Ξαναγυρνώντας στη σκέψη του Αντόνιο Γκράμσι
Στις 27 Απριλίου 1937 πέθαινε ο Αντόνιο Γκράμσι. Όμως, ακόμη δεν έχουμε πλήρως αναμετρηθεί με τον πλούτο της σκέψης του
Κατά μια παραπάνω από τραγική σύμπτωση ο Γκράμσι ξεκίνησε να ψυχορραγεί την ώρα που τα ναζιστικά αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν την Γκερνίκα στις Απριλίου 1937. Την επόμενη μέρα όντως ο εγκέφαλος του Γκράμσι σταμάτησε να λειτουργεί, θυμίζοντας το ανατριχιαστικό σχετικό αίτημα του εισαγγελέα στη δίκη του: «Πρέπει να κάνουμε αυτόν τον εγκέφαλο να σταματήσει να λειτουργεί». Όμως η σκέψη του Γκράμσι δεν σταμάτησε να λειτουργεί, να είναι ενεργή, δραστική και επιδραστική, και την ίδια στιγμή να παραμένει σε σημαντικές πλευρές της άγνωστη.
Είναι αλήθεια ότι η επικαιρότητα της σκέψης του Αντόνιο Γκράμσι ανακοινώθηκε πολλές φορές τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, ήδη από τις πρώτες μεταπολεμικές εκδόσεις των κειμένων του. Αυτήν επικαλέστηκε ο Τολιάττι όταν θέλησε να δικαιολογήσει τον μεταρρυθμισμό της δικής του πρότασης για έναν «εθνικό δρόμο για τον σοσιαλισμό». Αυτήν επικαλέστηκαν όλες οι παραλλαγές του ευρωκομμουνισμού για να υπερασπιστούν τη δική τους εκδοχή «δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό». Αυτήν επικαλούνται ακόμη και σήμερα όσοι προσπαθούν να παρουσιάσουν ως διέξοδο για την αριστερά μια ορισμένη εκδοχή «αριστερού λαϊκισμού». Την ίδια στιγμή διαπιστώνουμε το παράδοξο όλοι να επικαλούνται έννοιες, πιο σωστά λέξεις, του Γκράμσι, την ίδια ώρα που στην πραγματικότητα αυτός διαβάζεται στον ελάχιστο βαθμό.
Άρα το πρώτο πράγμα είναι όντως μια επιστροφή στο ίδιο το έργο του Γκράμσι, αυτή την εκπληκτική, αναγκαστικά ανολοκλήρωτη συνεισφορά στη ριζική επαναθεμελίωση μιας επαναστατικής πολιτικής στις συνθήκες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, που έγινε μέσα στις τραγικές συνθήκες της φυλάκισης αλλά και με την εντυπωσιακή αυτοκυριαρχία κάποιου που γνωρίζει ότι το γράψιμο είναι και ο τρόπος να αντιπαλέψει τις μοριακές αλλαγές που έφερνε τόσο η φυλάκιση όσο και οι επιπτώσεις της ήττας.
Γιατί αυτή η επιστροφή θα μας δείξει ορισμένα πράγματα. Όχι, ο Γκράμσι δεν είναι ο θεωρητικός της συναίνεσης σε αντιδιαστολή προς την κυριαρχία. Δεν είναι κάποιος που στοχάστηκε τον ειρηνικό δρόμο. Δεν είναι κάποιος που ασχολήθηκε γενικά με τον πολιτισμό ή το εποικοδόμημα και όχι με την οικονομία. Δεν είναι ούτε κάποια παραλλαγή του Λένιν ούτε το ακριβώς αντίθετο.
Ποιος ήταν ο Γκράμσι;
Τι είναι επομένως ο Γκράμσι; Ένας κομμουνιστής ηγέτης, που είδε την τεράστια δυναμική της κόκκινης διετίας στο Τορίνο αλλά και την άνοδο του φασισμού ως μαζικού κινήματος, συμμετείχε στα όργανα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, πρόλαβε τη Μόσχα των συζητήσεων για το Ενιαίο Μέτωπο και των αναζητήσεων της προλετκούλτ καθώς και την αγωνία του Λένιν για μια «πολιτιστική επανάσταση», είδε εκεί την εκτεταμένη προεπαναστατική και μετεπαναστατική χρήση της έννοιας της ηγεμονίας και επέστρεψε για να αναλάβει την ηγεσία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος για να βρεθεί φυλακισμένος από φασιστικό ιταλικό καθεστώς και αποφασισμένος να κάνει ένα έργο für ewig όπως έγραψε το Μάρτιο του 1927 στην Τάνια Ζουχτ.
Στη φυλακή ο Γκράμσι, που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, δεν κατορθώνει να γράψει ολοκληρωμένα έργα. Αφήνει, όμως, τα Τετράδια της Φυλακής, δηλαδή τις σημειώσεις του, ένα έργο μοναδικό, παλίμψηστο, ανολοκλήρωτο και εξαιρετικά πλούσιο.
Ποια είναι τα θέματα που τον απασχολούν και γιατί παραμένει επίκαιρος
Αναμετρήθηκε μέσα από την έννοια της ηγεμονίας με όλη τη συνθετότητα του τρόπου με τον οποίο αρθρώνεται η εξουσία και αναπαράγεται η ταξική κυριαρχία στους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Πήρε μια έννοια από τη συζήτηση της ρωσικής αριστεράς, προεπαναστατική αλλά και μετεπαναστατική, την ηγεμονία, και τη διεύρυνε από την απλή αναφορά στην οικοδόμηση συμμαχιών σε ένα πρωτότυπο σχήμα για την άσκηση εξουσίας στην αστική εποχή. Η ηγεμονία στον Γκράμσι δεν είναι απλώς η «συναίνεση» απέναντι στον εξαναγκασμό. Δεν είναι η ιδεολογία σε αντιδιαστολή με την καταστολή. Δεν είναι η πολιτιστική πρωτοκαθεδρία σε αντιδιαστολή με την πολιτική κυριαρχία. Δεν αφορά την κοινωνία των πολιτών σε αντιδιαστολή προς το κράτος. Η ηγεμονία για τον Γκράμσι είναι η προσπάθειά του να προσεγγίσει τις μορφές εξουσίας και κυριαρχίας στον ώριμο καπιταλισμό και σε αυτή τη βάση να στοχαστεί την επαναστατική στρατηγική, τη στρατηγική της προλεταριακής ηγεμονίας. Γι’ αυτό και συνδέεται με την κομβική έννοια του ολοκληρωμένου κράτους (stato integrale), που περιλαμβάνει τόσο τον κρατικό μηχανισμό και την πολιτική κοινωνία όσο και την κοινωνία των πολιτών και παραπέμπει στο πλήρες ξεδίπλωμα των πρακτικών της ηγεμονίας.
Οι έννοιες που αναφέρονται στην οπτική του «ολοκληρωμένου κράτους» είναι δυναμικές, συμπυκνώνουν την ανάδυση και εξέλιξη της αστικής εξουσίας, το πέρασμα από την αρχική εμφάνιση της νεωτερικής «κοινωνίας των πολιτών», με όλες τις οικονομικές αλλά και πολιτικές και ιδεολογικές μορφές (ταυτόχρονα την εμφάνιση των καπιταλιστικών οικονομικών μορφών, της αγοράς αλλά και μιας σύγχρονης «σφαίρας της δημοσιότητας», εκείνο που η κλασική πολιτική φιλοσοφία όρισε ως «κοινωνία των πολιτών»), στη θεσμοθέτηση και ενσωμάτωσή τους σε μια νέα, αναδυόμενη αστική πολιτική και κρατική μορφή, ως σύγχρονων πολιτικών θεσμών (ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους κατά τον Αλτουσέρ) –αυτό που ο Γκράμσι ορίζει ως πολιτική κοινωνία – και άρα ως τμήμα μιας διευρυμένης κρατικής λειτουργίας που συνδυάζει αναπαραγωγή και κυριαρχία. Αυτό σημαίνει ότι και η ηγεμονία ως αποτέλεσμα δεν προκύπτει απλώς από τη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Γκράμσι είναι σε θέση να αντιληφθεί την ιδιαίτερη διαλεκτική κοινωνικού και πολιτικού μέσα στην αστική κοινωνία και τις επιπτώσεις της για τη θεωρητική προσέγγιση, ιδίως εάν δούμε το κράτος ως ένα σύνολο πρακτικών και δραστηριοτήτων. Είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ορισμό του κράτους που είναι πληθυντικός και σχεσιακός, που υπερβαίνει ακόμα και τα όρια μιας έννοιας κρατικού μηχανισμού, φέρνοντάς μας πολύ κοντά στην αντίληψη του Πουλαντζά για το κράτος ως συμπύκνωση ενός ταξικού συσχετισμού δύναμης.
Στην εποχή μας, εποχή μεταβατική, στην επαύριον όχι απλώς μιας οικονομικής κρίσης, αλλά μιας κρίσης ηγεμονίας, κρίσης δηλαδή ενός συνόλου τρόπων άσκησης της πολιτικής, όλα αυτά αποκτούν εξαιρετική επικαιρότητα. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο αποκτούν ξεχωριστή επικαιρότητα και οι αναλύσεις του για τον καισαρισμό και τον βοναπαρτισμό, δηλαδή όλα εκείνα τα φαινόμενα όπου μέσα σε συνθήκη βαθιάς «οργανικής» πολιτικής κρίσης, μιας καταστροφικής ισορροπίας δυνάμεων, που παίρνει και τη μορφή απομάκρυνσης κοινωνικών τάξεων από τα παραδοσιακά τους κόμματα, οδηγούν σε πολιτικές λύσεις οι οποίες, παρότι ξεκινούν εξωτερικά προς τη δοσμένη διάταξη πραγμάτων, εντούτοις καταλήγουν μόνο αυτές να μπορούν να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Παρόλο που η κλασική μορφή του καισαρισμού περιλαμβάνει και μια χαρισματική προσωπικότητα, ο Γκράμσι σπεύδει να αναφέρει και το ενδεχόμενο ενός καισαρισμού χωρίς καίσαρα: «Μπορούμε να έχουμε μια καισαριστική λύση ακόμη και χωρίς καίσαρα, χωρίς κάποια “ηρωική” και αντιπροσωπευτική προσωπικότητα. Το κοινοβουλευτικό σύστημα έχει το ίδιο προσφέρει έναν μηχανισμό για τέτοιες λύσεις και συμβιβασμούς» (Q13, §27).
Για τον Γκράμσι, στην εποχή που η αστική ηγεμονία παίρνει τη μορφή της παθητικής επανάστασης, δηλαδή όχι πλέον μιας «επαναστατικής» προσπάθειας να εμπνεύσει με ένα όραμα αλλά μιας «μοριακής» σειράς μετατοπίσεων και μετασχηματισμών, που τμήμα τους ήταν και η προσπάθεια να αποδιαρθρωθούν οι συλλογικές αναπαραστάσεις και πρακτικές των λαϊκών τάξεων και να ενσωματωθούν στην κυρίαρχη στρατηγική (σε όλο το φάσμα των πρακτικών από την οργάνωση της παραγωγής, τη μαζική κατανάλωση, τη μαζική κουλτούρα, αλλά και μέσα από τον αναπτυγμένο κοινοβουλευτισμό και το ξεδίπλωμα των «μηχανισμών της ηγεμονίας»), η επαναστατική στρατηγική αναγκαστικά θα πάρει τη μορφή του πολέμου θέσεων, δηλαδή μιας προσπάθειας να οικοδομηθούν οι θεσμοί και οι πρακτικές μιας αντίπαλης ηγεμονίας και όχι απλώς η διεκδίκηση της κρατικής εξουσίας.
Έτσι, ο πόλεμος θέσεων εντάσσεται σε έναν ευρύτερο αναστοχασμό της επαναστατικής στρατηγικής. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Γκράμσι σε διάφορα ζητήματα διαφοροποιείται από τις στρατηγικές αμηχανίες τόσο της Γ΄ Διεθνούς όσο και των «αριστερών αντιπολιτεύσεων». Γι’ αυτό και συνδέει την αντίληψη της Λούξεμπουργκ για τη γενική απεργία, το σχήμα του Τρότσκι και τον πόλεμο κινήσεων, σε μια ακολουθία που θεωρεί ότι τελευταία εφαρμογή είχε στη Ρωσική Επανάσταση. Με αυτή την έννοια, ο στοχασμός του είναι όντως κοντά στην προβληματική του ενιαίου μετώπου, με τον τρόπο που το στοχάστηκε και ο Λένιν.
Η στρατηγική για την ηγεμονία
Κατά συνέπεια, η οικοδόμηση της εργατικής ηγεμονίας δεν μπορεί παρά να είναι μια επίμονη διαδικασία γείωσης στην κοινωνία, οικοδόμησης παράλληλων θεσμών, επίμονης τροποποίησης του «κοινού νου». Εάν η αστική τάξη κατάφερε να οργανώσει την άνοδό της στην κυριαρχία και την ηγεμονία της μέσα από τον τρόπο που οργανώνει την κοινωνία των πολιτών και διαμορφώνει τη σύγχρονη πολιτική κοινωνία και τελικά στο κράτος, έπεται ότι για την εργατική τάξη και την οργάνωση της δικής της ηγεμονίας δεν αρκεί απλώς η «πολιτικοστρατιωτική» προετοιμασία για την εξέγερση και την επίθεση στην «καρδιά του κράτους». Απαιτείται η οργάνωση όλων των θεσμών της εργατικής (αντι)ηγεμονίας: η ανάδυση μιας εναλλακτικής αφήγησης για το προς τα πού πρέπει να κινηθεί μια χώρα, συμπεριλαμβανομένου ενός ανταγωνιστικού προς τον καπιταλισμό παραγωγικού προτύπου, η επεξεργασία μιας πολιτικής συμμαχιών που να εξασφαλίζει ότι ευρύτερα κοινωνικά στρώματα αναγνωρίζουν την επίλυση των δικών τους προβλημάτων στη στρατηγική και την ηγεσία της εργατικής τάξης, η επεξεργασία και ανάδυση ενός εθνικού-λαϊκού πολιτισμού (που περιλαμβάνει και την επανοικειοποίηση της εθνικής κουλτούρας ιδίως στον βαθμό που αυτή αντανακλά τις πολιτισμικές πρακτικές των υποτελών τάξεων), το ξεδίπλωμα μορφών οργάνωσης, συγκρότησης και αναπαραγωγής αυτής της στρατηγικής, οι θεσμοί της εργατικής ηγεμονίας, και φυσικά ο ρόλος του κόμματος ως ακριβώς του «σύγχρονου ηγεμόνα».
Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να δούμε και τις αναφορές του Γκράμσι ότι μια τάξη δύναται να είναι ηγεμονική στην κοινωνία των πολιτών πριν γίνει και κυρίαρχη: όχι με μια ρεφορμιστική αντίληψη της αργής κατάκτησης μιας εθνικής «πολιτιστικής ηγεμονίας», αλλά ως πλευρά μιας σύγχρονης αντίληψης της «δυαδικής εξουσίας», ως ανάδυσης δηλαδή των νέων κοινωνικών και πολιτικών μορφών μέσα από την κλιμάκωση των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να δούμε και την κεντρικότητα της έννοιας του ιστορικού μπλοκ. Δεν πρόκειται για κάποια περιγραφική αλλά για μια στρατηγική έννοια. Δεν αναφέρεται σε κάποια κοινωνική συμμαχία αλλά στο τι σημαίνει διαμόρφωση όρων ηγεμονίας. Δεν αναφέρεται απλώς στη σχέση ανάμεσα σε βάση και εποικοδόμημα αλλά –και κύρια– στις διαδικασίες, πρακτικές και συνθήκες (με την έννοια της οικονομίας, της πολιτικής, της ιδεολογίας και της μαζικής πολιτικής διανοητικότητας) που ανοίγουν τον δρόμο για μια νέα ηγεμονία και κατά συνέπεια τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Όμως αυτό απαιτεί και πρακτικές συλλογικού στοχασμού. Αντίθετα, ο Γκράμσι έχει ξεχωριστή σημασία ακριβώς γιατί είναι ο κατεξοχήν στοχαστής της διανοητικότητας στην πολιτική. Γι’ αυτό και λέει ότι «κάθε σχέση “ηγεμονίας” είναι αναγκαστικά μια σχέση παιδαγωγική» (Q10, §44).Η προσπάθεια για μια νέα προλεταριακή ηγεμονία απαιτεί την ανάδυση νέων μετασχηματισμένων μορφών διανοητικότητας, έναν μετασχηματισμένο «κοινό νου» και πάνω απ’ όλα για νέα στρώματα διανοουμένων. Για τον Γκράμσι, η διαδικασία διαμόρφωσης των νέων διανοουμένων στο κίνημα της εργατικής τάξης είναι μια συλλογική και μαζική διαδικασία που στο τέλος αποσκοπεί να υπερβεί τη διάκριση διανοουμένων και μη διανοουμένων μέσα από μια αντίληψη μαζικής πολιτικής διανοητικότητας: «Ότι όλα τα μέλη ενός πολιτικού κόμματος πρέπει να θεωρούνται διανοούμενοι είναι μια θέση που εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε κοροϊδία και καρικατούρες. Όμως εάν το σκεφτεί κανείς, τίποτα δεν μπορεί να είναι περισσότερο ακριβές» (Q12, §]). Το πολιτικό κόμμα είναι κατεξοχήν ένα κριτικό εργαστήριο των νέων μορφών διανοητικότητας.
Η πραγματική επικαιρότητα
Η σκέψη του Γκράμσι χρησιμοποιήθηκε με διάφορους τρόπους. Συχνά και ως άλλοθι. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί τον πλούτο της. Όπως και το γεγονός ότι προσφέρει ένα μέτρο σύγκρισης για να αναλογιστεί κανείς την ουσιώδη ανεπάρκεια των σύγχρονων πολιτικών σχηματισμών που διεκδικούν να εκπροσωπήσουν αιτήματα μετασχηματισμού της κοινωνικής πραγματικότητας και εκπροσώπησης των υποτελών τάξεων.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις