Οκτώ διηγήματα που σχηματίζουν μια ονειρική ανθρωπογεωγραφία του θεσσαλικού κάμπου. Οκτώ ιστορίες-ωδή στην προφορικότητα.

Αυτή είναι η «Πομόνα», η πρώτη λογοτεχνική δουλειά με την υπογραφή του Αργύρη Φασούλα, που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μάγμα.

Ο άντρας που καπνίζει μες στο καταμεσήμερο τα δάχτυλά του. Η Κική που μετράει συλλαβιστά τα στρώματα του αέρα. Η κόρη που σκότωσε και φύτεψε τη μητέρα της.

Ο Κώστας ο Τζουμέρας, στην καρότσα της Καναδέζας με τον στραβό του τον ύπνο. Ο Γιούλης στον Επιτάφιο, στην πλατεία, όπου είχι πλακωσ’ όλη η Λαρ’σα.

Ο Τάσσος ο Βίγκας καθισμένος στο σαράβαλο του ήλιου. Η Χρύσα και τα ασάλευτα ψάρια που στάζουν πηχτά απ’ τα χείλια της. Ο Γιώργος ο Ζίτσιος που κλαίει πάνω απ’ το πρόβατό του.

Οι ήρωες του βιβλίου περιδιαβαίνουν μέσα στην ανθρώπινη περιπέτεια, με ό,τι έχει ο καθένας: ένα μαχαίρι, ένα κλειδί, ένα σφυρί.

Αίμα, φόνοι, γιορτές, καταστροφές, μοναξιές. Όλα μαζί στο αλέτρι του μύθου.

Μια νέα μυθολογία, με αναφορές τόσο στη λαϊκή κουλτούρα όσο και στον υπερρεαλισμό και τον μαγικό ρεαλισμό, θέτει τον κόσμο σε πειραματική αταξία.

Πυκνές εικόνες ξεπηδούν μέσα από θραύσματα καθημερινής ζωής, γεμάτης αφόρητη υπαρξιακή αγωνία.

Η Πομόνα του Αργύρη Φασούλα, φέρνει στην επιφάνεια ιστορίες από κάτω, από πέρα, από πουθενά, σαν μια αντλία που τραβάει νερό από τα βάθη.

Η Μαρία Χαρτοκόλλη φιλοτέχνησε -με τη μέθοδο του κολλάζ- οκτώ εικόνες που συνοδεύουν τα διηγήματα της συλλογής.

Αποσπάσματα από την «Πομόνα» του Άργύρη Φασούλα, μας δίνουν μια γεύση από ένα βιβλίο που κάθε βιβλιοφάγος και λάτρης του διαφορετικού και του απροσδόκητου, αξίζει να αποκτήσει.

Πομόνα

«Όταν και νύχτωσε, με τον άντρα να σφίγγεται μέσα σ’ ένα τσιγάρο, έξω απ’ το «Φάληρο». Απ’ τα ρουθούνια του βγαίναν ξινές αναθυμιάσεις και η πλάτη του φωσφόριζε. Ούτε που πρόλαβε να χαράξει.

Ο άντρας κρατιόταν απ’ το τσιγάρο, κι η μικρή φλόγα μπροστά τον τράβαγε προς το
αγροτικό – να τρύπωνε, λέει, μέσα εκεί σαν σε λαγούμι…

Οπότε σπρώχνει ένα φαρδύ κουτάλι γεμάτο σκόρδο μες στ’ ανοιχτό του στόμα. Να τος! Από γαβάθες μοσχαροκεφαλής που αχνίζουνε στο λυκαυγές, να τος πάλι που αναδύεται βραστός απ’ τους βυθούς της νύχτας!

Ποιος μπορούσε ποτέ να διακρίνει, ανάμεσα στο παχύ μουστάκι και στο κάτω χείλος, ένα δαγκωτό φιλί απ’ την Αντριάνα Σάγια; Κι όμως εκείνη την ώρα, οπότε κι ο άντρας αυτός μπούκωνε το στόμα του με πατσά και με καπνό, η γυναίκα αυτή ήρθε και κάθισε απέναντί του».

Πώς σκότωσα τη μητέρα μου

«Εδώ θα σας διηγηθώ πώς σκότωσα τη μητέρα μου. Αυτό δεν το κάνω για να καυχηθώ για το κατόρθωμά μου – ο καθένας οφείλει να δείχνει την αγάπη προς τους γονείς του όπως μπορεί. Το λέω ως μητέρα: έρχεται μια στιγμή που τα παιδιά θα πρέπει να φροντίσουν τους γονείς τους, όπως ακριβώς οι γονείς φρόντισαν αυτά τα παιδιά.

Είχαμε κι εμείς, βέβαια, τις δύσκολες στιγμές μας…

Κι ας μην θεωρηθεί ξιπασιά, μπορώ να πω πως –όσο φυσικά περνούσε απ’ το χέρι μου– τη μάνα μου τη φρόντισα ως το τέλος. Μπορεί ο φόνος της να
είναι γεγονός εντελώς άσχετο με τον θάνατό της –αφού πέθανε χρόνια μετά, από βαθιά γεράματα–, ήταν ωστόσο μια απόδειξη της όλης έγνοιας μου.

Κι αν όλη αυτή η ιστορία έχει κάτι να πει, είναι διότι μέσα σε μια εποχή εντελώς παράλογη, κατάφερα να βρω τον τρόπο να προστατέψω την μητέρα μου κι εμένα από αυτόν τον φριχτό παραλογισμό – πράγμα καθόλου εύκολο…

Επιτάφιοι

«Ιέ ρε τι γίνουνταν στη μπλατεία άμα φτάσαμι! Είχι πλακώσ’ όλη η Λάρ’σα! Ήταν όλοι, όλοι: ου Σπύρους ου Κατσαντών’ς, ου Γκατζέλας ου Θιουφάν’ς, ου Παπαδόπουλους ου Βασίλ’ς μι τα πιδιά απ’ τουν Αμπιλώνα – αυτοί ήταν όλοι στου Δήμου και στ’ Νουμαρχία κι είχαν ουργανώσ’ χουρούς μι στουλές κι μ’ απ’ όλα! Δημοτικά παίζαν. Κι ήταν ιένας κλαρ’ντζής που τουν θυμάμι, έπιζι τη «Νταλιάνα» κι έτσ’ πους έπιζι, γέλαγι κιόλας κοιτώντας τουν Αντρέα π’έφτανι μι τ’ αμάξ’.

Τουν έβγιναν οι μ’σές οι νότ’ς απ’ τη μύτ’! ’Γκαλιαζόμασταν ιένα κουβάρ’ ιμείς κι φουνάζαμι: «Είσι και θα είσι, ο Προυθυπουργός!» κι τέτοια! Αλλά κι σαν ου Αντρέας ανέφ’κι πάνου στ’ν ιξέδρα, χαμός! Τι να λέμι; Πανζουρλισμός σκέτους –μπ’δάγαμε, φιλιόμασταν– τέτοια, παιδιακίσια! Ου Λεουνίδας ου Μπαϊσλής ανέφ’κι κι κείνους αυτού πάν’, στην άκρια τ’ς ιξέδρας κι αφ’σι κατ’ πιριστέρια να πιτάξουν – σα δείγμα ειρήν’ς, που λεν.

Κι λίγου που τα ’δα, αυτά κάναν ένα γύρου κι φρούπ! – φύγαν απάν’ στου σκουτάδ’. Ου Ντίνους ου Ζαχαρίας είχ’ ιένα τσιγάρου στου στόμα έτοιμου να του πέσει, κι το ’χει μουσκιμέν’ ου κακουμοίρ’ς μι μύξις και μι κλάματα! Ου Αγγιλούσ’ς απ’ την άλλη μιριά, σαν να τουν έβλιπα ξανά στου γήπιδο τότι που πήραμι του Κύπιλλου, κούναγι τη μπλούζα τ’ στουν αϊέρα και φώναζι «Ωωωωαααα!»