Γιατί βάφουμε κόκκινα αυγά το Πάσχα και τι συμβολίζουν; Σε ποια περιοχή της χώρας «καίνε» τον Ιούδα για την προδοσία του στο Χριστό; Πώς τιμωρούν τους «παραβάτες» στο χωριό Άγιος Ισίδωρος της Ρόδου; Πρόκειται για μία σειρά εθίμων, με ρίζες στη λαογραφική μας παράδοση, που τηρούνται ευλαβικά κάθε χρόνο.

Κόκκινα αυγά, λαογραφία και παράδοση

Τα κόκκινα βαμμένα αυγά, που βρίσκονται ήδη στο τραπέζι μας για τη βραδιά της Ανάστασης και για την Κυριακή του Πάσχα, ανήκουν σε μια μακρά λαογραφική παράδοση. Αν το βρασμένο αυγό αποτελεί το σύμβολο του σταυρικού θανάτου του Ιησού, το τσόφλι του είναι ο τάφος του Κυρίου.

Με το τσούγκρισμα των αυγών κατά τη διάρκεια της Ανάστασης, σπάει το κάλυμμα του τάφου για να υποδεχτούμε τον αναστημένο Θεάνθρωπο, γεμάτο από ελπίδα για ζωή και έτοιμο να εξαγγείλει τη σωτήρια υπόσχεσή του για έναν καινούργιο και άδολο κόσμο.

Βέβαια, τα «αυγά και τα πασχάλια», όπως ονόμαζε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ο Γεώργιος Σουρής τα πασχαλινά αυγά, διεκδικούν θέση σε πολλές λαογραφικές παραδόσεις, πριν και μετά την έλευση του Χριστού επί της γης: Από τους Πέρσες και τους αρχαίους Αιγυπτίους, μέχρι τους Σκανδιναβούς.

Το κόκκινο χρώμα είναι ταυτισμένο, ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια, με την ανανέωση και την ανθοφορία της φύσης, αλλά όταν αρχίζει να παραπέμπει στο αίμα του Χριστού που θυσιάστηκε για τον άνθρωπο, τα κόκκινα αυγά μετατρέπονται σε κεντρικό στοιχείο της πασχαλινής τελετουργίας.

Τέλος του 19ου αιώνα, περίπου την ίδια εποχή με τον Σουρή, ο Εμμανουήλ Ροΐδης αναλαμβάνει να εξηγήσει την τελετουργία των κόκκινων αυγών σε ένα κείμενό του με παρόμοιο τίτλο. Γράφει ο μέγας σατιρικός: «Διατί δε βάφονται τα αυγά κόκκινα, τούτο εξηγούσαν οι Ραβίνοι διδάσκοντες ότι, κατά τον Μωσαϊκόν νόμον, όχι μόνον όλα τα τρωγόμενα την ημέραν του Πάσχα, αλλά και αυτοί οι τοίχοι των οικιών πρέπει να κοκκινίζωνται με το αίμα του σφαζομένου αρνίου, προς εξιλέωσιν του Αγγέλου της καταστροφής. Κατά τον Αίλιον όμως Λαμπίδιον, οι Ραβίνοι δεν ηξεύρουν τι λέγουσι, τα δε πρώτα ερυθρά αυγά δεν εβάφησαν, αλλ’ εγεννήθησαν κόκκινα από τας αυτοκρατορικάς όρνιθας την ημέραν της γεννήσεως του Αλεξάνδρου Σεύκρου, ως χαρμόσυνος οιωνός της μελλούσης φιλίας του προς τους χριστιανούς […]. Τας πλείστας άλλας της απορίας ταύτης λύσεις δεν έχω προχείρους εις την μνήμην μου, πλην μόνης της του Πανοσιωτάτου Εξάρχου του Αγίου Τάφου εν Βλαχία Ναθαναήλ, όστις, ερωτηθείς εν πασχαλινώ συμποσίω περί των κοκκίνων αυγών, μοι απήντησεν: ‘’Τρώγε και μη ερεύνα’’».

Την ίδια χρονική περίοδο, στο διήγημα «Πάσχα στα πέλαγα», ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γράφει για μιαν Ανάσταση εν πλω, σ’ ένα καράβι όπου ακούμε το αναστάσιμο μήνυμα και παρακολουθούμε τη λαμπρότητα του φωτισμένου πλοίου, μαζί με την απόλαυση της μαγειρίτσας και των κόκκινων αυγών.

Και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, όμως, στο διήγημα «Χωρίς στεφάνι», όταν πια κλείνει ο 19ο αιώνας, βάζει την ηρωίδα του, Χριστίνα, να μιλήσει για το βάψιμο των αυγών τη Μεγάλη Πέμπτη.

Στη διερεύνηση του αινίγματος των κόκκινων αυγών, θα πάρει μέρος και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, λίγο νωρίτερα από τον Παπαδιαμάντη, γράφοντας στο αγαπημένο του περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων» τα εξής: «Και τα βάφουμε κόκκινα τ’ αυγά του Πάσχα, είτε για να τα κάμουμε ακόμα πιο χαρούμενα σύμβολα, αφού το κόκκινο είναι το χρώμα της χαράς, είτε γιατί κι αυτό, μαζί με τόσα άλλα, το πήραμε απ’ τους Εβραίους που έβαφαν το Πάσχα όλα τους τα πράγματα κόκκινα, ακόμα και τους τοίχους των σπιτιών τους […]. Αυτά τέλος πάντων λένε οι σοφοί για την καταγωγή των κόκκινων αυγών. Καθώς βλέπετε, είναι κάπως δύσκολο να εξακριβωθεί η αλήθεια. Αλλά τι μας μέλει! Φτάνει που το έθιμο είν’ όμορφο κι αθώο. Ούτ’ αίμα χύνει ούτε πόνο προξενεί. Λίγη βαφή στο τσουκάλι που θα βράσουν, και τ’ αυγά βγαίνουν από κει μέσα πασχαλιάτικα».

Το έθιμο «Βούρνες» στον Άγιο Ισίδωρο της Ρόδου

Και το φετινό Πάσχα, παρά τα περιοριστικά μέτρα εξαιτίας του κοροναϊού, αναμένεται να τηρηθεί το έθιμο «Βούρνες» στο χωριό Άγιος Ισίδωρος της Ρόδου.

Πρόκειται για ένα ξεχωριστό έθιμο, στο αποκορύφωμα του οποίου, την Λαμπρή Δευτέρα, οι παραβάτες «τιμωρούνται» και ρίχνονται στις βούρνες (στέρνες με νερό) που υπάρχουν σε αυτό το χωριό της κεντρικής Ρόδου.

Το έθιμο αυτό αρχίζει από το Μεγάλο Σάββατο και τελειώνει την Λαμπρή Δευτέρα.

Συμμετέχουν όλοι οι μη παντρεμένοι (οι λεύτεροι, όπως τους αποκαλούν) του χωριού, οι οποίοι πρέπει τις ημέρες αυτές να τηρήσουν ορισμένους κανόνες του εθίμου.

Το Μεγάλο Σάββατο, οι λεύτεροι φέρνουν κουτσούρους (μεγάλους κορμούς δέντρων), με τους οποίους θα ανάψουν τον καλαφουνό (μεγάλη φωτιά) πριν την Ανάσταση και φτιάχνουν και κρεμούν ένα ομοίωμα του Ιούδα στην πλατεία του χωριού.

Επίσης, την ίδια μέρα εκλέγουν το συμβούλιό τους, το οποίο θα είναι υπεύθυνο για το έθιμο και θα δικάσει όλους τους λεύτερους την Λαμπρή Δευτέρα. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, την καμπάνα θα σημάνει αυτός που είναι νιόπαντρος.

Την Κυριακή του Πάσχα, μετά τη Δεύτερη Ανάσταση, κάποιος που συμμετέχει τελευταία φορά στο έθιμο, επειδή πρόκειται να παντρευτεί, βάζει φωτιά στον Ιούδα.

Την Λαμπρή Δευτέρα γίνεται το δικαστήριο, που είναι και η αποκορύφωση του εθίμου. Το προεδρείο δικάζει έναν – έναν τους συμμετέχοντες και σε όσους δεν τήρησαν τους κανόνες του εθίμου, επιβάλλονται χρηματικές ποινές. Ένας κανόνας ή αλλιώς υποχρέωση των λεύτερων είναι να πάνε στη λειτουργία στο εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου, πριν από την ανάγνωση του Ευαγγελίου.

Αυτός που θα πάει μετά το Ευαγγέλιο «σημειώνεται» από την «μυστική αστυνομία» – που κανείς δεν ξέρει ποιος είναι – και έτσι προσθέτει ακόμη μία παράβαση, εκτός του ότι βάζουν και το μανάλι μπροστά του και είναι υποχρεωμένος να πληρώσει επί τόπου κάποιο χρηματικό πρόστιμο.

Επίσης, στα σπίτια όσων καταγραφούν απόντες από τη λειτουργία της Δευτέρας, πηγαίνουν κάποιοι νέοι που έχουν ορισθεί από το συμβούλιο και πάνω στην καπνοδόχο τοποθετούν μια τσουκοπάνα (ένα ειδικό πανί), που φανερώνει ότι ήταν απόντες από την εκκλησία, απουσία που θα καταγραφεί ως παράβαση και θα τιμωρηθούν με το ανάλογο πρόστιμο.

Όσοι αρνούνται να πληρώσουν, τους επιβάλλεται η εσχάτη των ποινών, που είναι η Βούρνα, δηλαδή τους ρίχνουν σε μία χαβούζα με νερό.

Τα χρήματα που θα μαζευτούν από το έθιμο δίδονται για φιλανθρωπικούς σκοπούς.

Η «φουνάρα του Ιούδα»

Η «φουνάρα του Ιούδα» είναι από τα έθιμα του Πάσχα που έχουν άμεση σύνδεση με την τιμωρία του Ιούδα, ο οποίος κάτω από το βάρος της προδοσίας του, κρεμάστηκε. Κάθε χρόνο, από το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου ή και νωρίτερα, νεαροί αλλά και μικρά αγόρια πολλών περιοχών της Κρήτης, ακόμη και σε πολύ μικρά χωριά, σεργιανίζοντας στους δρόμους ή τα χωράφια συγκεντρώνουν ξύλα, βάτα και κλωνάρια, προκειμένου να σχηματίζουν την αποκαλούμενη «φουνάρα του Ιούδα», που θα ανάψει συνήθως το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, πριν ο ιερέας κάθε ενορίας ψάλει το Χριστός Ανέστη.

Τα ξύλα σχηματίζουν ένα μεγάλο και ψηλό σωρό που, στην κορυφή του, στηρίζεται ένα ομοίωμα ανθρώπου, ντυμένο με ρούχα. Τα ρούχα αυτά συνήθως είναι γεμισμένα με άχυρα και η όψη κάποιες φορές μοιάζει τόσο πολύ σε άνθρωπο, που αν πέσει το σκοτάδι, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, και κάποιος δεν γνωρίζει, βλέποντας πάνω στο σωρό των ξύλων την ανθρώπινη φιγούρα «σκιάζεται», δηλαδή τρομάζει, όπως λέγεται στην κρητική ντοπιολαλιά.

Ο όγκος με τα ξύλα έλεγαν οι παλιοί, έπρεπε να έχει οπωσδήποτε ένα κλαδί αζώγυρου ή αλλιώς αναγυρίς (anagyris foetida), που είναι ένα θαμνώδες φυτό το οποίο μπορεί να γίνει και δέντρο. Στην Κρήτη και κυρίως στο ανατολικό τμήμα της, αυτό που λέγεται και κρατείται ως παράδοση είναι ότι πάνω σε ένα τέτοιο κρεμάστηκε ο Ιούδας, πιθανά λόγω και της έντονα άσχημης μυρωδιάς που αναδύει.

Η «φουνάρα» είναι συνήθως έτοιμη από νωρίς το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου, αν και πολύ συχνά στα χωριά η «φουνάρα», που γίνεται αντικείμενο σύγκρισης μεταξύ περιοχών, σχηματίζεται επί μέρες. Μάλιστα, από περιοχή σε περιοχή, ο ανταγωνισμός για το ποιος σχημάτισε τη μεγαλύτερη «φουνάρα» κρατάει μέχρι και σήμερα.

Το Μεγάλο Σάββατο, όπου οι πιστοί συγκεντρώνονται έξω από τους ναούς, λίγο πριν το Χριστός Ανέστη, όταν το Άγιο Φως φτάνει στα κεριά των πιστών, ο Ιούδας «λαμπαδιάζει». Δεν ήταν λίγοι μάλιστα εκείνοι που, με τόλμη, αντί να λάβουν το Άγιο Φως από το κερί του διπλανού τους, πλησίαζαν στη «φουνάρα» και έπαιρναν από εκεί το Άγιο Φως για τα σπίτια τους, σχηματίζοντας μάλιστα με αυτήν ένα σταυρό στο δοκάρι της πόρτας τους.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ