Τζο Μπάιντεν : Οι πρώτες 100 μέρες απέδειξαν ότι είναι… λιγότερο άχρωμος
Παρότι αντιμετωπίστηκε ως ένας άχρωμος και μεταβατικός πρόεδρος των ΗΠΑ ο Τζο Μπάιντεν έδειξε στις πρώτες 100 μέρες της προεδρίας του ότι μπορεί να αφήσει ένα βαθύ αποτύπωμα. Όμως, η αντίδραση της κοινωνίας είναι αντιφατική
- Τα πιο παράξενα μυστικά όπλα στην ιστορία: Περιστέρια, γάτες και μωρά σε κατασκοπικές επιχειρήσεις
- Το πουλόβερ του Λουίτζι Μαντζιόνε εξαντλήθηκε μία ημέρα μετά την εμφάνισή του στο δικαστήριο
- Μάθαμε για τη μυστική διαδικτυακή ζωή του γιου μας μόνο αφού πέθανε στα 25 του χρόνια
- Το Μεξικό «κάθεται» σε 500 εκατ. τόνους τεκίλας - Έρχεται ένα ταραχώδες 2025
Από πολλούς είχε θεωρηθεί ότι θα ήταν απλώς ο πρόεδρος της αποφόρτισης. Αυτός που κυρίως θα αναλάμβανε το έργο να κάνει η Αμερική μιας μετάβαση σε μια πιο ψύχραιμη συνθήκη, ύστερα από τη σχεδόν χαοτική τετραετία του Ντόναλντ Τραμπ με τις απότομες αλλαγές πολιτικής, τις αλλοπρόσαλλες επιλογές και τις μεγάλες συγκρούσεις, με αποκορύφωμα την πολλαπλά τραυματική εμπειρία των βίαιων διαδηλώσεων της 6ης Ιανουαρίου και της εισβολής στο Καπιτώλιο.
Μόνο που αποδεικνύεται ότι το μόνο υποτονικό και βαρετό στοιχείο στην προεδρία του Μπάιντεν μέχρι στιγμής είναι οι ενημερώσεις στους δημοσιογράφους που είναι διαπιστευμένοι στον Λευκό Οίκο. Λείπουν οι βαριοί χαρακτηρισμοί, τα tweet που έπρεπε να μελετηθούν γιατί αποκάλυπταν το πώς σκεπτόταν, απουσιάζουν οι συχνές ανακοινώσεις αποπομπών κορυφαίων στελεχών της κυβέρνησης. Όμως, οι πραγματικές πολιτικές πρωτοβουλίες είναι σημαντικές.
Άλλωστε, ο Τζο Μπάιντεν σε αντίθεση με τον Ντόναλντ Τραμπ δεν προσπαθεί να είναι το κέντρο της προσοχής, άλλωστε δεν διαθέτει ούτε τις ρητορικές ούτε τις επικοινωνιακές δεξιότητες του προκατόχου του. Δίνει έμφαση στο έργο του.
Και αυτό το έργο, τώρα που συμπληρώνονται 100 μέσες από την ανάληψη των καθηκόντων του ως προέδρου, αποδεικνύει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν μεταβατικό πρόεδρο που θα προσπαθεί να επουλώσει πληγές, αλλά με έναν πολιτικό που προσπαθεί να μετασχηματίσει μια Αμερική γεμάτη ανισότητες, ανοιχτά ερωτήματα για το μέλλον και ανεπούλωτες πληγές.
Οι πρώτες 100 μέρες
Η επιμονή να κρίνονται οι Πρόεδροι και οι κυβερνήσεις με βάση το έργο που κατόρθωσαν να παράγουν στις πρώτες 100 μέρες από την ανάληψη των καθηκόντων τους έχει ως απαρχή την πρώτη θητεία του Φράνκλιν Ντέλανο Ρούζβελτ. Για την ακρίβεια τη χρησιμοποίησε ο ίδιος σε μια ραδιοφωνική του ομιλία στις 24 Ιουλίου 1933, όπου έκανε τον απολογισμό των πρώτων ενεργειών του.
Βέβαια, η περίοδος ανάμεσα στις 9 Μαρτίου 1933 και τις 15 Ιουνίου 1933 ήταν μια από τις πιο αξιοσημείωτες στην Αμερικανική ιστορία. Τότε πέρασαν συνολικά 76 νόμοι που επέτρεψαν στις ΗΠΑ να ξεπεράσουν κάποια από τα τεράστια προβλήματα που είχε δημιουργήσει η οικονομική κρίση του 1929 και η Μεγάλη Ύφεση. Ειδικότερα σε μια σαρωτική νομοθετική κίνηση ο Ρούζβελτ είχε κηρύξει την έναρξη και τη λήξη ενός υποχρεωτικού κλεισίματος των τραπεζών, είχε θεσπίσει ομοσπονδιακά προγράμματα βοήθειας για ανέργους και αγρότες, είχε δημιουργήσει προγράμματα απασχόλησης και είχε δώσει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση τη δυνατότητα να ρυθμίζει το χρηματιστήριο. Έκτοτε θεωρήθηκε ότι οι πρώτες 100 μέρες έγιναν δείκτης της ετοιμότητας μιας νέας κυβέρνησης να φέρει γρήγορες αλλαγές.
Η μάχη με την πανδημία
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Τζο Μπάιντεν ήταν να μπορέσει να επιταχύνει ακόμη περισσότερο τους ρυθμούς εμβολιασμού σε σχέση με την πανδημία.
Πατώντας είναι αλήθεια πάνω στην προεργασία που είχε γίνει από την προηγούμενη κυβέρνηση κατάφερε αυτή τη στιγμή να έχει πάνω από το 50% των ενηλίκων αμερικανών να έχουν κάνει έστω και μία δόση του εμβολίου, που πλέον είναι διαθέσιμο σε όλους ανεξαιρέτως τους ενήλικες. Παρότι υπάρχει ανησυχία για μια διαφαινόμενη δυσπιστία όσων δεν έχουν εμβολιαστεί να κάνουν το εμβόλιο και παρά την ανησυχία για τις μεταλλάξεις του ιού, οι ΗΠΑ ελπίζουν αυτή τη στιγμή ότι θα μπορέσουν να γιορτάσουν την επέτειο της Ανεξαρτησίας στις 4 Ιουλίου με συνθήκες κανονικότητας.
Το μεγάλο πακέτο τόνωσης της οικονομίας
Η άλλη μεγάλη επιτυχία του Τζο Μπάιντεν αφορούσε το ότι μπόρεσε να περάσει το μεγάλο πακέτο, ύψους 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για την τόνωση της Αμερικανικής οικονομίας και την αντιμετώπιση των κοινωνικών επιπτώσεων από τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία. Το πακέτο αυτό περιλάμβανε και χρηματικές καταβολές στους περισσότερους αμερικανούς που είχαν ήδη λάβει και το προηγούμενο διάστημα, ενώ επέκτεινε και τα επιδόματα ανεργίας μέχρι το Σεπτέμβρη, όπως και επίσης και μεγάλη βοήθεια και πιστώσεις για τις Πολιτείες.
Σε αυτό βοήθησαν και οι επιλογές που έκανε ο Μπαίντεν σε πρόσωπα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την επιλογή της Τζάνετ Γιέλεν, πρώην επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και με μία έννοια η πιο καλά καταρτισμένη και έμπειρη οικονομολόγος που θα μπορούσαν να διαλέξουν ο αμερικανός πρόεδρος. Επιπλέον έχει αποφύγει τα προβλήματα που ταλάνισαν προηγούμενες κυβερνήσεις όπως ήταν η επιλογή κυρίως προσώπων που προέρχονταν από τον στενό κύκλο των προέδρων (κάτι που έκαναν ο Κλίντον και ο Ομπάμα) ή η επιλογή συγγενών, ακροδεξιών, πλούσιων χορηγών στην οποία επιδόθηκε ο Ντόναλντ Τραμπ.
Το σχέδιο για τις υποδομές και για το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας
Ιδιαίτερη σημασία έχουν όμως και οι εξαγγελίες που έχει κάνει ο Τζο Μπάιντεν για τα από εδώ και πέρα βήματα και που σηματοδοτούν αλλαγή φιλοσοφίας ως προς την οικονομική πολιτική. Το πιο κομβικό είναι το μεγάλο πακέτο 2,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει μέσα από μια αύξηση της φορολογίας, ιδίως των υψηλών εισοδημάτων και το οποίο αποσκοπεί ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα στις υποδομές των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης και της «πράσινης μετάβασης», αλλά και το παράλληλο πακέτο που σχεδιάζει να αναγγείλει για 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια σε βάθος δεκαετίας για το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, των αδειών μετ’ αποδοχών, του συστήματος υγείας.
Το γεγονός ότι ο Μπάιντεν ρητά επιλέγει τη μεγάλη δημόσια δαπάνη, την επέκταση των κοινωνικών παροχών και την αύξηση της φορολογίας, φαντάζει ως μια αντιστροφή της προηγούμενης οικονομικής ορθοδοξίας και έρχεται σε αντίστιξη με τα αναλογικά χαμηλότερα πακέτα που έχει αποφασίσει και η Ευρωπαϊκή Ένωση, που ακόμη παλεύει με την πανδημία, αλλά και η Κίνα (που βέβαια κατάφερε πιο έγκαιρα να τιθασεύσει την πανδημία και να επιστρέψει σε ρυθμούς ανάπτυξης) αλλά και ως αλλαγή πλεύσης σε σχέση με μια οικονομική ορθοδοξία που θεώρησε τη μείωση της κρατικής δαπάνης και της φορολογίας ως ακρογωνιαίους λίθους της οικονομικής πολιτικής.
Τα ανοιχτά ερωτήματα για την «πράσινη μετάβαση», το ρατσισμό και την μετανάστευση
Ως προς το περιβάλλον ο Τζο Μπάιντεν έχει κάνει μεγάλες εξαγγελίες. Άλλωστε, ήταν από τα σημεία στα οποία έκανε οξεία πολεμική απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ που η πολιτική του ήταν μάλλον πιο κοντά σε αυτή των «αρνητών» της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο μένει να δούμε σε ποιο βαθμό θα πετύχει τους στόχους τους. Γιατί ναι μεν οργάνωσε την παγκόσμια τηλεδιάσκεψη κορυφής για το κλίμα όμως έχει ακόμη δρόμο για να κάνει την Αμερική πρωτοπόρα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής.
Ως προς τον ενδημικό ρατσισμό, που αποτυπώνεται οδυνηρά στα περιστατικά αστυνομικών δολοφονιών μαύρων αμερικανών, έχει ακόμη αρκετό δρόμο για να υλοποιήσει τις υποσχέσεις του. Αντίστοιχα η αντιστροφή της αντιμεταναστευτικής πολιτικής του προκατόχου έχει ακόμη αρκετό δρόμο να γίνει.
Τα ανοιχτά ερωτήματα της εξωτερικής πολιτικής
Ίσως το σημείο που υπάρχει η μεγαλύτερη συνέχεια να είναι η εξωτερική πολιτική. Μπορεί ο Μπάιντεν να έχει επιλέξει πιο σκληρή ρητορική έναντι ξένων ηγετών με τους οποίους ο Τραμπ αναζητούσε δίαυλο επικοινωνίας, όπως ο Ερντογάν (που υπέστη το συμβολικό πλήγμα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τον Μπάιντεν) ή τον Πούτιν (που χαρακτηρίστηκε «δολοφόνος» από τον νέο Αμερικανό πρόεδρο), όμως στην πραγματικότητα η στρατηγική του «νέου Ψυχρού Πολέμου» με τη Ρωσία και η κλιμάκωση του ανταγωνισμού με την Κίνα είναι στοιχεία που αποτελούν σταθερές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ήδη από τα τέλη της θητείας Ομπάμα. Και παρότι φαίνεται να υιοθετεί μια πιο «παρεμβατική» πολιτική σε σχέση με την πιο «απομονωτική» ρητορική του Τραμπ, εντούτοις την ίδια στιγμή δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να χειριστούν ταυτόχρονα έναν παροξυσμό των διεθνών εντάσεων και την εσωτερική ανασυγκρότηση (κάτι που αποτυπώθηκε εν μέρει και στο χειρισμό της πρόσφατης ουκρανικής κρίσης).
Μια κοινωνία ακόμη διαιρεμένη
Η πρόσληψη της πολιτικής του Μπάιντεν από την αμερικανική κοινωνία είναι αντιφατική. Οι θετικές γνώμες για τις πρώτες εκατό μέρες είναι στο 52%. Με την εξαίρεση του Τζέραλντ Φορντ το 1977 που ήταν στο 48% (ύστερα και από την επιλογή του να δώσει χάρη στον Νίξον) και τον Ντόναλντ Τραμπ με 42% το 2017, ο Μπάιντεν έχει το χαμηλότερο θετικό δείκτη θετικής αποδοχής στις πρώτες 100 μέρες από όλους τους προέδρους μετά το 1945, πολύ πίσω από το 87% του Τρούμαν, το 83% του Κένεντι ή το 69% του Ομπάμα.
Βέβαια, οι θετικές γνώμες για επιμέρους πλευρές της πολιτικής του είναι περισσότερες όπως είναι το 64% υπέρ του τρόπου που χειρίζεται την πανδημία ή το 58% υπέρ της πρότασής του να αυξηθούν οι εταιρικοί φόροι.
Βέβαια σε μεγάλο βαθμό αντανακλά και την ιδιαίτερη πόλωση της αμερικανικής κοινωνίας που αποτυπώθηκε και στην προεκλογική περίοδο και στα δραματικά γεγονότα του Ιανουαρίου.
Εκεί άλλωστε θα είναι και η μεγάλη δοκιμασία για τον Μπάιντεν: το εάν θα μπορέσει να διαμορφώσει συνεκτικό και ενοποιητικό αφήγημα για μια χώρα περισσότερο διαιρεμένη και τραυματισμένη παρά ποτέ.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις