Η νίκη σε τυχερό παιχνίδι και μία άγρια δολοφονία- Το έγκλημα που συγκλόνισε την Αθήνα
Το έγκλημα συζητιόταν για μέρες στην Αθήνα. Η γυναίκα που βρέθηκε νεκρή μετά από 30 μαχαιριές είχε μόλις κερδίσει χρήματα από τυχερό παιχνίδι, εξάπτοντας την περιέργεια της κοινής γνώμης που προσπαθούσε να λύσει το μυστήριο.
Σε ένα διαμέρισμα επί της Ιεράς Οδού, οι αστυνομικοί προσπαθούν να μπουν μέσα προκειμένου να διαπιστώσουν αν η Π. Γ. είναι καλά στην υγεία της.
Είχαν προηγηθεί τηλεφωνήματα από δύο γειτόνισσές της που είχαν ανησυχήσει.
Το έτος είναι 1991 και η ιστορία απασχολεί τα δελτία ειδήσεων.
Το χρονικό του εγκλήματος
Η Π. Γ. συνταξιούχος καθαρίστρια, δεν έχει πολλές κοινωνικές συναναστροφές, παρά την γειτόνισσά της με την οποία έχει κανονίσει να βρεθεί την Κυριακή του Νοέμβρη. Η Π. Γ. δεν εμφανίζεται και η γειτόνισσα καλεί την αστυνομία. Ο πρώτος αστυνομικός πήδηξε στο μπαλκόνι της Π. Γ. αλλά δεν είδε κάτι ύποπτο.
Το βράδυ μία άλλη γειτόνισσα ακούγοντας ότι η Π. Γ. αγνοείται, καλεί τις Αρχές και δηλώνει ότι το πρωί είχε ακούσει φωνές και φασαρία από το διαμέρισμα της αγνοουμένης.
Η αστυνομία ήρθε ξανά, αυτή τη φορά αποφασισμένη να μπει στο σπίτι. Κλήθηκε ο αδερφός της Π. για να υπάρχει παρόντας ένας συγγενής για νομικούς λόγους, φώναξαν έναν κλειδαρά και μπήκαν μέσα.
Η Π. Γ. κείτονταν νεκρή στο πάτωμα του σαλονιού, γύρω της το αίμα της είχε απλωθεί και άρχιζε να πήζει και το σώμα της ήταν διάτρητο από 30 μαχαιριές.
Το τυχερό δελτίο που «θόλωσε» την έρευνα
Η αστυνομία βρήκε στο σπίτι ένα ΛΟΤΤΟ που κέρδιζε 400.000 δραχμές, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή. Η πρώτη σκέψη ήταν πως επρόκειτο για ληστεία που εξελίχθηκε σε δολοφονία εν θερμώ.
Ωστόσο οι 30 μαχαιριές δε μπορούσαν να δικαιολογηθούν με αυτό το σενάριο. Η πόρτα και η μπαλκονόπορτα δεν είχαν σημάδια παραβίασης, το σπίτι δεν ήταν ακατάστατο για να υποστηριχθεί ότι ο ληστής έψαχνε μέχρι να το βρει, άρα κάποιος γνωστός της είχε μπει, τον είχε βάλει η ίδια και ήξερε καλά το σπίτι.
Οι υποψίες της αστυνομίας περιορίστηκαν σε συγκεκριμένα άτομα και ο 28χρονος γιος της ήταν ανάμεσα τους. Άλλωστε, οι σχέσεις τους δεν ήταν ιδιαίτερα καλές, με τον 28χρονο να εμφανίζεται σπάνια στο σπίτι της Ιεράς Οδού.
Η λύση του εκγλήματος
Μετά από μια πρώτη ανάκριση αφέθηκε ελεύθερος. Αλλά τη δεύτερη φορά ομολόγησε.
«Με είχε σκοτώσει χίλιες φορές, τη σκότωσα μία. Με κυνηγούσε από τότε που γεννήθηκα. Πίστευα ότι έτσι θα ελευθερωθώ».
Ο 28χρονος περιέγραψε στην αστυνομία ότι δεν είχε κανένα σχέδιο να την σκοτώσει. Είχε πάει σπίτι της για να της ζητήσει 5.000 δραχμές, εκείνη του τις έδωσε και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε. Τίποτα εμφανές τουλάχιστον, μιας και μέσα στον 28χρονο έβραζε ένας θυμός πολλών ετών.
«Το μόνο που θυμάμαι είναι το ξύλο. Με χτυπούσε συνέχεια, οκτώ φορές την ημέρα. Άλλος θα είχε γίνει φυτό. Δεν ξέρω γιατί με γέννησε η μάνα μου. Μου έδινε κάποια διατροφή και με άφηνε στα ορφανοτροφεία».
Με τη μητέρα του είχαν ζήσει στη Γερμανία μέχρι τα 3 του, πατέρα δε γνώρισε ποτέ και κατά τα λεγόμενα του δεν τον αγάπησε ποτέ η μητέρα του.
Ο 28χρονος υποστήριξε ότι μιλούσε στη μητέρα του για τα προβλήματα του κι εκείνη δεν του έδινε σημασία. Αυτό τον εξόργισε, είδε το μαχαίρι μπροστά του, το πήρε και δεν σταμάτησε μέχρι την 30η μαχαιριά.
Μόλις κατάλαβε τι είχε κάνει, έφυγε τρέχοντας, πέταξε το μαχαίρι και στη συνέχεια πέταξε τα ματωμένα ρούχα του σε έναν κάδο σκουπιδιών.
Δεν έδειξα σημάδια μεταμέλειας. Οι τελευταίες κουβέντες στη δίκη του ήταν ενδεικτικές.
«Ο σκοτωμένος δεν σκοτώνει. Κι εγώ είμαι ήδη νεκρός ψυχικά. Μη με ρωτάτε άλλο, πάει τελείωσε για μένα. Αισθάνομαι ένα κενό. Ούτε μετανιώνω, ούτε χαίρομαι, ούτε τίποτα»!
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις