κλινικά μαθήματα κανονικά θα γίνονταν σε νοσοκομείο», εξηγεί στο in.gr. «Παθολογία, χειρουργική. Αυτά τώρα τα κάνουμε διαδικτυακά και έχουν καθαρά θεωρητικό χαρακτήρα. Μας δείχνουν μόνο κάποια βιντεάκια, σαν αυτά του YouTube. Δεν κάνουμε εξάσκηση επάνω σε ασθενείς».
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι μελλοντικοί γιατροί από το τρίτο έτος των σπουδών τους θα έπρεπε να μπαίνουν στα νοσοκομεία και να αλληλεπιδρούν για πρώτη φορά με ασθενείς. Στο πλευρό των καθηγητών τους, θα μάθαιναν πώς να παίρνουν ιστορικό, να «διαβάζουν» συμπτώματα, να προχωρούν σε διαγνώσεις – και θα γνωρίζονταν για πρώτη φορά στην πράξη με τις διάφορες ιατρικές ειδικότητες.
Τώρα, όπως περιγράφει στο in.gr η Φωτεινή, «ο καθηγητής μας λέει ότι έχει έρθει ένας ασθενής με αυτά τα συμπτώματα κι εμείς προσπαθούμε να αναλύσουμε τι έχει. Λέμε τι εξετάσεις θα του κάνουμε, σε πόσες ασθένειες καταλήγουμε για να κάνουμε διαφορική διάγνωση… Κάπως έτσι».
«Χάνεται όλη η μαγεία της Ιατρικής»
Η έλλειψη εργαστηρίων και κλινικών, η καθυστέρηση των συγγραμμάτων και οι διαφορετικοί βαθμοί εξοικείωσης – και ενδιαφέροντος – των καθηγητών για την τηλεκπαίδευση, κάνουν τις φοιτήτριες και τους φοιτητές να χάνουν το κίνητρο τους για μελέτη.
«Η σχολή είναι πολύ ενδιαφέρουσα, προσωπικά μου αρέσει το αντικείμενο και διαρκώς εξελίσσεται. Όμως, από όταν σταματήσαμε τα εργαστήρια και την επαφή με το αντικείμενο, χάσαμε όλοι το κίνητρό μας», τονίζει η Ερμιόνη. «Όταν χάνουμε τα εργαστήρια μαθημάτων όπως η ανατομία και η φυσιολογία, όταν είμαστε μακριά από τις αίθουσες, χάνεται όλη η μαγεία της ιατρικής. Ακόμη και των προ-κλινικών ετών, που είναι πιο θεωρητικά».
Εξετάσεις κλινικών μαθημάτων με… ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής
«Είχα χάσει την όρεξή μου για διάβασμα για ένα διάστημα», συμφωνεί η Φωτεινή. «Προσπάθησα να επιβάλω στον εαυτό μου να το ξεπεράσει, αλλά είχα πέσει, δεν είχα όρεξη». Ταυτόχρονα, εκφράζει την ανησυχία της και για την κατάρτιση των μελλοντικών επαγγελματιών υγείας, όχι μόνο εξαιτίας των γνωστικών κενών που δημιουργούνται, αλλά και εξαιτίας της κατά τη γνώμη της ελλιπούς εξέτασης της ύλης που διδάσκονται – και η οποία έρχεται ως άμεση συνέπεια της μορφής που έχει πάρει η εκπαίδευσή τους:
«Η ύλη δεν ήταν μειωμένη, αλλά θεωρώ ότι ήταν πιο εύκολος ο τρόπος εξέτασης», σημειώνει. «Το περσινό τρίτο έτος έδωσε και τα κλινικά μαθήματα με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής. Κανονικά η εξέταση θα γινόταν επάνω σε ασθενή: Με κλινική εξέταση, ακρόαση, ψηλάφηση…»
Μια γενιά γιατρών με γνωστικά κενά;
Υπό τις παρούσες συνθήκες, αισθάνεται αγωνία για το κατά πόσον θα μπορέσει να καλύψει τα κενά που προκάλεσε η πανδημία – «είναι κάπως τρομακτικό», λέει χαρακτηριστικά. Καθώς μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει κάποια ενημέρωση για το αν και πώς θα αναπληρωθούν τα χαμένα εργαστήρια, φοβάται πως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί «μόνο με δική μου θέληση και πολύ κόπο», ενώ ανησυχεί πως «η δική μας γενιά γιατρών ενδέχεται να έχει γνωστικά κενά».
«Χάνεται τελείως η αλληλεπίδραση με τον ασθενή»
Πιο ψύχραιμη είναι η στάση της Δήμητρας Παπανικολάου, που διανύει το πέμπτο έτος των σπουδών της στην Ιατρική Αθηνών. Έχοντας ήδη την εμπειρία ενός εξαμήνου κλινικών μαθημάτων στις αρχές του τέταρτου έτους, στεύει πως όσα χάνονται λόγω της πανδημίας μπορούν να αναπληρωθούν, επειδή… «και πριν την πανδημία, η εκπαίδευση δεν ήταν στο μέγιστο επίπεδο που θα μπορούσε να είναι. Δηλαδή, μπορεί να τύχαινε να βρίσκεσαι σε μια κλινική όπου εντέλει – πώς να το πω κομψά; – κανείς δεν θα ασχολιόταν μαζί σου, να σου μάθει κάτι».
Αυτό δεν σημαίνει πως το σημερινό μοντέλο διδασκαλίας δεν δημιουργεί δυσαναπλήρωτες ελλείψεις: «Χάνεται κυρίως ένα κομμάτι που έχει να κάνει με την εξοικείωση του να βρίσκεσαι σε ένα νοσοκομείο, να αλληλεπιδράς με έναν ασθενή, να ξέρεις πώς τον χειρίζεσαι, πώς τον αντιμετωπίζεις», τονίζει. «Στο δεδομένο πλαίσιο της τηλεκπαίδευσης, οι καθηγητές δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πέρα από το να μας παρουσιάσουν ένα περιστατικό: “Έρχεται ο ασθενής, έχει τα τάδε συμπτώματα. Τι ρωτάτε; Τι κάνετε;”. Που και πάλι, θεωρώ ότι είναι δύσκολο για έναν φοιτητή να συμμετέχει, όταν μιλάει σε μια οθόνη, χωρίς να μπορεί να συζητήσει με τους συμφοιτητές του πάνω σε μια ιδέα, ώστε να βρουν όλοι μαζί την απάντηση».
Εναλλακτικές, εκτός της επιστροφής στα νοσοκομεία, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν: «Δεν μπορεί να έρθει ένας ασθενής, να τον βγάλεις από τον θάλαμο, να πάει στο γραφείο του καθηγητή και να τον βάλεις να καθίσει μπροστά στην κάμερα, λες και τον ανακρίνουν», τονίζει η Δήμητρα.
«Μαγική λύση για να αναπληρωθούν τα κενά δεν υπάρχει»
Εξάλλου, όπως εξηγεί στο in.gr ο Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Σπυρίδων Γεωργάτος, «Δεν είναι εύκολο να πάρεις ακριβές ιστορικό εξ αποστάσεως. Ούτε να ψηλαφίσεις μπορείς, ούτε να ακροαστείς, ούτε να δεις την απόχρωση που έχει το δέρμα του ανθρώπου που εξετάζεις. Θυμίζω επίσης ότι υπάρχουν ασθενείς που δεν μιλούν ακόμα, δεν εκτελούν τις παραγγελίες που δίνει ο γιατρός και δεν μπορούν να μας καθοδηγήσουν: Τα μικρά παιδιά».
»Ο δάσκαλός μου, ο Κώστας Γαρδίκας, μας έλεγε ότι η διάγνωση γίνεται σε μεγάλο βαθμό από το ιστορικό και τη φυσική εξέταση. Η ερυθρά και οι ψυχικές διαταραχές δεν διαγιγνώσκονται με αξονική τομογραφία! Μαγική λύση για να αναπληρωθούν τα κενά δεν υπάρχει. Παρατείναμε το ακαδημαϊκό έτος και πρέπει το συντομότερο να επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Βεβαίως, με τρόπο που να εγγυάται την ασφάλεια των φοιτητών, των καθηγητών και των νοσηλευομένων. Ευθύνη της Πολιτείας είναι να παρασχεθούν στα Ιδρύματα πόροι για τη διενέργεια τακτικών διαγνωστικών εξετάσεων, και βέβαια να εμβολιαστεί το συντομότερο όλη η πανεπιστημιακή κοινότητα».
«Θα μπορούσε να γίνει αναπλήρωση – αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει ακριβώς πρόθεση»
Κατά τη γνώμη της Δήμητρας Παπανικολάου, η επιστροφή σε ορισμένα εργαστήρια είναι ήδη εφικτή, αφού «σε μαθήματα όπως η ανατομία ούτως ή άλλως ήμασταν χωρισμένοι σε κλιμάκια, το καθένα εκ των οποίων ήταν χωρισμένο σε ομάδες περίπου 10 ατόμων, στις οποίες παρέδιδε διαφορετικός διδάσκων. Αυτό θα μπορούσε να γίνεται και τώρα, όμως δεν υπάρχει κανένα παραθυράκι από την κεντρική οδηγία για το κλείσιμο των σχολών που να το επιτρέπει».
Από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, κατά τη γνώμη της Δήμητρας η αναπλήρωση «είναι δύσκολη, σίγουρα θα βγάλει τον φοιτητή από το πρόγραμμά του και τη σειρά των μαθημάτων, αλλά είναι εφικτή. Αν για παράδειγμα, μετά το Πάσχα υπήρχε μια μέριμνα για να γίνουν τα πιο σημαντικά εργαστήρια δια ζώσης». Αντιστοίχως, και στην περίπτωση των κλινικών, που εκτός των άλλων βοηθούν τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να καταλήξουν και στις μελλοντικές τους ειδικότητες, «θα μπορούσε να γίνει μια σύμπτυξη του προγράμματος σπουδών, για να μείνουν τα ουσιώδη, κι έτσι να αναπληρωθούν. Αλλά δεν νομίζω ότι και για αυτό υπάρχει ακριβώς πρόθεση».
«Στο σώμα μας, οι αρτηρίες δεν είναι κόκκινες και οι φλέβες δεν είναι μπλε»
Στη διεθνή αρθρογραφία εμφανίζονται παραδείγματα αξιοποίησης τεχνολογιών, όπως το 3D, από μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, με στόχο την πιο αποτελεσματική υποκατάσταση των πιο κρίσιμων εργαστηριών των ιατρικών σχολών. Όμως, όπως τονίζει ο κ. Γεωργάτος, «οι μέθοδοι αυτές είναι συμπληρωματικές προς τη δια ζώσης εκπαίδευση και όχι υποκατάστατό της. Παραδείγματος χάριν, στο σώμα οι αρτηρίες δεν είναι κόκκινες, οι φλέβες δεν είναι μπλε και τα νεύρα δεν είναι κίτρινα, για να τα ξεχωρίζει κανείς με την πρώτη ματιά».
»Επίσης, το σώμα έχει σπαργή, που δεν μπορεί να απεικονιστεί ψηφιακά, και δεν υπάρχει ανάμεσα στις διάφορες δομές κενός χώρος», συνεχίζει,. «Όλα τα μόρια είναι στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Καλή και χρήσιμη η τρισδιάστατη απεικόνιση για να κατανοήσουμε καλύτερα τη μορφή των οργάνων απουσία άλλων στοιχείων, αλλά αυτό πολλές φορές γίνεται εις βάρος της ρεαλιστικής απεικόνισης του φυσικού υλικού».
«Η πανδημία είναι το μόνο κίνητρο που με κρατά στη σχολή»
Τα γνωστικά κενά, επομένως, είναι αδύνατον να αποφευχθούν στο πλαίσιο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης των ιατρικών σχολών, γεγονός που όπως παραδέχεται ο κ. Γεωργάτος, εκτός από τους φοιτητές ανησυχεί και το διδακτικό προσωπικό, που κάνει ό,τι μπορεί για να τα ελαχιστοποιήσει όμως «υπάρχουν και όρια».
Μιλώντας στο in.gr, η Ερμιόνη Πέτκου σημείωσε ότι ορισμένοι καθηγητές του τμήματός της έχουν αναφέρει στους φοιτητές τους ότι, αν τους δινόταν η δυνατότητα, θα επωμίζονταν το ρίσκο της επιστροφής των προ-κλινικών ετών στις αίθουσες, προκειμένου να διασώσουν την κατάρτιση των μελλοντικών γιατρών.
Άλλωστε, η Covid-19 υπενθύμισε σε όλους μας την πραγματική σημασία της ιατρικής επιστήμης για τις κοινωνίες μας. Για την Ερμιόνη, η πανδημία ήταν ένα μάθημα για το «πόσο σημαντική είναι η υγεία, πόσο σοβαρός είναι ο χώρος μας, πόση υπευθυνότητα απαιτεί, πόση σημασία έχει εντέλει η ανθρώπινη ζωή, πώς όλα είναι ρευστά και δεν πρέπει να αφήνουμε τίποτα “στην πλάκα”. Όλο αυτό το χάος και οι δυσκολίες είναι το μόνο κίνητρο που με κρατάει αυτή τη στιγμή στη σχολή. Γιατί ξέρω ότι όσο μεγαλύτερη προσπάθεια καταβάλω τώρα, τόσο περισσότερους ανθρώπους ίσως μπορέσω να βοηθήσω στο μέλλον».
«Δεν μπορείς να μιλάς για την υγεία μόνο από μια αποστειρωμένη ακαδημαϊκή οπτική»
Από την πλευρά της, η Δήμητρα Παπανικολάου τονίζει: «Νομίζω ότι η πανδημία έδωσε σε όλους να καταλάβουν στην πράξη ότι για να προσεγγίσεις το θέμα της υγείας και της ιατρικής, δεν αρκεί η καθαρά ακαδημαϊκή γνώση και προσέγγιση. Αναδεικνύεται πόσο σημαντικός είναι και ο κοινωνικός ρόλος του γιατρού. Το να βγει και να πει ότι “ξέρετε, δεν γίνεται να μην υπάρχουν ΜΕΘ και να μην υπάρχει Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας” – που αρκετοί βγαίνουν και το λένε, ενώ άλλοι, που μπορεί να είναι και καθηγητές μας, δεν το κάνουν. Δεν μπορείς να μιλάς για υγεία μόνο από μια αποστειρωμένη ακαδημαϊκή οπτική γωνία. Η ιατρική είναι μια επιστήμη που αλληλοδιαπλέκεται πολύ και με την οικονομία και με τις πολιτικές επιλογές – και άρα δεν μπορείς να τη βλέπεις αποκομμένη».
«Θα έλθουν κι άλλες κρίσεις μετά τον κοροναϊό»
«Νομίζω ότι η πανδημία έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει την οπτική μας [για τον κοινωνικό ρόλο της ιατρικής και των γιατρών]», συμφωνεί ο κ. Γεωργάτος. «Τα διδάγματα είναι πολλαπλά: Πρώτον, κατανοήθηκε από όλους η αξία του δημόσιου συστήματος υγείας και εκτιμήθηκε η προσφορά των υγειονομικών στο κοινωνικό σύνολο. Δεύτερον, διαπιστώσαμε με επώδυνο τρόπο ότι καμία χώρα και καμία κοινωνική ομάδα δεν είναι “απομονωμένο νησί”, που υπάρχει και ζει ανεξάρτητα από τους άλλους. Τρίτον, αντιληφθήκαμε τι πάει να πει “υγειονομικός εθνικισμός” και οικονομικός ανταγωνισμός στο πεδίο της υγείας. Και τέταρτον, συνειδητοποιήσαμε ότι “των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν”. Θα έλθουν σίγουρα και άλλες κρίσεις, υγειονομικές, οικολογικές, από απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα. Δεν είναι το εξυπνότερο να λειτουργούμε με τον κανόνα του “βλέποντας και κάνοντας”».
«Δεν μπορεί να υπάρξει ποιοτική ιατρική εκπαίδευση χωρίς ενίσχυση του συστήματος υγείας»
Η σημερινή κατάσταση των Ιατρικών Σχολών είναι εξάλλου μια από τις επιπτώσεις του συγκεκριμένου κανόνα. Εν μέρει και επειδή, όπως υπογραμμίζει η Δήμητρα Παπανικολάου, ακόμη και ο εμβολιασμός του συνόλου των φοιτητών ιατρικών σχολών και η επιστροφή τους στα νοσοκομεία, σε καμία περίπτωση δεν εγγυάται τη βελτίωση του επιπέδου των σπουδών τους: «Ακόμη κι αν αύριο επιστρέφαμε στα νοσοκομεία, δεν θα υπήρχε κανένας να μας διδάξει», τονίζει. «Γιατί όλους τους γιατρούς των νοσοκομείων τους πηγαίνουν από εδώ και από εκεί για να γεμίσουν τα κενά στις ΜΕΘ, τρέχουν αλαφιασμένοι, οι ειδικευόμενοι μπορεί να εφημερεύουν ακόμη και τέσσερις φορές την εβδομάδα για να καλύψουν τα κενά».
«Οπότε δεν μπορεί να υπάρξει ποιοτική ιατρική εκπαίδευση, αν δεν ενισχυθεί ουσιαστικά και το σύστημα υγείας», καταλήγει. «Και δεν μπορούμε να βλέπουμε την εκπαίδευση ως κάτι αποκομμένο από την κατάσταση των δημόσιων συστημάτων υγείας».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις