Η ΝΔ παραθέτει «7 αλήθειες» απέναντι στα «7 fake news του ΣΥΡΙΖΑ» για το εργασιακό. Το ΚΙΝΑΛ, με τη σειρά του, παραθέτει «7 αντεργατικές αλήθειες» απέναντι στα «7 ψέματα της κυβέρνησης» για το ίδιο θέμα. Και οι εργαζόμενοι κοντεύουν να μπερδέψουν ένα νομοσχέδιο που τους αφορά με… τα «7 θανάσιμα αμαρτήματα» της ομώνυμης ταινίας, αναζητώντας πού είναι η αλήθεια και πού το ψέμα.

Το επίμαχο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας, που η αξιωματική αντιπολίτευση έχει διακηρύξει ότι αποτελεί τη «μητέρα των μαχών», το οποίο στις απεργίες (σ.σ. αφού ήταν τουλάχιστον δύο) της Πρωτομαγιάς ήταν η προμετωπίδα των εργατικών κινητοποιήσεων, αναμένεται να δοθεί σε διαβούλευση στα μέσα Μαΐου.

Και η κυβέρνηση αντιπαραθέτει στα επιχειρήματα αντιπολίτευσης και συνδικάτων ότι το νομοσχέδιο αυτό, που «απαντά σε πραγματικά προβλήματα της αγοράς», παράλληλα, επιχειρεί «να προσαρμόσει την αγορά εργασίας σε εξελίξεις κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές», καθώς «η στασιμότητα και ο δογματισμός δεν είναι φιλεργατική πολιτική».

Μία ματιά στα επιχειρήματα της κυβέρνησης, πάντως, αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι, πράγματι, προσπαθεί να προσαρμόσει την αγορά εργασίας με τις σύγχρονες εξελίξεις στην… Σκανδιναβία. Γιατί ακόμη και αν αναγνωρίσει κανείς ότι η κυβέρνηση έχει τις καλύτερες των προθέσεων για το εργασιακό, είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα όραμα που δεν συνάδει με την ελληνική εργασιακή πραγματικότητα.

Υποστηρίζει η κυβέρνηση – και δικαίως – «δεν πάμε να εφεύρουμε τον τροχό! Εφαρμόζουμε ρυθμίσεις, οι οποίες ήδη ισχύουν σε άλλες προηγμένες χώρες, όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Αυστραλία κ.λπ.». Δεκτό, αλλά πόση σχέση έχει η αγορά εργασίας σε αυτές τις χώρες, με εκείνη στη δική μας;

Πόσο εύκολα και αληθινά θα προσαρμοστούν οι εργοδότες στις επιταγές του νέου νομοσχεδίου για μια νέα σχέση με τους εργαζόμενους, ως προς το ωράριο εργασίας και τις υπερωρίες, για παράδειγμα, όταν πολλοί εξ αυτών «κορόιδευαν» την Πολιτεία, στη διάρκεια της πανδημίας, με τις «ψεύτικες» αναστολές εργασίας, δηλώνοντας αδιανόητους μισθούς και βάζοντας τους υπαλλήλους τους να τους… επιστρέφουν το υποχρεωτικό από το νόμο δώρο Χριστουγέννων, για να μην χάσουν τη δουλειά τους;

Όσο για τον ήδη υπό-στελεχωμένο ΣΕΠΕ (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας), ακόμη και προσλήψεις να γίνουν, πού να πρωτοπάει και τι να πρώτο-επιληφθεί!

Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι θα δούμε στην πράξη κατά πόσον είναι εφικτό να υλοποιηθεί ό,τι υπόσχεται η κυβέρνηση πως θα εφαρμόσει σε βασικά θέματα για τους εργαζόμενους, όπως το οκτάωρο, οι απολύσεις και το δικαίωμα στην απεργία.

Ας δούμε, όμως, τα επιχειρήματα των δύο πλευρών στα πιο βασικά σημεία του νομοσχεδίου.

Οκτάωρο

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταγγέλλουν ότι η κυβέρνηση, με το εργασιακό νομοσχέδιο, καταργεί το 8ωρο και καθιερώνει το 10ωρο εργασίας.

Η κυβέρνηση απαντά πως το «το 8ωρο ήταν, είναι και θα παραμείνει κατοχυρωμένο», ενώ δεσμεύεται ότι θα υπάρχει και ειδική διάταξη σε αυτό, που θα κατοχυρώνει «όχι μόνο το 8ωρο, αλλά και το 40ωρο και το 5ήμερο την εβδομάδα».

Και αντιπαραθέτει στα επιχειρήματα ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ, ότι η διευθέτηση του χρόνου εργασίας αποτελεί νόμο του κράτους εδώ και 30 χρόνια (νόμος 1892 του 1990), που ίσχυε «επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, αλλά και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ».

Εξηγεί ότι αυτό που αλλάζει με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο «είναι ότι η διευθέτηση μπορεί να ισχύσει σε επιχειρήσεις, όπου είτε δεν υπάρχουν καθόλου συνδικάτα ή αν το θέλει ο ίδιος ο εργαζόμενος (μετά από αίτημά του), για να ‘’συμφιλιώσει’’ την επαγγελματική με την οικογενειακή του ζωή», δίνοντας τη δυνατότητα σε όσους το επιθυμούν, να εργαστούν «λίγο περισσότερο για κάποιες μέρες και λιγότερο κάποιες άλλες, ή ακόμα και να δουλέψουν 4 ημέρες την εβδομάδα, αντί να δουλεύουν 5 μέρες την εβδομάδα ή να πάρουν 6 εβδομάδες άδεια το χρόνο, αντί να πάρουν 4 εβδομάδες άδεια». Και όλα αυτά, «χωρίς να μειώνονται οι αποδοχές τους ή να αυξάνεται ο μέσος όρος χρόνου εργασίας τους που, σε καμία περίπτωση», τονίζει η κυβέρνηση, «δεν μπορεί να υπερβεί τις 5 ημέρες την εβδομάδα και 8 ώρες την ημέρα».

Μία άλλη πτυχή, ωστόσο, δίνει το Κίνημα Αλλαγής, υποστηρίζοντας ότι, ουσιαστικά, με το νομοσχέδιο «ο προσωπάρχης, και με ατομική σύμβαση, ορίζει τον ημερήσιο χρόνο εργασίας μέχρι τις 10 ώρες, ενώ έως τώρα το ευέλικτο ωράριο εφαρμοζόταν μετά από διάλογο και συλλογικές συμβάσεις».

Υπερωρίες

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τα συνδικάτα εργαζομένων υποστηρίζουν πως, με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας που προβλέπεται στο νομοσχέδιο, ουσιαστικά, καταργούνται οι υπερωρίες.

«Οι υπερωρίες, όχι μόνο δεν καταργούνται με το νομοσχέδιο, αλλά ενισχύονται», απαντά η κυβέρνηση και εξηγεί ότι με το μηχανισμό της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, ο εργαζόμενος «μπορεί να δουλέψει παραπάνω για κάποιες μέρες και να παίρνει ως αντάλλαγμα ελεύθερες τις Παρασκευές (στην περίπτωση της 4ήμερης εργασίας) ή περισσότερα ρεπό ή παραπάνω άδειες σε περιόδους του χρόνου που επιθυμεί». Και υπογραμμίζει ότι οι εργαζόμενοι «ήταν και παραμένουν ελεύθεροι» να διαλέξουν όποιον από τους δύο μηχανισμούς – υπερωρίες ή διευθέτηση χρόνου – βολεύει τους ίδιους και ότι το μόνο που αλλάζει είναι ότι η επιλογή του μηχανισμού της διευθέτησης θα μπορεί να γίνεται και με αίτημα του ίδιου του εργαζομένου.

Τέλος, προσθέτει ότι το νομοσχέδιο αυξάνει τις επιτρεπόμενες υπερωρίες, από τις 96 ώρες που είναι σήμερα στη βιομηχανία και τις 120 ώρες στους υπόλοιπους κλάδους, στις 150 ώρες το μέγιστο, που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος».

«Σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας, ο μισθωτός θα αποφασίζει εάν θα πληρώνεται τις υπερωρίες ή θα δουλεύει παραπάνω για να κάνει… διακοπές. Αυτό δεν το υποστήριξε ούτε η Σχολή του Σικάγο», αντιπαραθέτει το ΚΙΝΑΛ.

Απολύσεις

Με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο «απελευθερώνονται οι απολύσεις», λένε κόμματα και συνδικαλιστές..

«Ίσα-ίσα», λέει η κυβέρνηση, «στο νέο νομοσχέδιο, υπάρχει ειδική διάταξη, με ένα διευρυμένο κατάλογο, σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους απαγορεύεται πλήρως να γίνει μια απόλυση», πέραν της απαγόρευσης απόλυσης για λόγους καταγωγής, φύλου, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού, συνδικαλιστικής δραστηριότητας κ.λπ.

Και φέρνει ως παραδείγματα την απαγόρευση απόλυσης πατέρα που αποκτάει παιδί, για 6 μήνες από την ημερομηνία γέννησης του παιδιού του, την ακυρότητα της απόλυσης σε περίπτωση που ο εργαζόμενος αρνηθεί στον εργοδότη να προχωρήσουν σε διευθέτηση του χρόνου εργασίας του εργαζομένου, καθώς και σε περίπτωση που εργαζόμενος, που εργάζεται με τηλεργασία, ασκεί το θεσπιζόμενο με το νομοσχέδιο «δικαίωμα της αποσύνδεσης» (δηλαδή, δεν εργάζεται πέραν του συμφωνημένου ωραρίου).

Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ υπενθυμίζει ότι «η επίθεση της κυβέρνησης στους εργαζόμενους ξεκινάει από τον Ιούλιο του 2019», αφού μία από τις πρώτες αποφάσεις της κυβέρνησης της ΝΔ «ήταν η κατάργηση του νόμου για την αιτιολογημένη απόλυση από τον κ. Βρούτση, ενώ στη συνέχεια είχαμε την αναστολή των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με εντολή του αρμόδιου υπουργού, την υποβάθμιση του ΣΕΠΕ και τη μείωση των προστίμων στις παραβάσεις υπερωριών».

Και το ΚΙΝΑΛ, με τη σειρά του, υποστηρίζει ότι «περιορίζεται η δικαστική προστασία για παράνομη απόλυση» (δικαίωμα επαναπρόσληψης) μόνο στις περιπτώσεις που φέρνει ως παραδείγματα η κυβέρνηση: του νέου πατέρα (για 6 μήνες μετά την απόκτηση του μωρού), σε περίπτωση άρνησης της 10ωρης εργασίας ή τηλεργασίας πέραν του συμφωνηθέντος ωραρίου. Σε όλες τις υπόλοιπες, δηλαδή, το δικαίωμα επαναπρόσληψης καταργείται.

Απεργία και συνδικαλισμός

Με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, υποστηρίζουν οι επικριτές του νομοσχεδίου, περιορίζεται το δικαίωμα στην απεργία, στην εκπροσώπηση των εργαζομένων και μπαίνουν εμπόδια στη συνδικαλιστική δραστηριότητα των εργαζομένων.

«Στόχος του νομοσχεδίου είναι απλώς να θεσπιστούν κανόνες διαφάνειας για τη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, προκειμένου οι όποιες αποφάσεις να μη λαμβάνονται από οργανώσεις-σφραγίδες», επισημαίνει η κυβερνητική πλευρά, φέρνοντας ως παράδειγμα, μάλιστα, τα επεισόδια των ξυλοδαρμών στο συνέδριο της ΓΣΕΕ.

Αυτά τα επεισόδια, υποστηρίζει, «ήταν αποτέλεσμα ακριβώς της έλλειψης κανόνων για την αντιπροσωπευτικότητα, τη διαφάνεια και τον τρόπο που γίνονται οι ψηφοφορίες». Γι’ αυτό, με το νομοσχέδιο, «θεσπίζουμε την υποχρεωτική εγγραφή συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων σε ηλεκτρονικό μητρώο και την εξ αποστάσεως ψήφο στα συνδικάτα, με όλες τις δικλείδες διαφάνειας και μυστικότητας στις συνεδριάσεις και τις ψηφοφορίες», εξηγεί με αναλυτικό non paper η κυβέρνηση, ώστε να μην αμφισβητείται η τήρηση του νόμου σε κάθε συνδικαλιστική ενέργεια.