Ο Πούτιν αποσαφηνίζει τις «κόκκινες γραμμές» απέναντι στη Δύση
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν ξεκαθάρισε τις «κόκκινες γραμμές» της Ρωσίας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ορίσει μια διέξοδο διαλόγου με τις ΗΠΑ
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι θαυμαστής του Ράντιγιαρντ Κίπλιγνκ. Αυτή είναι μία από τις βασικές ειδήσεις που βγήκαν από την ομιλία του στις 21 Απριλίου 2021 ενώπιον της Ομοσπονδιακής Συνέλευσης, και στην οποία εμμέσως πλην σαφώς παραλλήλισε τις ΗΠΑ με τη Σιρ Χαν, τη βασιλική τίγρη της Βεγγάλης, και τους συμμάχους τους με τα ταμπακί, τα ινδικά τσακάλια. Βεβαίως δεν προσδιόρισε με ποιο από τα ζώα του Κίπλινγκ θα ταύτιζε με τη Ρωσία.
Οι κόκκινες γραμμές και η αποφυγή «μεγάλων εξαγγελιών»
Παρότι ένα μεγάλο μέρος της ομιλίας ήταν αφιερωμένο στην πανδημία και την αντιμετώπισή της, στα μέτρα κοινωνικής προστασίας και ενίσχυσης της δημόσιας παιδείας αλλά και στην οικονομική ανάπτυξη, κάτι αναμενόμενο εάν αναλογιστούμε ότι ο Πούτιν γνωρίζει ότι κινδυνεύει περισσότερο από την κοινωνική δυσαρέσκεια παρά από τυχόν διαφωνίες για την εξωτερική πολιτική, εντούτοις υπήρχαν και σαφή μηνύματα προς τη Δύση.
Μπορεί να μην επιβεβαίωσε διάφορες φήμες που είχαν ακουστεί τις προηγούμενες μέρες για κάποια κίνηση τομή, εντούτοις προτίμησε κυρίως να στείλει το μήνυμα ότι «υπάρχουν κόκκινες γραμμές».
Δεν είναι τυχαίο επέλεξε να αναφερθεί στο σχέδιο πραξικοπήματος εναντίον του προέδρου της Λευκορωσίας Αλεξάντερ Λουκασένκο και να το αποδώσει εμμέσως πλην σαφής στη Δύση, συγκρίνοντάς το μάλιστα με τα όσα είχαν γίνει στην Ουκρανία το 2013-2014 και όσα έχουν κατά καιρούς γίνει στη Βενεζουέλα.
Η διατύπωση που χρησιμοποίησε δεν παρέπεμπε απλώς σε κάποια δυσανεξία της Ρωσίας για τις προσπάθειες να ανατραπούν σχετικά φιλικά καθεστώτα. Κυρίως αποτύπωνε μια εξαρχής οριοθέτηση mε τη λογική της βίαιης «αλλαγής καθεστώτος». Δηλαδή, για τη Ρωσία δεν μπορούν να οργανώνονται πραξικοπήματα και ανάλογες βίαιες μορφές παρέμβασης στα εσωτερικά χωρών, όποια γνώμη και εάν έχουμε για την πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό τους και το ποιόν των ηγετών τους.
Και βέβαια η επιμονή στη θέση αυτή έχει να κάνει και με τον τρόπο που εισπράττει η Ρωσία την πίεση για την υπόθεση Ναβάλνι που κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση, την ώρα που κατά τη γνώμη τους άλλες επιθετικές ενέργειες όπως το καταγγελλόμενο πραξικόπημα στη Λευκορωσία αποσιωπώνται. Εξ ου και η επιμονή του Πούτιν να αναφέρεται σε αυτό αναλυτικά.
Την ίδια στιγμή δεν ήταν τυχαία η αποστροφή του για το πώς διάφορες χώρες στρέφονται κατά της Ρωσίας ως μια «ρουτίνα». Και ήταν σε αυτό το σημείο που υπογράμμισε ότι η στάση της Ρωσίας δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αδυναμία και ότι υπάρχουν «κόκκινες γραμμές» που δεν πρέπει να τις περάσουν άλλες χώρες χωρίς να διευκρινίσει ποιες είναι αυτές. Απλώς διευκρίνισε ότι θα είναι η Ρωσία αυτή που θα το κρίνει.
Και ήταν σε αυτό το πλαίσιο που δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει την αναβάθμιση των ρωσικών οπλικών συστημάτων ως να ήθελε να υπογραμμίσει ότι η Ρωσία έχει πια τη δυνατότητα να διεξάγει πολύ μεγάλες και πολύ μεγάλης αποτελεσματικότητας επιθέσεις. Ταυτόχρονα, όμως, διατύπωσε και μια πρόταση ουσιαστικά για μια διαδικασία διαλόγου και συμφωνίας πάνω στα ζητήματα εξοπλισμών που αντί να περιορίζεται, όπως οι μέχρι τώρα συζητήσεις και συμφωνίες κυρίως στα στρατηγική (δηλαδή πυρηνικά) οπλικά συστήματα, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλα τα αμυντικά και επιθετικά συστήματα που μπορούν να έχουν «στρατηγικές στοχεύσεις» ανεξαρτήτως της μορφής τους.
Οι εστίες έντασης και οι αντιρωσικοί πειρασμοί στις ΗΠΑ
Το γεγονός ότι ο Πούτιν δεν έκανε κάποια πιο δραματική εξαγγελία όπως και το ότι συμμετείχε κανονικά στην τηλεσύνοδο κορυφής για το κλίμα, σε συνδυασμό με τη μερική αποχώρηση ρωσικών ενόπλων δυνάμεων μετά την ολοκλήρωση της άσκησής τους κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, δείχνει ότι η Ρωσία αυτή τη φάση θέλει διαμορφώσει όρους μιας διεξόδου που να έχει ορίζοντα τον διάλογο.
Αυτό έχει να κάνει και τις ταλαντεύσεις και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αλλά και άλλων χωρών. Παρότι ο ίδιος ο Μπάιντεν και το επιτελείο του έχουν πάρει πιο σκληρές θέσεις απέναντι στη Ρωσία σε σχέση με τους προκατόχους της, επιστρέφοντας στην πολιτική που διαμορφώθηκε επί των κυβερνήσεων Ομπάμα, εντούτοις δεν έχει πλήρως αποσαφηνιστεί η κατεύθυνση.
Σίγουρα ένα σημαντικό μέρος αυτών που συμμετέχουν στη χάραξη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έχουν μιας σαφώς αντιρωσική τοποθέτηση. Δεν είναι τυχαίο ότι πρόσωπα που είχαν κομβικό ρόλο στην εκκίνηση της επιδείνωσης των αμερικανορωσικών σχέσεων, όπως η Βικτόρια Νούλαντ που χειρίστηκε την ουκρανική κρίση του 2014, επανέρχονται στο προσκήνιο.
Όμως, δεν είναι εύκολο για την αμερικανική εξωτερική πολιτική να κινηθεί χωρίς κόστος επιθετικά και απέναντι στη Ρωσία και απέναντι στην Κίνα, ιδίως σε μια περίοδο που ο Τζο Μπάιντεν θέλει να προωθήσει ένα φιλόδοξο σχέδιο εσωτερικής οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης και να διασφαλίσει την πρωτοκαθεδρία του δολαρίου, στόχοι που δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορούσαν να προωθηθούν μέσα σε ένα κλίμα μεγάλων γεωπολιτικών εντάσεων και ακόμη μεγαλύτερου κατακερματισμού του διεθνούς συστήματος.
Την ίδια στιγμή σε όλα αυτά μετράει και η πραγματική συνθήκη στο ίδιο το πεδίο των αντιθέσεων. Πέραν ρητορικών εκκλήσεων το ΝΑΤΟ δεν θα μπορούσε να κινηθεί στο πλευρό της Ουκρανίας σε περίπτωση σύρραξης, καθώς κάτι τέτοιο είναι πέραν των αποφάσεων που μπορεί να πάρει, κάτι που σημαίνει ότι ο συσχετισμός υπέρ της Ρωσίας θα ήταν μάλλον σαφής.
Φυσικά όλα αυτά δεν αναιρούν ότι σε ένα επίπεδο «χαμηλότερων» διακυβευμάτων οι ΗΠΑ θα επιμείνουν σε μια τακτική φθοράς σε βάρος της Ρωσίας, με τη διαρκή ανάδειξη θεμάτων όπως είναι υπόθεση Ναβάλνι ή η αξιοποίηση ζητημάτων όπως η υποτιθέμενη ρωσική ανάμειξη στην έκρηξη σε αποθήκη πυρομαχικών στην Τσεχία το 2014 που σήμερα αποτελεί την αφετηρία μιας μείζονος διπλωματικής κρίσης.
Η αποκλιμάκωση στην Ουκρανία
Ιδιαίτερη σημασία είχαν οι εξελίξεις στην Ουκρανία. Ένα στοιχείο που συχνά απουσιάζει από την ρητορική των τελευταίων ημερών είναι ότι την πρωτοβουλία για την τελευταία κρίση την είχε η ουκρανική κυβέρνηση. Ο Ζελένσκι που δείχνει να θέλει να παίξει το χαρτί του εθνικισμού πήρε την πρωτοβουλία να στείλει στρατεύματα και βαρύ οπλισμό κοντά στη ζώνη των συγκρούσεων στο Ντονμπάς.
Οι κινήσεις αυτές ουσιαστικά αποσκοπούσαν στο να προκαλέσουν τη Ρωσία σε μια επιθετική ενέργεια, που με τη σειρά της θα ενεργοποιούσε τα αντανακλαστικά της Δύσης ώστε αυτή να παρέμβει πιο αποφασιστικά στο πλευρό της Ρωσίας, πιθανώς και με ευρωπαϊκές αποφάσεις π.χ. για διακοπή του αγωγού Nord Stream 2 στην κατασκευή του οποίου αντιδρά η Ουκρανία.
Η ρωσική αντίδραση πήρε τη μορφής τη μορφή της επίδειξης δύναμης μέσα από τη διοργάνωση μεγάλων στρατιωτικών ασκήσεων που επέτρεψαν στη Μόσχα να δείξει ότι εάν η σύγκρουση ξεφύγει πέραν των ορίων, τότε έχει τη δυνατότητα να χτυπήσει την Ουκρανία με τρόπο συντριπτικό. Με αυτόν τρόπο έδειχνε στις ΗΠΑ ότι στο τέλος δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν τη σύμμαχό τους, την οποία και έπρεπε να «νουθετήσουν», στην Ευρώπη πως οι επιλογές της έχουν κόστος και στους κατοίκους στο Ντονμπάς ότι δεν τους εγκαταλείπουν.
Παρότι η ουκρανική πλευρά μπορεί να θεωρεί ότι εν μέρει πέτυχε τους στόχους της, με δεδομένο το εύρος των τοποθετήσεων υπέρ της, όμως η Ρωσία μπόρεσε να πετύχει κάτι μάλλον πιο σημαντικό: να αποτρέψει το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής ένοπλης αντιπαράθεσης με την Ουκρανίας, εφόσον η τελευταία έλαβε το μήνυμα ότι τυχόν ουκρανική επίθεση στο Ντονέτσκ και στο Λουχάνσκ θα πυροδοτούσε μια ρωσική αντίδραση με καταστροφικές επιπτώσεις συνολικά για τη χώρα.
Στο βαθμό που οι στόχοι επιτεύχθηκαν η Ρωσία ολοκλήρωσε τις ασκήσεις και ανακοίνωσε την αποχώρηση των δυνάμεων που είχαν μετακινηθεί προς τα ουκρανικά σύνορα, διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο και το ενδεχόμενο μιας πιο πολιτικής συζήτησης και διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ και τη Δύση, έστω και εάν αυτό φαντάζει δύσκολο με βάση τη σημερινή πολιτική κατάσταση στην Ουάσιγκτον.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις