Κλασικές σπουδές και αποαποικιοποίηση
Η κριτική προσέγγιση της Ελληνικής Αρχαιότητας θα βοηθηθεί από μια αποαποικιακή προσέγγιση
- Αποκάλυψη in: Μία πολυμήχανη 86χρονη παγίδευσε μέλη συμμορίας «εικονικών ατυχημάτων» στα Χανιά
- Σε 20 χρόνια φυλάκισης καταδικάστηκε ο σύζυγος της Ζιζέλ Πελικό για βιασμούς - Ένοχοι οι 51 κατηγορούμενοι
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- Το «άσχημο» χριστουγεννιάτικο πουλόβερ που όλοι αγαπάμε να μισούμε
Εάν κανείς διαβάσει μια σειρά άρθρων στον ελληνικό Τύπο, αυτή τη στιγμή οι κλασικές σπουδές βρίσκονται υπό διωγμό, κυρίως επειδή κατηγορούνται ότι εκπροσωπούν μια απολογητική της «λευκότητας» που συνδέεται με την αποικιοκρατία και τις παραλλαγές του ρατσισμού. Σε αυτό το φόντο, η έννοια της αποαποικιοποίησης παρουσιάζεται ως μια ακόμη «διανοητική μόδα», κατά τρόπο ανάλογο της διακωμώδησης της έννοιας της «πολιτικής ορθότητας» παλαιότερα ή της “cancel culture” πιο πρόσφατα. Όπως συμβαίνει συχνά με τέτοιες αντιδράσεις στη χώρα μας, αυτό που αποτυπώνεται είναι ένας ορισμένος βαθμός άγνοιας των επίδικων της διεθνούς συζήτησης με παραδοχές που έστω και άθελά τους επιβεβαιώνουν την επικαιρότητά της.
Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η ευκολία με την οποία στη χώρα μας συχνά όσοι τοποθετούνται πάνω σε αυτά τα ζητήματα σπεύδουν να πάρουν θέση υπέρ των πιο συντηρητικών απόψεων, αυτών που υπερασπίζονται τον Δυτικό «λογοτεχνικό κανόνα», ως προς την ιεράρχηση των κειμένων που είναι απαραίτητα αναγνώσματα, που επιμένουν σε μια ευρωκεντρική σύλληψη της ιστορίας και του πολιτισμού, που θεωρούν ότι υπάρχει ένα ιστορικό και πολιτιστικό συνεχές από την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα μέχρι τον φιλελευθερισμό και τον καπιταλισμό και που θεωρούν ότι είναι υπερβολές αυτά που λέγονται για την κατασκευασμένη εκδοχή «λευκότητας» που προβάλλεται αναδρομικά πάνω στην αρχαιότητα.
Όλα αυτά βέβαια έχουν και την ιστορική εξήγησή τους. Το νεαρό ελληνικό έθνος έσπευσε ήδη από την εποχή του νεοελληνικού διαφωτισμού να ενσωματώσει την εικόνα της κλασσικής αρχαιότητας που κυριαρχούσε στην Ευρώπη του 18ου και 19ου αιώνα και να την οικειοποιηθεί ως «εθνική ιστορία» εντός της προσπάθειας κατασκευής ενός «ιστορικού συνεχούς». Άλλωστε, η ιδιότητα των «απογόνων των Αρχαίων Ελλήνων»
ήταν από τα βασικά ιδεολογικά στοιχεία στα οποία επένδυσαν οι εξεγερμένοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν αναγνώριση αλλά και να διεκδικήσουν αλληλεγγύη και υποστήριξη.
Όμως, όλα αυτά είχαν το τίμημα της ταυτόχρονης ενσωμάτωσης όλων των προβληματικών πλευρών μιας ορισμένης ανάγνωσης και προσέγγισης της ελληνικής αρχαιότητας. Η θεώρηση ως αυτονόητης της «λευκότητας» των προγόνων με όλη την αποικιακή φόρτιση και τη συσχέτιση με τις νεωτερικές θεωρίες περί φυλής (και ρατσισμού), η παράβλεψη όλων των πλευρών της αρχαιότητας που υποδήλωναν κοινωνικό ανταγωνισμό, βαναυσότητα και πατριαρχία προς όφελος μιας εξιδανικευμένης εικόνας ενός αρχαίου κόσμου πνευματικής αρμονίας και φυσικά η υποτίμηση όλων των σύνθετών πολιτικών, ιδεολογικών και πολιτιστικών συναλλαγών της ελληνικής αρχαιότητας με πολιτισμούς και παραδόσεις που καμιά σχέση δεν έχουν με το αφήγημα της υποτιθέμενης «γέννησης του Δυτικού Πολιτισμού», όλα αυτά ετίθεντο στο περιθώριο προς όφελος μιας ακόμη μεγαλύτερης εξιδανίκευσης ενός παρελθόντος που θεωρήθηκε άλλωστε και «εθνικό», αλλά και – ας μην υποτιμάμε και αυτή τη διάσταση – από ένα σημείο και μετά εμπορικά και τουριστικά αξιοποιήσιμο.
Όλα αυτά προφανώς και μπορούν να ερμηνευθούν και να εξηγηθούν. Και αυτό θα ήταν πλευρά ενός αναγκαίου κριτικού αναστοχασμού και μιας εξίσου αναγκαίας ιστορικής αυτογνωσίας ως προς τον προβληματικό τρόπο με τον οποίο κατασκευάστηκε το ίδιο μας το υποτιθέμενο παρελθόν. Θα μπορούσε μάλιστα κάτι τέτοιο να θεωρηθεί ως κίνηση χειραφετητική, εφόσον θα επέτρεπε μορφές συλλογικής συνείδησης περισσότερο στραμμένες προς το μέλλον. Ωστόσο, το γεγονός ότι εξακολουθούν να υπάρχουν στην ελληνική δημόσια σφαίρα τόσες αντιστάσεις σε μια πιο κριτική προσέγγιση στην ελληνική αρχαιότητα είναι ενδεικτικό.
Είναι σε αυτό το φόντο που στην πραγματικότητα μια συνειδητή και εκτεταμένη αποαποικιοποίηση της σχέσης μας με την Αρχαιότητα καθίσταται επιτακτική. Δεν αποτελεί περιφρόνηση, διαγραφή, ή υποτίμησή των κλασικών σπουδών ως ερευνητικού πεδίου ή ως τμήματος της αναγκαίας «εγκύκλιας μόρφωσης» στη χώρα μας, αλλά συμβολή στην κριτική προσέγγισή τους. Η αντικατάσταση της απλής εξιδανίκευσης ενός παρελθόντος από την διπλή προσπάθεια το ίδιο αυτό το παρελθόν να μελετηθεί στην καταστατική αντιφατικότητα και συγκρουσιακότητά του (και προφανώς όχι απομονωμένο από ευρύτερες ιστορικές και πολιτιστικές δυναμικές που υπερβαίνουν τα όρια της Δύσης) και ταυτόχρονα να αποδομηθεί ο τρόπος που αυτό το παρελθόν αξιοποιήθηκε για τη νομιμοποίηση αποικιακών, πατριαρχικών και εκμεταλλευτικών πρακτικών, είναι στην πραγματικότητα ο δρόμος για «ανθρωπιστικές σπουδές» προσανατολισμένες σε μορφές κριτικής δημοκρατικής πολιτοφροσύνης. Ακόμη περισσότερο, θα προσδώσει στην υπεράσπιση της αναγκαιότητας αυτών των σπουδών, που βρίσκονται όντως στο στόχαστρο μιας αγοραίας εκδοχής εκπαίδευσης, όπως και στο αίτημα της προστασίας των μνημείων και των υλικών ιχνών που μαρτυρούν αυτή την ιστορία, την επικαιρότητα μιας όντως ζώσας σχέσης με διεκδικήσεις και αιτήματα που αφορούν τις πολλαπλές μορφές της βαναυσότητας σήμερα. Το γεγονός ότι ολοένα και περισσότερο μια νεώτερη γενιά ερευνητριών και ερευνητών προσανατολίζεται σε τέτοιες κατευθύνσεις μόνο ως ελπιδοφόρο μπορεί να θεωρηθεί.
Η καταραμένη «Μαύρη Αθηνά»
Τίποτε δεν συγκεφαλαιώνει καλύτερα την ιδιαίτερα προβληματική σχέση της ελληνικής «δημόσιας σφαίρας» με το αίτημα αποαποικιοποίησης των κλασικών σπουδών από τον τρόπο με τον οποίο προσλήφθηκε το βιβλίο του Μάρτιν Μπέρναλ η «Μαύρη Αθηνά», μια απόπειρα να αναδειχτούν τα αφροασιατικά στοιχεία που επέδρασαν στον «κλασικό πολιτισμό». Το ίδιο το βιβλίο δεν μεταφράστηκε ποτέ. Όμως, μεταφράστηκαν και προβλήθηκαν διάφορες παρεμβάσεις που του ασκούσαν πολεμική από συντηρητική σκοπιά.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις