ΕΕ: Στρατιωτικοποίηση με στόχο τη διεθνή επιρροή – Φόβοι για «εμπρηστική» εμπλοκή σε διεθνείς συγκρούσεις
Οι επικριτές μιας σειράς από πρόσφατες κινήσεις της ΕΕ αναρωτιούνται γιατί μια ένωση που υποτίθεται ότι έχει στόχο την προώθηση της ειρήνης, σκοπεύει να επενδύσει δημόσιο χρήμα για την παροχή οπλικών συστημάτων σε ξένα στρατεύματα
- Τέσσερις στους δέκα Γάλλους «σκοτώνουν» τα χριστουγεννιάτικα δώρα τους για δύο λόγους
- Φωτιά σε εγκαταλελειμμένο κτίριο στο κέντρο της Αθήνας
- Τραγωδία με έναν νεκρό σε τροχαίο - Προσπάθησε να αποφύγει σκύλο και συγκρούστηκε με νταλίκα
- Νέα αποκάλυψη για τον κορονοϊό - Τα στοιχεία που απέκρυψαν οι ΗΠΑ και το FBI
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Πράσσα
Το 2012, η ΕΕ κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης ως αναγνώριση των «έξι δεκαετιών στη διάρκεια των οποίων προωθούσε την ειρήνη και τη συμφιλίωση» στην Ευρώπη. Αποδεχόμενος το βραβείο, ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Χοσέ Μανουέλ Μπαρόσο, δήλωσε ότι ο πλανήτης μπορεί να «στηριχτεί στις προσπάθειές μας να διεκδικήσουμε την σταθερή ειρήνη, ελευθερία και δικαιοσύνη».
Όμως λιγότερο από μια δεκαετία μετά, η ΕΕ κάνει δυο σημαντικά βήματα για να ενισχύσει την αμυντική της ικανότητα και να εμπλακεί σε στρατιωτικές συγκρούσεις, μέσω της εκπαίδευσης και του εξοπλισμού κυβερνήσεων που δεν ανήκουν στην ένωση. Εν μέσω της πανδημίας του κοροναϊού, αυτές οι εξελίξεις πέρασαν ελαφρώς απαρατήρητες, όμως εκπροσωπούν μια σημαντική επέκταση της πολιτικής ασφαλείας της ένωσης με εκτεταμένες συνέπειες.
Τον Δεκέμβριο δημιουργήθηκε Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (EDF) ύψους €8 δις., που προορίζεται για την ανάπτυξη και την απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων και τεχνολογίας που προορίζεται για τους στρατούς εντός της ΕΕ, αλλά και εκτός των συνόρων της.
Επιπλέον, η ΕΕ πρόσφατα δημιούργησε τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό για την Ειρήνη (EPF), ο οποίος στοχεύει στην ενίσχυση της ικανότητας της ένωσης να προσφέρει εκπαίδευση και εξοπλισμό – και για πρώτη φορά στα χρονικά, όπλα – σε μη-ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο.
Η Γαλλία και η Γερμανία, η Κομισιόν και μια πλειοψηφία ευρωβουλευτών, πίεσαν για τη δημιουργία αυτών των εργαλείων, με στόχο την αύξηση της επιρροής της ΕΕ στο εξωτερικό. Ως επιχείρημα παρουσίασαν τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, το Σαχέλ και την Ουκρανία, αλλά και τον απομονωτισμό των ΗΠΑ στη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ.
Η διπλή πρωτοβουλία πρόκειται να ενισχύσει την οικονομική και διπλωματική επιρροή της ΕΕ με μια γερή δόση «σκληρής ισχύος», υποστηρίζουν οι υπέρμαχοι της κίνησης, οι οποίοι πιστεύουν επίσης ότι η απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων από τους επιμέρους στρατούς των 27 κρατών-μελών ξεχωριστά δεν είναι αποτελεσματική. Όμως τα μέτρα πρόκειται να ευνοήσουν και την ευρωπαϊκή πολεμική βιομηχανία, παρέχοντας κονδύλια έρευνας και ανάπτυξης, αλλά και νέες αγορές για πώληση οπλικών συστημάτων στο εξωτερικό.
«Αυτές οι προκλήσεις γίνονται όλο και πιο πυκνές και διαφοροποιημένες, ιδιαιτέρως σε περιοχές όπου οι Αμερικανοί λένε στους Ευρωπαίους: “Έι, ασχοληθείτε με τη δική σας γειτονιά”», λέει στον Guardian ο Γερμανός συντηρητικός ευρωβουλευτής Μάικλ Γκάλερ, που συμμετέχει στην επιτροπή του ευρωκοινοβουλίου για την ασφάλεια και την άμυνα.
Όπως εξηγεί, η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 ήταν ένας από τους πολλούς παράγοντες που αύξησαν τη δημοτικότητα της ιδέας για μεγαλύτερη στρατιωτική εμπλοκή της ΕΕ. «Ξεχάστε τον Ντόναλντ και σκεφτείτε λίγο τον Βλάντιμιρ», είπε χαρακτηριστικά.
Όμως ένα δυναμικό δίκτυο ακτιβιστών για την ειρήνη, έμπειροι ευρωβουλευτές και υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατηγορούν την ΕΕ ότι έχει εγκαταλείψει τις ιδρυτικές αρχές της και παραδίδεται στα λόμπι της πολεμικής βιομηχανίας που πιέζουν για περισσότερο δημόσιο χρήμα.
«Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουμε γραμμή προϋπολογισμού με στρατιωτικές συνιστώσες», τονίζει στον Guardian ο Εζλέμ Ντεμιρέλ, ευρωβουλευτής από τη Γερμανία και αντιπρόεδρος της επιτροπής για την ασφάλεια και την άμυνα.
Μια νομική άποψη που συντάχθηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα του Ντεμιρέλ, υποστηρίζει ότι το EDF αποτελεί «πρόδηλη παραβίαση» των ιδρυτικών συμφωνιών της ΕΕ, οι οποίες απαγορεύουν τη χρήση του προϋπολογισμού της ένωσης για «επιχειρήσεις με στρατιωτικές ή αμυντικές συνυποδηλώσεις».
«Εξαιρετικά επικίνδυνο»
Η στρατιωτική έρευνα της ΕΕ ξεκίνησε το 2014, όταν το ευρωκοινοβούλιο ενέκρινε πιλοτικό πρόγραμμα €1,4 εκατ. για αμυντικές έρευνες. Ο Γκάλερ ήταν ο αρχιτέκτονάς του: «Σκεφτήκαμε ότι εντάξει, θα κάνουμε μια αρχή με αυτά τα τσιγκούνικα οικονομικά εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας», θυμάται μιλώντας στον Guardian.
Η κίνηση αυτή άνοιξε τον δρόμο και για άλλα πειράματα, με την ΕΕ να παρέχει περισσότερα από €500 εκατ. σε αμυντικά ερευνητικά προγράμματα από το 2017 έως το 2020, συμπεριλαμβανομένων επενδύσεων σε κβαντικές τεχνολογίες, τεχνητή νοημοσύνη, όπλα «κατευθυνόμενης ενέργειας», «προσαρμοστικό καμουφλάζ» και «κυνήγι κυβερνοαπειλών σε πραγματικό χρόνο».
Εκπρόσωπος της Κομισιόν απαρίθμησε στον Guardian περαιτέρω προγράμματα που είναι πιθανό να χρηματοδοτηθούν από το αμυντικό ταμείο της ΕΕ, και τα οποία συμπεριλαμβάνουν τεχνολογία drone, «δυνατότητα βολής ακριβείας από εδάφους» και μια νέα γενιά χερσαίων, εναέριων και ναυτικών πλατφόρμων μάχης.
Μακροπρόθεσμος στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι αυτές οι τεχνολογίες θα αναπτύσσονται εντός της ΕΕ, σύμφωνα με εκπρόσωπο της ένωσης, προκειμένου αυτή να καταστεί «στρατηγικά αυτόνομη, να μην στηρίζεται σε άλλα κράτη» και «να ενισχυθεί η ικανότητά μας να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας και, φυσικά, τους Ευρωπαίους πολίτες».
Όμως τα σχέδια αυτά περιλαμβάνουν και σημαντικούς κινδύνους, προειδοποιεί η Δρ. Μπερενίς Μπουτάν, ερευνήτρια στρατιωτικών επιχειρήσεων, διεθνούς δικαίου και τεχνητής νοημοσύνης στο Ινστιτούτο Άσερ της Ολλανδίας. «Οι πιθανές εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης στον στρατό επεκτείνονται πολύ πέρα από τα οπλικά συστήματα», εξηγεί.
Ένα σημείο που προκαλεί ανησυχία είναι η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης σε «συστήματα υποστήριξης αποφάσεων», δηλαδή για παράδειγμα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα software παρέχει συμβουλές για το πότε, πού ή πώς θα πρέπει να κινηθούν οι στρατιώτες ή ο οπλισμός ή να εκτοξευθεί μια ρουκέτα. «Μπορεί να οδηγήσει σε ανθρώπινες αποφάσεις που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε αλγορίθμους, με αποτέλεσμα να γεννούνται ερωτήματα για το κατά πόσον υπάρχει ουσιαστικός έλεγχος της κατάστασης», υποστηρίζει η Μπουτάν. Παρά το γεγονός ότι η Κομισιόν παρουσίασε πρόσφατα τα σχέδιά της για τον έλεγχο της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης εντός της ένωσης, το σημερινό προσχέδιο δεν καλύπτει τη χρήση της για στρατιωτικούς λόγους.
Το EDF έχει αναπτυχθεί με πρότυπο τη συνιστώσα ασφαλείας του προϋπάρχοντος εδώ και πολύ καιρό ερευνητικού προγράμματος της ΕΕ, που πλέον αποκαλείται «Ορίζοντας Ευρώπη». Ο «Ορίζοντας» έχει συμβάλει στην ανάπτυξη τεχνολογιών όπως τα αυτόνομα συστήματα επιτήρησης, τα εργαλεία εξόρυξης δεδομένων που χρησιμοποιούν οι αστυνομικές δυνάμεις της ένωσης και τα σμήνη από drones που συμμετέχουν στον έλεγχο των συνόρων.
Ερευνητές σε ζητήματα ηθικής και ιδιωτικότητας εξέφρασαν πέρσι τις ανησυχίες τους στον Guardian για την απουσία ελέγχου σε αμυντικά ερευνητικά προγράμματα που χρηματοδοτούνται από τον Ορίζοντα. Τα δυνητικά ηθικά ζητήματα που προκύπτουν από την ανάπτυξη οπλικών συστημάτων και τεχνολογιών θα είναι ακόμη χειρότερα, τονίζουν οι επικριτές του EDF.
Η χρηματοδότηση της ανάπτυξης οπλισμού και άλλων στρατιωτικών συστημάτων απαγορεύεται στο πλαίσιο του Ορίζοντα. Το EDF θα αποτελέσει την πρώτη ευρωπαϊκή πρωτοβουλία που χρησιμοποιεί δημόσιο χρήμα για την ανάπτυξη όπλων και τεχνολογίας που προορίζεται κυρίως για στρατιωτική χρήση.
«Η Κομισιόν γνωρίζει ότι λειτουργεί σε μια γκρίζα ζώνη, επειδή δεν είναι και τόσο εύκολο να εντάξει τα στρατιωτικά μέτρα στον προϋπολογισμό», υποστηρίζει ο Ντεμιρέλ, «και δεν αφορά μόνο τους ασύμμετρους πολέμους, αλλά και τους πιο εκτεταμένους πολέμους, μεταξύ των οικονομικών και στρατιωτικών δυνάμεων του πλανήτη. Και αυτό είναι πραγματικά επικίνδυνο».
«Αυξάνεται ο κίνδυνος για τους πολίτες»
Παρά την ονομασία του, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός για την Ειρήνη, που πρόκειται να απορροφήσει κονδύλια ύψους €5 δισ. στη διάρκεια της επόμενης επταετίας, θα επιτρέψει στην ΕΕ να παρέχει εξοπλισμό – συμπεριλαμβανομένων και φονικών όπλων – σε μη-ευρωπαϊκούς στρατούς. Επιπλέον, προσφέρει στην ΕΕ μεγαλύτερη ελευθερία για κινήσεις στην Αφρική σε σχέση με το παρελθόν, επιτρέποντάς της να παρέχει όπλα και εκπαίδευση απευθείας σε εθνικές κυβερνήσεις και τοπικούς δρώντες, αντί να το κάνει μέσω της Αφρικανικής Ένωσης, όπως ήταν υποχρεωτικό να συμβαίνει με τις εκπαιδευτικές αποστολές στο παρελθόν.
Ο υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας, Χάικο Μαας, έχει περιγράψει τον μηχανισμό ως «θεμελιώδη επένδυση στην ειρήνη και την σταθερότητα». Όμως δεν συμφωνούν όλοι μαζί του. Σαράντα οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν προειδοποιήσει ότι η πιθανότητα χορήγησης φονικών όπλων σε ξένες στρατιωτικές δυνάμεις δημιουργεί «τον κίνδυνο αύξησης της καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συμβολής στην επέκταση της βίας και τον πολλαπλασιασμό των όπλων, αντί της προστασίας των πολιτών και της αναζήτησης πολιτικών λύσεων».
Το Σαχέλ, δηλαδή η περιοχή της Αφρικής που περιλαμβάνει τη Μαυριτανία, το Μάλι, τον Νίγηρα, τη Μπουρκίνα Φάσο και το Τσαντ, αναμένεται να είναι μία από τις περιοχές στις οποίες θα χρησιμοποιηθεί ο μηχανισμός.
Έχει κεντρική στρατηγική σημασία για την ΕΕ, δεδομένης τόσο της οκταετούς γαλλικής στρατιωτικής επιχείρησης στην περιοχή, όσο και της επιθυμίας της ΕΕ να αποτρέψει τη μετανάστευση προς την Ευρώπη. Οι στρατιωτικές και αντιτρομοκρατικές παρεμβάσεις στην περιοχή αυξάνονται κάθε χρόνο από την ένοπλη εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης του Μάλι το 2011. Ευρωπαϊκές αποστολές εκπαιδεύουν εδώ και καιρό στρατιωτικές, αστυνομικές και συνοριακές δυνάμεις στο Μάλι και τα γειτονικά του κράτη, όπως η Μπουρκίνα Φάσο και ο Νίγηρας, ενώ στρατιώτες από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Βρετανία, την Τσεχία και την Εσθονία εμπλέκονται σε αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις στην περιοχή. Η εκπαίδευση και ο εξοπλισμός ξένων στρατευμάτων μπορεί να γεννήσει κινδύνους για τη δημοκρατία: Ο ηγέτης του πραξικοπήματος στο Μάλι το 2020 ήταν ένας συνταγματάρχης, ο Ασίμι Γκοϊτά, που είχε εκπαιδευτεί από τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ.
Παρά την παρουσία ξένων δυνάμεων και ειρηνευτικής αποστολής του ΟΗΕ, η βία στο Μάλι, τον Νίγηρα και τη Μπουρκίνα Φάσο έχει αυξηθεί ραγδαία στη διάρκεια του περασμένου έτους. Αντί να αναθεωρήσει τη στρατηγική της, όμως, υπάρχουν ενδείξεις ότι η ΕΕ σκοπεύει να κλιμακώσει περαιτέρω τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις.
Εσωτερικό έγγραφο της Κιμισιόν, που συνδέεται με τη στρατιωτική αποστολή της ΕΕ στο Μάλι, και το οποίο βρίσκεται στη διάθεση του Guardian, καλεί σε αποκέντρωση των δραστηριοτήτων στρατιωτικής υποστήριξης σε «τακτικό» επίπεδο. Αυτό θα επέτρεπε στην ΕΕ να απομακρυνθεί από την εκπαίδευση αποκλειστικά της ηγεσίας του στρατού του Μάλι και να επεκταθεί στην παροχή συμβουλών και εκπαίδευσης σε συντάγματα στο πεδίο της μάχης. Επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία στη δράση της ΕΕ στο Σαχέλ, όμως είναι πιθανό να δυσχεραίνει τον έλεγχο των δραστηριοτήτων της.
Το έγγραφο που χρονολογείται στον Φεβρουάριο του 2020 ζητά επίσης την επέκταση της περιοχής των αποστολών, προκειμένου αυτή να «καλύπτει ολόκληρο το Μάλι» αλλά και την αύξηση των προγραμμάτων για τις ένοπλες δυνάμεις της Μπουρκίνα Φάσο και του Νίγηρα.
Όμως η εμπλοκή ξένων στρατιωτικών δυνάμεων στις συγκρούσεις του Σαχέλ έχει υψηλό τίμημα. Οι αντιτρομοκρατικές εκστρατείες των κυβερνήσεων του Μάλι, του Νίγηρα και της Μπουρκίνα Φάσο έφεραν περισσότερες από 600 παράνομες εκτελέσεις από το 2019, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Υπάρχουν ανησυχίες ότι η νέα δυνατότητα της ΕΕ να παρέχει όπλα σε ξένες δυνάμεις ενδέχεται να λειτουργήσει εμπρηστικά σε τέτοιες περιπτώσεις. Η δεξαμενή σκέψης Διεθνής Ομάδα Κρίσεων (ICG) έχει υποστηρίξει ότι η στρατηγική του γαλλικού στρατού στην περιοχή του Σαχέλ αποτυγχάνει, καθώς οι τζιχαντιστικές επιθέσεις έχουν πενταπλασιαστεί από το 2016 μέχρι σήμερα.
Αξιωματούχος της ΕΕ με στενή σχέση προς το EPF, που μίλησε στον Guardian με τον όρο της τήρησης της ανωνυμίας του, δήλωσε ότι η ΕΕ θα δημιουργήσει επαρκείς δικλείδες ασφαλείας, όπως για παράδειγμα τη δυνατότητα παρακολούθησης του κύκλου ζωής του στρατιωτικού εξοπλισμού, παρά το γεγονός ότι προς το παρόν οι πληροφορίες γύρω από το ζήτημα παραμένουν απόρρητες. «Αν παρέχουμε στρατιωτικό εξοπλισμό, αναπόφευκτα θα το κάνουμε υπό αυστηρούς όρους», υποστήριξε.
Έμπειροι αξιωματούχοι της ΕΕ έχουν προτείνει τη χρήση του EPF για την υποστήριξη της Λιβυκής Ακτοφυλακής, μιας συνοριακής δύναμης που υποστηρίζεται από την ένωση από το 2017, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων μεταναστών και προσφύγων.
Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος εξηγεί στον Guardian ότι για οποιαδήποτε τέτοια κίνηση απαιτείται πολιτική ομοφωνία. «Θα ξαφνιαζόμουν αν το EPF τελικά χρησιμοποιούνταν στη Λιβύη», πρόσθεσε.
Όμως αν η ιστορία μπορεί να μας δώσει οποιοδήποτε μάθημα, αναφέρει η βρετανική εφημερίδα, αυτό είναι ότι είναι δύσκολο να ελέγξει κανείς την πορεία των όπλων και του στρατιωτικού εξοπλισμού από τη στιγμή της παράδοσής τους. Ο Φραν Σλίπερ, ερευνητής της στρατιωτικής βιομηχανίας για την ολλανδική ΜΚΟ Pax, υποστηρίζει ότι ο EPF θα εγκρίνει στρατιωτικές παρεμβάσεις για συγκρούσεις στις οποίες αυτές δεν απαιτούνται, και το πιθανότερο αποτέλεσμα είναι να καταλήξει να τις επιδεινώνει. Όπως σημειώνει, η ΕΕ θα εξάγει όπλα «σε σχεδόν εξ ορισμού εύθραυστα κράτη που μόλις έχουν ξεφύγει από τις συρράξεις, με σημαντικούς κινδύνους για τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Όπως συνέβη και με το EDF, οι ευρωβουλευτές ζητούν μεγαλύτερο έλεγχο και δικλείδες ασφαλείας για τον «ειρηνευτικό» μηχανισμό. Η Χόλντε Φάουτμανς, μια Βελγίδα ευρωβουλεύτρια, επισημαίνει ότι αν είχε δοθεί στο κοινοβούλιο που επιβλέπει τις αποφάσεις των κυβερνήσεων της ΕΕ ισχυρότερος ρόλος, τότε και οι πολιτικές αυτές θα είχαν αποκτήσει «μεγαλύτερη αξιοπιστία», προσθέτοντας: «Οι Ευρωπαίοι θέλουν να ξέρουν πού καταλήγουν τα χρήματά τους».
Στον πυρήνα τους, εξηγεί ο εκπρόσωπος του της ΕΕ, οι αιτίες που οδήγησαν στη δημιουργία του EPF είναι γεωπολιτικές. Ο μηχανισμός θα επιτρέψει στην ΕΕ να εμπλακεί σε τοπικές συγκρούσεις, στις οποίες διαφορετικά θα κυριαρχούσαν κράτη όπως η Ρωσία ή η Κίνα. Χωρίς τον EPF, «μπορούμε να εκπαιδεύσουμε, όμως δεν μπορούμε να παραχωρήσουμε εξοπλισμό».
«Επομένως, όπως έχεις τρίτες χώρες σε μέρη όπως η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, που συνεργάζονται με τον στρατό και την κυβέρνηση και παρέχουν εξοπλισμό που δεν μπορούμε να δώσουμε εμείς, χωρίς τους όρους στους οποίους εμείς θα επιμέναμε, αυτό δεν είναι προς το συμφέρον της ΕΕ».
Ειρήνη μέσω των όπλων;
Στις συζητήσεις για έναν πιο εκτεταμένο στρατιωτικό ρόλο της ΕΕ, υπάρχουν πολλές αναφορές στην υπεράσπιση των συμφερόντων της ένωσης. Όμως ορισμένοι αμφισβητούν το κατά πόσον τα γεωπολιτικά συμφέροντα της ΕΕ και εκείνα των πολιτών της ταυτίζονται πράγματι.
«Αν θέλεις να υπερασπιστείς ένα ειρηνευτικό πρόγραμμα, αν θέλεις να υπερασπιστείς την ειρήνη στον κόσμο, το επίκεντρο των προσπαθειών σου δεν θα πρέπει να είναι η δημιουργία μεγαλύτερων οπλικών συστημάτων, αλλά η επίτευξη περισσότερων συμφωνιών αφοπλισμού», τονίζει ο Ντεμιρέλ. «Βρισκόμαστε εν μέσω πανδημίας και χρειαζόμαστε αυτά τα κονδύλια για προγράμματα υγείας, όχι για όπλα».
Ο Σλίπερ το έθεσε ακόμη πιο ανοιχτά, μιλώντας στον Guardian:
«Είναι ξεκάθαρο ότι η ΕΕ απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την αρχική ιδέα ενός ειρηνευτικού προγράμματος και αυτά τα εργαλεία, ο ειρηνευτικός μηχανισμός και το ταμείο άμυνας, αποτελούν πολύ ξεκάθαρα παραδείγματα».
Ωστόσο, στους διαδρόμους των Βρυξελλών, αυτές οι απόψεις μειοψηφούν.
«Μερικές φορές χρειάζεσαι στρατιωτικά μέσα για να εξασφαλίσεις την ειρήνη, υποστηρίζει η Φάουτμανς. «Μια Ευρώπη με γεωπολιτική ισχύ έχει ανάγκη από αυτά τα μέσα για να μπορεί να έχει και επιρροή».
Μένει να φανεί ποια ακριβώς θα είναι αυτή η επιρροή. «Το 2021 είναι μια χρονιά εκκίνησης», τονίζει ο Ευρωπαίος αξιωματούχους. «Η ΕΕ αλλάζει και αυτό είναι μέρος της αλλαγής».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις