Αθανάσιος Διάκος: Ανδρείος ωσάν Έλληνας
Η άρνηση του έλληνα οπλαρχηγού να αλλαξοπιστήσει και να συνεργαστεί με τον εχθρό είχε ως αποτέλεσμα την παραδειγματική τιμωρία και το μαρτυρικό θάνατό του, διά ανασκολοπισμού και επί πασσάλου
- Στους 217 οι νεκροί και ο αριθμός τους αναμένεται να αυξηθεί
- Κουρκουμίνη: «Χρυσάφι» για την υγεία των κατοικίδιων μας – Συνταγή για κουρκουμά
- «Η ιστορία δεν παραγράφεται» διαμηνύει η Αθήνα στον Έντι Ράμα
- Το βράδυ της Πέμπτης θα τοποθετούσαν τη βόμβα που εξερράγη στους Αμπελόκηπους - Ποιος ήταν ο στόχος
Ο θάνατος του Διάκου
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα,
καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
-Ουδ’ ο Καλύβας έρχεται, ουδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ-Βρυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ’ αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή ν’ εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
-Το στράτευμά μου σύναξε, μάσε τα παληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις φούχτες
γλήγορα και να πιάσωμε κάτω στην Αλαμάνα,
όπου ταμπούρια δυνατά έχει και μετερίζια.
Επήραν τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάναν’ έφτασαν κι’ έπιασαν τα ταμπούρια.
-Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά μη φοβηθήτε,
ανδρεία ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθήτε!
Εκείνοι εφοβήθηκαν κι’ εσκόρπισαν στους λόγγους.
Έμειν’ ο Διάκος στη φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες,
τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Σκίστηκε το τουφέκι του κι’ εγίνηκε κομμάτια,
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά ν’ εμπήκε,
έκοψε Τούρκους άπειρους κι’ εφτά μπουλουκμπασάδες.
Πλην το σπαθί του έσπασε ν’ απάν’ από τη χούφτα
κι’ έπεσ’ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι’ [ο] Ομέρ Βριώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
-Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξης,
να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης,
Κι’ εκείνος τ’ απεκρίθηκε και με θυμό του λέει:
-Πάτε κι’ εσείς και’ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθήτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ’ απεθάνω.
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνο πέντ’ έξι ημερών ζωή να μου χαρίστε,
όσο να φτάσ’ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας.
Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλίλμπεης με δάκρυα φωνάζει:
-Χίλια πουγγιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
ότι θα σβήση την Τουρκιά και όλο το Δοβλέτι.
Το Διάκο τον επήρανε και στο σουβλί τον βάλαν,
Ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.
Την πίστη τους τούς έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
– Εμέν’ αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη,
ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπιτάν Νικήτας,
αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το Δοβλέτι.
*Δημήτριος Σ. Λουκάτος, «Τα Πρώτα Τραγουδήματα του Εικοσιένα» (κείμενα του φιλέλληνα Claude Fauriel, περ. «Νέα Εστία», Αφιέρωμα στο ’21, Χριστούγεννα 1970).
Στις 23 Απριλίου 1821 (στις σχετικές πηγές απαντούν επίσης η 22α και η 24η Απριλίου) έχασε τη ζωή του στη Μάχη της Αλαμάνας ο οπλαρχηγός Αθανάσιος Διάκος, ο εθνικός ήρωας που με το βασανιστικό τέλος του συγκλόνισε αλλά και συνήγειρε τους συμπατριώτες του.
Γεννημένος το 1788 ή το 1791 στην καρδιά της Ρούμελης (στην Άνω Μουσουνίτσα ή, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, στην Αρτοτίνα), ο Αθανάσιος Γραμματικός (έτσι ονομαζόταν στην πραγματικότητα), γιος του Νικολάου Γραμματικού και εγγονός του αρματολού Αθανασίου Γραμματικού, έλαβε σε ηλικία δώδεκα ετών το μοναχικό σχήμα στη μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, πλησίον της Αρτοτίνας, και χειροτονήθηκε διάκονος ύστερα από μία πενταετία.
Η σύγκρουσή του με τους Τούρκους τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το ράσο και να καταφύγει στα βουνά, όπου ανδρώθηκε και έγινε ατρόμητο παλικάρι.
Ο Διάκος υπηρέτησε στη σωματοφυλακή του Αλή πασά και αποτέλεσε πρωτοπαλίκαρο του οπλαρχηγού Σκαλτσά και αργότερα του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Το 1820 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και οπλαρχηγός της Λιβαδειάς, την οποία απελευθέρωσε υψώνοντας στο κάστρο της τη σημαία της Επανάστασης.
Τον Απρίλιο του 1821 ο Διάκος και οι λιγοστοί άνδρες του αντιμετώπισαν στο ξύλινο γεφύρι της Αλαμάνας, κοντά στις Θερμοπύλες, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, επιχειρώντας να παρεμποδίσουν τη διάβαση του ποταμού Σπερχειού από τις κατά πολύ υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις.
Ύστερα από ηρωική και άνιση μάχη, ο Διάκος συνελήφθη τραυματίας και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στη Λαμία, όπου γράφτηκε το τελευταίο, άκρως θλιβερό αλλά και άκρως τιμητικό, κεφάλαιο του σύντομου βίου του.
Η άρνηση του έλληνα οπλαρχηγού να αλλαξοπιστήσει και να συνεργαστεί με τον εχθρό είχε ως αποτέλεσμα την παραδειγματική τιμωρία και το μαρτυρικό θάνατό του, διά ανασκολοπισμού και επί πασσάλου.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις