H νόσος Αλτζχάιμερ αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα δημόσιας υγείας στην Ευρώπη εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού.  Ως το 2050 οι πάσχοντες αναμένεται να διπλασιαστούν και να φτάσουν σχεδόν τα 16 εκατομμύρια πληθυσμού, ενώ σε κίνδυνο θα τεθούν άλλα 150 εκατομμύρια Ευρωπαίοι  που θα αποτελούν τον πληθυσμό άνω των 65 αριθμός αυξημένος  κατά 50%  σε σχέση με σήμερα.

Η νόσος έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής όχι μόνο των ίδιων των ασθενών, που πάσχουν και από συννοσηρότητες μειώνοντας το προσδόκιμο ζωής τους, αλλά και στο περιβάλλον τους, καθώς χρειάζονται υποστήριξη για τις καθημερινές τους δραστηριότητες.

Και παρά τις σημαντικές επενδύσεις στην έρευνα για να την ανάπτυξη αποτελεσματικής θεραπείες, εντούτοις μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάποια αισθητά αποτελεσματική θεραπεία.

Σήμερα οι ασθενείς με νόσο Αλτζχάιμερ αποτελούν το 60-80% των περιπτώσεων άνοιας και με την σταδιακή έκπτωση της μνήμης τους, αλλάζει και η συμπεριφορά τους, αυξάνοντας τον εκνευρισμό και την επιθετικότητα, και προκαλώντας παραισθήσεις και ψυχώσεις. Στην πορεία του χρόνου οι ασθενείς δεν μπορούν να εξυπηρετούν οι ίδιοι τις ανάγκες τους και δεν αναγνωρίζουν φίλους και συγγενείς. Και η ιατρική περίθαλψη που χρειάζονται αποτελεί μόλις το 20% των συνολικών δαπανών που χρειάζονται αυτοί οι ασθενείς για την καθημερινή τους φροντίδα.

Όσο για τη φαρμακευτική φροντίδα, από το 1998, έχουν απορριφθεί 146 θεραπείες για τη νόσο, και μόνο 4 καινούριες θεραπείες έχουν εγκριθεί για την διαχείριση των συμπτωμάτων μόνο.

Αιτίες

Μέχρι στιγμής, ως κύριοι εκφυλιστικοί παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση της νόσου, ενοχοποιούνται οι Τ και β αμυλοειδείς πρωτεΐνες, οι οποίες αποτελούν και τους θεραπευτικούς στόχους, τουλάχιστον για την καθυστέρηση της ασθένειας.

Καθώς όμως οι ανάγκες των ασθενών παραμένουν ακάλυπτες, σε εξέλιξη βρίσκονται 641 κλινικές μελέτες, από τις οποίες οι 168 αφορούν έρευνες για φάρμακο, οι 89 αφορούν ιατρικές συσκευές και άλλες 78 διαγνωστικά τεστ, ενώ υπό διερεύνηση παραμένει η χρήση ακτινοβολίας, ή διαιτητικών συμπληρωμάτων, γενετικές θεραπείες, βιολογικοί παράγοντες και συνδυαστικές θεραπείες. Από τις έρευνες για φάρμακο, οι 33 βρίσκονται σε φάση ΙΙΙ, γεγονός που σημαίνει ότι μπορούμε να περιμένουμε κάποιο φάρμακο εντός της επόμενης πενταετίας. Παράλληλα, υπάρχουν 81 βιολογικοί παράγοντες σε φάση ΙΙ-ΙΙΙ και άλλα 54 συμπληρώματα διατροφής που βρίσκονται σε αρχικό στάδιο κλινικής μελέτης φάσης Ι και ΙΙ.

Σε αναζήτηση εμβολίου

Και παρότι οι περισσότερες έρευνες (22 σε εξέλιξη)  εστιάζουν σε μονοκλωνικά αντισώματα που θα στοχεύουν τις β αμυλοειδείς πρωτεΐνες, κάποιες από αυτές επιχειρούν να αναστρέψουν τη βλάβη, αλλάζοντας την αιμοσφαιρίνη, μέσω της χρήσης πλάσματος από αίμα. Άλλες οκτώ αφορούν συνδυαστικές θεραπείες με πολλαπλούς στόχους, επτά τη χρήση βλαστοκυττάρων, ενώ υπάρχουν και τέσσερις μελέτες που αναζητούν εμβόλιο κατά της νόσου. Η χρήση βλαστοκυττάρων αφορά μεσεγχυματικά κύτταρα που θα οδηγηθούν να αντικαταστήσουν και θα αναγεννήσουν τα φθαρμένα εγκεφαλικά κύτταρα που έχουν προκαλέσει την άνοια.

Ευκολότερη διάγνωση

Πάντως, καθώς οι διαγνωστικές μέθοδοι μέχρι σήμερα δεν είναι εύκολα διαθέσιμες στο ευρύ κοινό, είτε λόγω δυσκολίας στην πραγματοποίησή τους όπως η οσφυονωτιαία παρακέντηση, είτε λόγω κόστους, όπως η απεικόνιση με PET/CT, η έρευνα εστιάζει στην ανακάλυψη βιοδεικτών ή διαγνωστικών που θα εντοπίζουν τη νόσο σε πρώιμα στάδια, προκειμένου η όποια θεραπεία να έχει το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με τα επιδημιολογικά δεδομένα της νόσου, οι σοβαρά πάσχοντες κοστίζουν στο σύστημα υγείας περίπου 7.300 ευρώ ετησίως, χωρίς να υπολογίζεται το κόστος από την επιβάρυνση των φροντιστών, οι οποίοι αναπτύσσουν μεγάλη νοσηρότητα και  θνησιμότητα εξαιτίας της κατάθλιψης και της υπερκόπωσης από την περίθαλψη των οικείων τους. Εκτός του άμεσου κόστους της περίθαλψης των ασθενών με Αλτζχάιμερ, η κοινωνική φροντίδα υπολογίζεται σε 6.800 ευρώ κατ΄ έτος ανά ασθενή, ενώ στις σοβαρές περιπτώσεις το κόστος αυτό εκτινάσσεται στις 9.000 ευρώ ετησίως. Η επιβάρυνση αυτή είναι πολύ σημαντική, πολύ περισσότερο όταν τα δεδομένα δείχνουν ότι τα δύο τρίτα της κοινωνικής επιβάρυνσης καλύπτονται από τους ίδιους τους ασθενείς και τις οικογένειές τους.