Διαβάσαμε (επιτέλους) το τελευταίο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή
"Του Οσίου Αλμοδοβάρ ανήμερα": ένα ποιητικό οδοιπορικό στην φωταγωγημένη ξεφτίλα μιας περασμένης Ελλάδας
- Συγκλονίζει ο 95χρονος γιατρός του Πολυτεχνείου: Καμιά αμφιβολία για τους νεκρούς – Πολλοί τραυματίστηκαν από σφαίρες
- Πώς υποδέχτηκαν την επικοινωνία Σολτς - Πούτιν σε Λονδίνο και Παρίσι - Κινήσεις τακτικής στην σκακιέρα
- Ο Κιμ Γιονγκ Ουν προτρέπει σε βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων για πόλεμο, λέει το KCNA
- Παρέλαση μασκοφόρων ενόπλων νεοναζί στο Οχάιο
Ο Θάνος Αλεξανδρής είναι ο πιο παράξενος άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου. Το 1993 έγραψε στην εφημερίδα Σταρ, αυτό που έμελλε να γίνει εθνικός ύμνος, ατάκα χιλιοπαιγμένη και τσιτάτο λατρευτό: «από φωνή μ@@@ι και μ@@@ι φωνάρα».
Είναι ένας άνθρωπος που παράτησε την ταπεινή ζωή της Νέας Αρτάκης για να γραφτεί στη Νομική και στη συνέχεια στη Δραματική Σχολή του Καρόλου Κουν και τελικά να χορέψει μες στο θρόισμα των φουστανιών της νύχτας, να λουστεί από τα φώτα και τα σκοτάδια της και να κατορθώσει να βγει από όλο αυτό αλώβητος, ώστε να αποστασιοποιηθεί και να γράψει θρυλικές ιστορίες που τα σημερινά 18χρονα ούτε στο Netflix δεν μπορούν να παρακολουθήσουν, μα ούτε και στα πιο τρελά τους όνειρα.
Τον γνώρισα από κοντά στην πρεμιέρα της παράστασης «Αυτή η Νύχτα Μένει» σε σκηνοθεσία Κίρκης Κάραλη, κόρης Σεμίνας Διγενή, με πολύ τρυφερή ματιά πάνω στο εμβληματικό έργο του, το οποίο γέννησε την ομώνυμη ταινία, άρα και την τραγουδάρα του Σταμάτη Κραουνάκη.
Πολύ ήρεμος, με πρόσωπο πανέμορφο, λείο, χωρίς τα σημάδια ξενυχτιών και κραιπάλης. Δεν βγαίνει για καφέδες και ποτά ο Θάνος, αρνείται ευγενικά συνεντεύξεις και παρεμβάσεις. Όταν ήταν να ζήσει, το έκανε ακραία και υπήρξε πλάι σε σπουδαιότατους ανθρώπους, οσμίστηκε την ακριβή τέχνη του Γιώργου Μαρίνου και, με το κουλτουριάρικο background του, αποδέχτηκε και λάτρεψε την τρασίλα της νύχτας, του κονσομασιόν και της καψούρας.
Αυτά κι άλλα τόσα κι άλλα τόσα βρίσκονται καλογραμμένα κι ακτινοβόλα στις σελίδες του νέου του, πολυαναμενόμενου βιβλίου «Του Οσίου Αλμοδοβάρ ανήμερα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος.
Αισθάνομαι πολύ ευλογημένη που δέχτηκε ο Αλεξανδρής να μου παραχωρήσει συνέντευξη στο Popaganda, ένα από τα πρώτα μου δημοσιογραφικά σπίτια. Παραθέτω κουβέντες του ατόφιες:
«Το πρώτο μου κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φαντάζιο, με προτροπή της Μαλβίνας. Δεν μπήκε το όνομά μου, αλλά αυτή η δελεαστική πρόταση της Κάραλη, που εκείνη την εποχή ήταν η σταρ για το αναγνωστικό κοινό, με έκανε να αισθανθώ θεός. Ήταν, λοιπόν, ένα αφιέρωμα στους αδερφούς Μπαρμπούτσογλου, κάπου στο Παγκράτι. Αυτοί ήταν δύο αδέρφια με εμφάνιση Νίκου Σταυρίδη, περίπου μεσήλικες, που παρουσίαζαν, ας πούμε, το πρώτο drag show. Ανάμεσα σε κεφτέδες, γιουβετσάκια και συκωταριές, εμφανίζονταν ντυμένοι άτσαλα γυναικεία, σχεδόν σαν καρικατούρες.
Αλλά και στην πρώτη μου εμφάνιση στη Μέδουσα του Μαρίνου το μεγάλο μου σουξέ έγινε με παρωδία σκυλάδικου. Βγαίναμε, λοιπόν, όλα τα νέα παιδιά καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες με λαμπιόνια από πάνω, σαν παρακμιακές σκυλούδες και γινόταν το έλα να δεις. Το «Βρε μελαχρινάκι», το «Αγάπη μου γιατί είσαι παραπονεμένος» και «Ποιος χτυπάει την πόρτα μου» ακούστηκαν για πρώτη φορά στη Μέδουσα και δημιούργησαν παραισθήσεις στην αστική τάξη που σύχναζε εκεί. Ήχοι πρωτόγνωροι, σχεδόν ανατριχιαστικοί για μένα που είχα σαν ιερό ευαγγέλιο το «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι, ήχους που όμως αργότερα υιοθέτησα, λάτρεψα και υπηρέτησα με ιερό πάθος δέκα ολόκληρα χρόνια. Τώρα που το σκέφτομαι και έχοντας κάνει αυτή την πορεία στη νύχτα, ήταν σαν ο θεός να ήθελε από την αρχή να μου το πει ξεκάθαρα.
Είχα την τύχη να γνωρίσω σημαντικούς ανθρώπους στην Αθήνα. Τον Γιώργο Μαρίνο, τον Κάρολο Κουν, τον μουσικό Στέφανο Βασιλειάδη, τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Στα πρώτα χρόνια που ήρθα στην Αθήνα, είχα καημό και πάθος να γνωρίσω τον Μάνο. Δεν έγινε ποτέ. Διακαής μου πόθος ήταν να τον συναντήσω και επειδή ήταν ανέφικτο, σκέφτηκα λίγο αναρχικά. Έμενα Παγκράτι, κάπου στη Φαίδρου, και κάθε βράδυ μες στο ψωφόκρυο τριγυρνούσα έξω από το Μαγεμένο Αυλό, τραγουδώντας με όλη τη δύναμη της φωνής μου -δεν είναι υπερβολή- το «Μεγάλο Ερωτικό», με την ελπίδα να με ακούσει, να ενθουσιαστεί και να μου γράψει τραγούδια.»
Ο Θάνος Αλεξανδρής είναι απίθανος γραφιάς που ισορροπεί ανάμεσα στην προσωπική εξομολόγηση, στο ντοκιμαντέρ με διεισδυτική, πολιτική (πώς αλλιώς) ματιά και την φιλοσοφία με αισθητικές κατευθύνσεις και υπόγειο πέρασμα διδαγμάτων ζωής.
Η φίλη μας, η δημοσιογράφος της καρδιάς μας, η Αλεξάνδρα Τσόλκα, τον ρώτησε «Τελικά, Θάνο, τι είναι τρας;» και εκείνος απάντησε αφοπλιστικά όπως πάντα:
«Το να παίρνεις παρατημένα υλικά, φτηνά, και αν σου βγει, στην πορεία να φτιάχνεις ποίηση. Αυτό είναι το τρας. Στη πορεία, αυτό υιοθετήθηκε, έγινε μόδα, ευτελίστηκε και δεν είχε νόημα να υπάρχει. Τα λαιφ στάιλ στις τηλεοράσεις, οι Πετρούλες και άλλες σαν αυτήν, κάναν όλη την τηλεόραση τρας. Γίνανε πρωταγωνιστές αυτοί που υπογράμμιζαν τη φτήνια και την αυθεντικότητα. Το υιοθέτησαν και έγιναν πρωταγωνιστές. Τότε στην ουσία υπήρξε χυδαιότητα εκεί που υπήρχε ποίηση».
Για το βιβλίο του με τον ευφάνταστο τίτλο (πάρτυ θα έκανε ο Πέδρο Αλμοδόβαρ αν μπορούσε να ζούσ εέστω και το 1/3 των στιγμών που ανθολογεί ο Αλεξανδρής) έγραψαν πολλοί καλύτεροί μου πολλά καλύτερα από αυτά που θα μπορούσα να σας μεταφέρω.
Επειδή όμως τυγχάνω, δημοσιογραφικά, μαθήτρια στην σχολή Θάνου Αλεξανδρή, θα σας εμπιστευθώ, απολύτως βιωματικά, ότι το βιβλίο του το έχω κάνει φύλλο και φτερό στα λεωφορεία και τα μετρό που με πηγαινοφέρνουν στο γραφείο, το έχω αναπαύσει σε τραπεζάκια καφέ όταν καθυστερεί το ραντεβού μου, το έχω κοιμίσει δίπλα μου στο στρώμα, το έχω υπογραμμίσει με μολύβι κι έχω τσακίσει μερικές σελίδες του.
Αυτός είναι ο προορισμός αυτού του έργου, νομίζω. Πάρτε το, αν θέλετε να βυθιστείτε σε μια αφήγηση εμποτισμένη με αλήθεια που δεν χωράει στα τηλεοπτικά πάνελ, καύλα που δεν αντέχουν τα μοντέλα του GNTM και οι ολόιδιες μεταξύ τους influencers, πολύ αρμόνιο των σκυλάδικων, τζούρες Μαλβίνας Κάραλη, επικά επεισόδια από την καθημερινότητα του Θάνου που στέκει, συχνά, ενεός απέναντι στα δρώμενα (τηλεοπτικά και μη) που τον ξεπερνούν, πια.
Γιατί κάποτε το τρας ήταν η αληθινή όψη της τέχνης, ενώ τώρα το απορρίπτουμε ειρωνικά, μεν, ως όρο, πλην όμως ακουσίως το υπηρετούμε και το χειροκροτούμε. Ίχνος πολιτικής ορθότητας δεν έχει αυτό το εκπληκτικό ανάγνωσμα, παραμένει όμως υπέρμετρα σεβαστικό και τρυφερό σε μορφές της πόλης, της χώρας, της νύχτα ςπου άφησαν αμίμητο χνάρι ξοπίσω τους. Κι αυτό, φίλες μου και φίλοι, το λες και καρασπάνιο.
Θάνο Αλεξανδρή, σε ευχαριστούμε που «έζησες αληθινά αυτό που θα’ θελες να ζήσεις!», πρέπει να είσαι από τους ελάχιστους που το έχουν καταφέρει. Προτείνω δεύτερη ταινία! Ποιος σκηνοθέτης θα τολμήσει άραγε; Αλμοδοβάρ, ακούς;
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις