Alpha Bank: Πώς επηρέασε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας η πανδημία
Επιβάρυνση στις καθαρές οικονομικές συναλλαγές της χώρας. Παραμένει επεκτατική η δημοσιονομική πολιτική στην ευρωζώνη
Μια από τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, το 2020, ήταν η επιβάρυνση των καθαρών οικονομικών συναλλαγών της χώρας μας με τον υπόλοιπο κόσμο, αναφέρει η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων.
Επίσης, κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών της ευρωζώνης για το 2021, προβλέποντας ότι θα παραμείνει επεκτατική. Αναμένει, ωστόσο, ότι, καθώς υλοποιούνται τα προγράμματα εμβολιασμού των Ευρωπαίων πολιτών, θα ξεκινήσει η σταδιακή κατάργηση των προσωρινών μέτρων στήριξης των οικονομιών.
Επιπλέον, η αναμενόμενη χρηματοδότηση από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility, RRF) εκτιμάται ότι θα προσφέρει επιπρόσθετη δημοσιονομική στήριξη και θα συνεισφέρει σημαντικά στην ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών, συμβάλλοντας στη σταδιακή μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Το πλήγμα στον τουρισμό
Αναφορικά με τις καθαρές οικονομικές συναλλαγές της χώρας, η Alpha Bank αναφέρει ότι το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) κατέγραψε έλλειμμα της τάξης του 6,7% του ΑΕΠ (Ευρώ 11,1 δισ.), έναντι 1,5% του ΑΕΠ, το 2019 (Ευρώ 2,7 δισ.).
Το γεγονός αυτό οφείλεται, πρωτίστως, στη συρρίκνωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών, κατά 65,5%, ως αποτέλεσμα του περιορισμού στις μετακινήσεις εξαιτίας της πανδημίας, της αναστολής της λειτουργίας του τουριστικού κλάδου, για μεγάλο χρονικό διάστημα του έτους, και της επακόλουθης πτώσης των τουριστικών εισπράξεων κατά 76,2%.
Η εν λόγω πτώση, ωστόσο, αντισταθμίστηκε, σε σημαντικό βαθμό, από τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών κατά 18,9%, η οποία προήλθε από τις μειωμένες εισαγωγές αγαθών (-14,2%) και κυρίως των καυσίμων (-34,1%).
Πιο αναλυτικά, στην παραδοσιακή περίοδο αιχμής της τουριστικής κίνησης, δηλαδή στο διάστημα ΜαΐουΣεπτεμβρίου του 2020, ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας δεν ακολούθησε το εποχικό πρότυπο, όπως αυτό αποτυπώνεται για το έτος 2019.
Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα του 2019, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε πλεονάσματα, πρωτίστως, λόγω των καλών επιδόσεων του τουρισμού και του πλεονασματικού ισοζυγίου υπηρεσιών.
Τους αντίστοιχους μήνες του 2020, ωστόσο, το ισοζύγιο του εξωτερικού τομέα ήταν ελλειμματικό εξαιτίας της πανδημίας Covid-19 και των μέτρων περιορισμού στις μετακινήσεις που ήταν σε εφαρμογή και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τις περιορισμένες ταξιδιωτικές εισπράξεις.
Το τελευταίο αντανακλάται στον εντονότερο, ετήσιο ρυθμό πτώσης των συνολικών εξαγωγών, κατά το διάστημα Μαΐου-Σεπτεμβρίου 2020, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο ρυθμό μείωσης των συνολικών εισαγωγών.
Δείκτες Ανταγωνιστικότητας
Παρά το γεγονός ότι η επίπτωση της πανδημικής κρίσης στη διεθνή ζήτηση αποτέλεσε τον κυρίαρχο προσδιοριστικό παράγοντα στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας, αξίζει να εξετάσουμε τυχόν απώλειες ανταγωνιστικότητας, κατά τo προηγούμενο έτος, αναφέρουν οι αναλυτές.
Η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (Real effective exchange rate-REER) αποτελεί έναν δείκτη μέτρησης της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας, σε σύγκριση με τους κύριους εμπορικούς εταίρους της, είτε ως προς τις τιμές (σύμφωνα με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), είτε ως προς το κόστος εργασίας (με βάση το Κόστος Εργασίας ανά μονάδα προϊόντος).
Οι μεταβολές του δείκτη εξαρτώνται όχι μόνο από τις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών αλλά και από τις τάσεις του κόστους εργασίας, ή των τιμών, ενώ η πτώση του συνεπάγεται την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας.
Kατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας και πιο συγκεκριμένα μεταξύ 2012 και 2016, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας ισχυροποιήθηκε και, μάλιστα εντονότερα, σε όρους κόστους εργασίας.
Το γεγονός αυτό αποδίδεται, κυρίως, στην πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που αποτέλεσε δομικό στοιχείο των πρώτων προγραμμάτων προσαρμογής.
Τη διετία 2017-2018, παράλληλα με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα, παρατηρήθηκε μερική απώλεια της ανταγωνιστικότητας, τόσο σε όρους τιμών, όσο και σε όρους κόστους εργασίας, η οποία ωστόσο ανακτήθηκε το 2019.
Η υποχώρηση των δύο δεικτών, το 2019, αντανακλά αφενός τη βραδύτερη, σε σύγκριση με τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους, άνοδο του εγχώριου κόστους εργασίας, αλλά και τον πιο υποτονικό πληθωρισμό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2020, ο δείκτης REER, με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αυξήθηκε εκ νέου, κατά 3%, καθώς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα κατέγραψε εντονότερο ρυθμό ανόδου, σε σύγκριση με τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους.
Η εν λόγω επιδείνωση συνδέεται τεχνικά με την πτώση της εγχώριας παραγωγικότητας της εργασίας, καθώς το 2020 η διατήρηση των θέσεων απασχόλησης συνδυάστηκε με μεγάλη πτώση του παραγόμενου προϊόντος, εξαιτίας της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που τέθηκαν σε εφαρμογή.
Αντίθετα, ο αντίστοιχος δείκτης με βάση τους σχετικούς δείκτες τιμών καταναλωτή, υποχώρησε οριακά το 2020, κατά 0,2%, σε ετήσια βάση, παρά την ανατίμηση του Ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, της στερλίνας και άλλων νομισμάτων, καθώς η επίδρασή της επί της ανταγωνιστικότητας υπεραντισταθμίστηκε από τον αρνητικό εγχώριο πληθωρισμό.
Συγκεκριμένα, ο ΕνΔΤΚ, το 2020, μειώθηκε κατά 1,3% στην Ελλάδα, έναντι αύξησης 0,7% στην ΕΕ-27, λόγω της μειωμένης ζήτησης εξαιτίας της πανδημίας, αλλά και των μειωμένων τιμών της ενέργειας.
Παράλληλα, ο ΕνΔΤΚ αυξήθηκε, το 2020, σε μεγάλες οικονομίες που συμπεριλαμβάνονται στο δείκτη REER, μεταξύ των 37 κυριότερων εμπορικών εταίρων της Ελλάδας, όπως οι ΗΠΑ (+1,2%), ο Καναδάς (+0,7%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (+0,9%) (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, World Economic Outlook, Απρίλιος 2021).
Ζώνη του Ευρώ – Εξέλιξη Δημoσιονομικών Μεγεθών 2020
Σύμφωνα με την Eurostat, το 2020, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ (ΖτΕ) ανήλθε σε 820,4 δισ. ευρώ (7,2% του ΑΕΠ), έναντι ελλείμματος 75,4 δισ. ευρώ (0,6% του ΑΕΠ), το 2019.
Η μεγάλη διεύρυνση του ελλείμματος αντανακλά την καταλυτική επίδραση της πανδημικής κρίσης στα δημόσια οικονομικά των κρατών-μελών.
Η πλειονότητά τους έλαβε μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και αναστολής της οικονομικής δραστηριότητας περί τα μέσα Μαρτίου 2020, προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωση του κοροναϊού.
Παρά τη σταδιακή χαλάρωση των μέτρων, από τον Μάιο 2020, η έξαρση των κρουσμάτων, από τα τέλη του καλοκαιριού, ώθησε τις κυβερνήσεις στην επιβολή νέων περιοριστικών μέτρων σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης.
Επιπλέον, στην προσπάθεια ενίσχυσης των αντοχών των εθνικών τους οικονομιών, οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν ιδιαίτερα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, προκειμένου να στηρίξουν τα εθνικά συστήματα υγείας και να διασφαλίσουν την απασχόληση και τη συνέχιση της επιχειρηματικότητας.
Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε σε προσωρινή άρση των δημοσιονομικών κανόνων που ισχύουν βάσει του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, για τη διετία 2020-2021, προκειμένου να διευκολύνει τα κράτη-μέλη να επανέλθουν σε πορεία ανάκαμψης.
Οι ανωτέρω εξελίξεις είχαν ως αποτέλεσμα σε όλα τα κράτη-μέλη να καταγραφεί έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, το 2020, λόγω, κυρίως, της αύξησης των δαπανών και, δευτερευόντως, της υστέρησης των εσόδων.
Τα μεγαλύτερα ελλείμματα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σημειώθηκαν στην Ισπανία (-11%), στην Μάλτα (-10,1%), στην Ελλάδα (-9,7%), στην Ιταλία (-9,5%), στο Βέλγιο (-9,4%) και στην Γαλλία (-9,2%).
Όσον αφορά στη μεγαλύτερη οικονομία της ΖτΕ, στην Γερμανία, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε στο 4,2% του ΑΕΠ.
Προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τα δημοσιονομικά πακέτα, τα κράτη-μέλη κατέφυγαν στο δανεισμό από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης, καθώς, με τις αγορές κρατικών ομολόγων, μέσω του Έκτακτου Προγράμματος Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού, λόγω της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme-PEPP), συνολικού ύψους Ευρώ 1,85 τρισ., πέτυχε να «συγκρατήσει» τις αποδόσεις τους, επιτρέποντας στα κράτη-μέλη να αντλήσουν κεφάλαια με ιστορικά -σε πολλές περιπτώσεις- χαμηλό κόστος.
Η εκρηκτική δυναμική του παγκόσμιου χρέους
Η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με το νέο δανεισμό, ως απόρροια της δημοσιονομικής στήριξης, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του δημοσίου χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε όλα τα κράτη-μέλη, το 2020 .
Το υψηλότερο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατέχει η Ελλάδα (205,6%), ενώ ακολουθεί η Ιταλία (155,8%), η Πορτογαλία (133,6%) και η Ισπανία (120%). Αντίθετα, το χαμηλότερο χρέος εμφανίζεται στην Εσθονία (18,2%) και στο Λουξεμβούργο (24,9%).
Όσον αφορά στο 2021, η δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών της ΖτΕ θα παραμείνει επεκτατική. Αναμένεται, ωστόσο, ότι, καθώς υλοποιούνται τα προγράμματα εμβολιασμού των Ευρωπαίων πολιτών, θα ξεκινήσει η σταδιακή κατάργηση των προσωρινών μέτρων στήριξης των οικονομιών.
Επιπλέον, η αναμενόμενη χρηματοδότηση από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility, RRF) εκτιμάται ότι θα προσφέρει επιπρόσθετη δημοσιονομική στήριξη και θα συνεισφέρει σημαντικά στην ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών, συμβάλλοντας στη σταδιακή μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις