Μάρκος Βαμβακάρης: Ο «ιερός βράχος» της λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής
Μια σπάνια συνέντευξή λίγο πριν τον θάνατό του
- «Υπάρχει θέμα» με το «De Grece» – Πυρά κομμάτων με το επίθετο που διάλεξαν οι Γλύξμπουργκ
- Βίντεο ντοκουμέντο λίγο μετά τη δολοφονία της Ράνιας στην Κρήτη - «Σκότωσα τον πατέρα μου» έλεγε ο δράστης
- Οι «must» προορισμοί για τα Χριστούγεννα - Ποιες περιοχές μαγνητίζουν το ενδιαφέρον
- «Συνεργαζόταν με Τούρκους για να με σκοτώσουν» - 10 μέρες σχεδίαζε τη δολοφονία του 52χρονου ο δράστης
Στις 10 Μαΐου του 1905 γεννήθηκε στη Σύρο, ο πατριάρχης του ρεμπέτικου τραγουδιού, Μάρκος Βαμβακάρης.
Τον Οκτώβριο του 1967, πέντε χρόνια πριν τον θάνατό του στις 8 Φεβρουαρίου 1972, μιλώντας στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» και την Αγγελική Δαμίγου, αναφέρθηκε στα ξεκινήματά του Σύρο και στην πορεία του λαϊκού και ρεμπέτικού τραγουδιού.
«Όλες τις τέχνες πούκαμα»
«Γεννήθηκα στην Άνω Χώρα της Σύρας και από μικρό παιδί γνώρισα την βιοπάλη. Δεκάδες οι δουλειές που έκανα. Τις λέω και σ’ ένα τραγούδι μου, που αρχίζει έτσι:
Όλες τις τέχνες πούκαμα
Ακούστε που τις λέγω
Τις γράφω και σα θυμηθώ
μούρχεται για να κλαίγω
»Στο νησί δούλεψα σε κλωστήριο, έγινα μπακαλόγατος, εφημεριδοπώλης, λούστρος, κοράκι σε κηδείες, μανάβης και λαχειοπώλης.
»Το 1917 ήλθα στον Πειραιά κι έγινα χαμάλης στο λιμάνι. Εγώ και κάτι Μυκονιάτες και Αούτηδες φοράγαμε χαμαλήκα στην πλάτη και φορτωνομάστε πάνω από 140 οκάδες (σ.σ. 179 κιλά) ο καθένας. Λυγίζανε τα πόδια μου από το βάρος και σαν τελείωνε η δουλειά αποτραβιόμουν πίσω από τα τσουβάλια με τη ζάχαρη κι έκλαιγα.
»Μετά απ’ αυτή τη δουλειά έγινα μανάβης στην αγορά του Πειραιά και ξανά πάλι ρίχητκα στο χαμαλήκι. Δεν μ’ έφτανε η κούραση, είχα παντρευτή τότε μια γυναίκα που ήταν “τζούρας μαχαλάς κι αέρας πελεκούδια”, που σημαίνει ο Θεός να σε φυλάη!»
»Δούλεψα για δέκα χρόνια στα σφαγεία του Πειραιά, αλλά τους τα βρόντησα χάμω, όταν μ’ ανάγκασαν να σφάξω μια γελάδα που τη λάτρευα. Ήλθα στα σφαγεία της Αθήνας, όπου δούλεψα δεκαπέντε χρόνια. Ήμουν άριστος σφάχτης και γδάρτης»
Το τραγούδι
«Από μικρός έγραφα ποιήματα και παρακολουθούσα τον πατέρα μου που έπαιζε μπουζούκι αλλά δεν με μάθαινε. Στον στρατό έμαθα μόνος μου μπαγλαμά κι ύστερα μπουζούκι. Άρχισα να γράφω τραγούδια, που τα προώριζα για να τα τραγουδήσουν άλλοι. Το 1934 πήγα για πρώτη φορά τα τραγούδια μου στην “Kολούμπια”.
»Τους άρεσαν και μ’ έπεισαν να τα τραγουδήσω. Τι πρώτο τραγούδι μου σε δίσκο ήταν το “’Έπρεπε ναρχόσουνα, βρε μάγκα, στον ντεκέ μου”.
Tότε έφτιαξα την πρώτη μπουζουξίδικη ορχήστρα που γνώρισε η Ελλάδα και παίζαμε σε μια παράγκα στην Ανάσταση του Πειραιώς.
Άνοιξα μετά ένα δικό μου μπαρ στην Κοκκινιά, όπου γινόταν κοσμοσυρροή κάθε βράδυ, κι ύστερα μέχρι πριν ενάμιση χρόνο, που πήρα σύνταξη από το ΙΚΑ, έπαιξα σε πολλά κέντρα.
«Αμανέδες και ινδικοί σκοποί»
«Ίσαμε που υπάρχω εγώ, θα υπάρχη και το γνήσιο λαϊκό τραγούδι. Όταν θα πεθάνω, θα χαθή, γιατί θα το ξανανοθεύσουν, όπως κάνανε πριν μερικά χρόνια, που το γεμίσανε αμανέδες και ινδικούς σκοπούς.
»Εκείνο τον καιρό με είχανε παραγκωνίσει όλοι, αλλά τώρα γύρισε ο τροχός. Το γνήσιο λαϊκό τραγούδι ξαναήλθε στην επιφάνεια. Όλες οι εταιρίες ζήτησαν τραγούδια μου. Κι εγώ τους έδωσα 150».
Οι συγχρονοι λαϊκοί συνθέτες και τραγουδιστές
«Οι πρώτοι νοθέψανε το λαϊκό τραγούδι κι ας το φορτώσανε με μελωδίες. Εγώ δεν αναγνωρίζω σαν συνθέτη εκείνον που δεν γράφει και τους στίχους, ώστε να βγη η μελωδία μέσα από την συγκίνηση της ιστορίας.
»Όσο για τους τραγουδιστές, άλλοι μιμούνται τους παλιούς κι επιτυχημένους λαϊκούς ερμηνευτές κι άλλοι δεν έχουν διόλου έκφραση. Από τις σύγχρονες βεντέτες του λαϊκού τραγουδιού, παραδέχομαι την Πόλυ Πάνου, την Καίτη Γκρέη και την Ρίτα Σακελλαρίου.
»Από τους άνδρες, θαυμάσιοι είναι ο Καζαντζίδης κι ο Περπινιάδης, ενώ από τους συνθέτες αναγνωρίζω τον Μητσάκη».
Από το ’67 ως το τέλος…
»Γράφω συνέχεια μουσική, στίχους, δίσκους κι ετοιμάζομαι για τουρνέ στην Ευρώπη, τώρα στα γεράματα που με πονάνε τα πόδια μου. Αλλά με ζητάνε οι ξένες τηλεοράσεις κι οι εταιρείες δίσκων. Και θα πάω, γιατί θέλω να μάθη ο κόσμος ποιο είναι το γνήσιο λαϊκό τραγούδι.
»Τις φιλοδοξίες μου τις στηρίζω στους δυό γιους μου, που παίζουν θαυμάσιο μπουζούκι. Σ’ αυτούς αφήνω κληρονομιά τα τραγούδια μου και την ευχή να υπηρετήσουνε το λαϊκό τραγούδι με το ίδιο μεράκι, με την ίδια αγάπη που το υπηρέτησε ο πατέρας τους»
Το αντίο του Τσιτσάνη
Όταν ο Μάρκος πέθανε, ο Βασίλης Τσιτσάνης ο έτερος σπουδαίος και συνεχιστής του λαϊκού και ρεμπέτικού είπε:
«Ο ξαφνικός του θάνατος μάς λύπησε αφάνταστα. Ήταν ο πρωτοπόρος του λαικού μας τραγουδιού. Ο γνήσιος και αυθεντικός Μάρκος. Μόνος του έγραφε τους στίχους, μόνος του τη μουσική, μόνος του έπαιζε το απλό και γλυκό μπουζούκι του και ο ίδιος τραγουδούσε με την ωραία και βροντώδη φωνή του.
»Η μουσική των απλών και πηγαίων τραγουδιών του διακρίνεται για το ελληνικώτατο χρώμα. Με το θάνατό του εξέλιπε μια μεγάλη μορφή του λαϊκού μας τραγουδιού.
»Όμως ποτέ δεν θα φύγη από την καρδιά μας και ποτέ τα τραγούδια του δεν θα πάψουν να παίζωνται, να τραγουδιούνται και να χορεύωνται.
»Όσο ‘βαριά’ ήταν τα τραγούδια του και οι σκοποί του, τόσο ελαφτό ας είναι το χώμα που θα τον σκεπάζη».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις