Το βάρος της μνήμης
Στη συλλογική μνήμη των Παλαιστινίων έμεινε ως η Νάκμπα, η καταστροφή, η στιγμή που άφησαν τα σπίτια τους, τα χωράφια και όσα τους έδεναν με εκείνο τον τρόπο, για να μη γυρίσουν ποτέ πίσω και να γίνουν άνθρωποι χωρίς πατρίδα
- Παραδέχθηκε τους «λευκούς γάμους» η Ειρήνη Μουρτζούκου – «Χρειάζεται ψυχολόγο» λέει η δικηγόρος της
- «Στο έλεος των fund» – Σε υπερήλικα με σύνταξη 395 ευρώ, του ζητούν 800€ για να μην βγει σε πλειστηριασμό το σπίτι του
- Washington Post: Αιμορραγεί ο Ισραηλινός στρατός – «Προτιμώ την οικογένειά μου από τον πόλεμο»
- «Έχουμε μάθει να ζούμε με τον πόνο» - Ραγίζει καρδιές η μητέρα της Έμμας
Λίγα μέρη στον κόσμο υφίστανται το διαρκές αδυσώπητο βάρος της ιστορίας περισσότερο από εκείνον τον τόπο που ακόμη και το πώς θα επιλέξεις να τον ονομάσεις, Ισραήλ ή Παλαιστίνη, σηματοδοτεί με έναν τρόπο και λήψη θέσης, όχι τόσο έναντι της μίας ή της άλλης σύγκρουσης όσο τελικά απέναντι στην ίδια στην ιστορία. Και ταυτόχρονα σε λίγα μέρη η ίδια η μνήμη είναι από μόνη της ένα πραγματικό διακύβευμα, όχι με την έννοια της διατήρησης ή του απλού αρχείου, αλλά της ζώσας ενεργής αναμέτρησης. Το βλέπει κανείς στην αγωνία με την οποία ο Έντουαρντ Σαΐντ αντιμέτωπος με την ασθένεια σπεύδει να γράψει για τη ζωή του. Το βλέπει κανείς στον τρόπο που ο Σλόμο Σαντ ξεκινάει το βιβλίο του για την Επινόηση του εβραϊκού λαού με μια εισαγωγή για τα βάρη της μνήμης, όπου μέσα από τις ατομικές ιστορίες των ανθρώπων που θα αποτελέσουν την οικογένειά του αλλά και άλλες (ανάμεσά τους και τη φιλία του με τον μεγάλο Παλαιστίνιο ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς), προσπαθεί να τεκμηριώσει την περιπλοκότητα των ταυτοτήτων που δύσκολα μπορεί να εκπροσωπήσει η κατασκευή ενός εθνικού αφηγήματος.
Και πώς να μην είναι μεγάλο το βάρος μιας ιστορίας που αφετηρία έχει ένα κίνημα που αντιμέτωπο με το μεγάλο κύμα του αντισημιτισμού στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, δεν υιοθετεί μόνο την αντίληψη του Εβραϊκού Έθνους αλλά θεωρεί και ως λύση μια εποικιστική πρακτική που μόνο ως παραλλαγή της αποικιοκρατίας μπορεί να θεωρηθεί και που θα λάβει στην υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας, ακόμη τότε αυτοκρατορίας, ήδη από το 1917.
Το ίδιο αυτό το γεγονός ενός αιτήματος διαφυγής από μια συνθήκη διωγμού, σε όλο το τότε φάσμα από τα πογκρόμ της Τσαρικής Ρωσίας μέχρι την υπόθεση Ντρέιφους, που συνδυάζεται με την αντιμετώπισης μιας περιοχής ως μιας γης που δεν είχε λαό, ενώ φυσικά είχε, μπορεί να θεωρηθεί ότι συγκεφαλαιώνει ένα πρόβλημα, τις μορφές του οποίου βλέπουμε ανάγλυφες ακόμη και σήμερα, δηλαδή την απάντηση σε μια μορφή βαναυσότητας με την υιοθέτηση πρακτικών καταπίεσης. Ιδίως, όταν πολύ νωρίς το ερώτημα της συνύπαρξης με τους Παλαιστινίους εγκαταλείπεται και προαναγγέλλεται η μαζική εξώθηση του 1948, παρά τις φωνές εκείνων όπως η Χάνα Άρεντ που προειδοποιούσαν για τις επιπτώσεις που θα είχαν πρακτικές που αργότερα ο Ισραηλινός ιστορικός Ίλαν Παπέ θα χαρακτηρίσει ως εθνοκάθαρση.
Το συντριπτικό βάρος της ανείπωτης τραγωδίας του Ολοκαυτώματος στη συνείδηση όλων μας, αυτής της διαρκούς υπενθύμισης στης σκοτεινής πλευράς της νεωτερικότητας και του εξοντωτικού βαθμού στον οποίο μπορούσε να φτάσει ο αντισημιτισμός στη συνάρθρωσή του με μια καπιταλιστική «τεχνική ορθολογικότητα» (αυτή που αντιμετωπίζει την εξόντωση ενός πληθυσμού ως «λογιστικό πρόβλημα), εξηγεί την μεταπολεμική συσπείρωση γύρω από το αίτημα μιας εβραϊκής πατρίδας. Όμως, τα προβλήματα από τις πρακτικές που διαμόρφωσαν αυτή την κρατική οντότητα, είτε μιλάμε για το 1948, είτε για το 1967, είτε για την διαρκή υπονόμευση των Συμφωνιών του Όσλο, παρέμειναν.
Και επειδή η ιστορία δεν σταματά ποτέ, τα επάλληλα στρώματά της συνεχίζουν να σωρεύουν το βάρος τους. Είναι το βάρος της προσφυγιάς (ή της σκέψης του πρόσφυγα που όπως λέει και ο Σεφέρης «δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς). Είναι το βάρος ενός διαρκούς πολέμου και του διαρκούς φόβου που γεννά. Είναι το βάρος ενός συνεχιζόμενου ξεριζωμού, σπίτι το σπίτι και λιόδεντρο το λιόδεντρο. Είναι το βάρος του τείχους και του συρματοπλέγματος που αναπαράγει μια κατάσταση που μόνο με το απαρτχάιντ μπορεί να συγκριθεί. Είναι το βάρος που γεννά η οδυνηρή διαπίστωση ότι η όποια δημοκρατική ή φιλελεύθερη κανονικότητα καταγράφεται από τη μία μεριά (αυτό που προπαγανδιστικά αναπαράγεται ως η «μόνη δημοκρατία στη Μέση Ανατολή») στηρίζεται σε μια εκτεταμένη αποστέρηση δικαιωμάτων των «άλλων» και σε ένα περίπλοκο σύστημα που διαχειρίζεται τη βαναυσότητα μιας κατοχής, διαβρώνοντας τελικά μια δημοκρατία εντός της οποίας οι ακροδεξιές φωνές γίνονται όλο και πιο δυνατές.
Ότι σε αυτό το τοπίο, σχεδόν έχει σταματήσει η οποιαδήποτε ουσιαστική συζήτηση για μια πολιτική λύση, πέραν από τη σχεδόν τελετουργική επανάληψη των απαραίτητων αναφορών στη «λύση δύο κρατών», που όμως πάντα προσκρούει στο ότι ακόμη και οι πιο ενδοτικές προσπάθειες αυτή να αποκρυσταλλωθεί σε έναν χάρτη, προσκρούουν πάνω στο πυκνό δίκτυο των εποικισμών, των αυτοκινητοδρόμων και των διάφορων αμυντικών έργων, επανέρχεται από διάφορες πλευρές το αίτημα μιας «λύσης ενός κράτους» δεν είναι τυχαίο. Ίσως γιατί αυτό το υποτίθεται εντελώς απομακρυσμένο από την πραγματικότητα όραμα μιας δημοκρατικής συνύπαρξης όλων των ανθρώπων, από τον «Ιορδάνη μέχρι τη θάλασσα», φαντάζει ως το μόνο που μπορεί να λειτουργήσει ως μια λυτρωτική νέα σελίδα.
Το βάρος της Νάκμπα
Στη συλλογική μνήμη των Παλαιστινίων έμεινε ως η Νάκμπα, η καταστροφή, η στιγμή που άφησαν τα σπίτια τους, τα χωράφια και όσα τους έδεναν με εκείνο τον τρόπο, για να μη γυρίσουν ποτέ πίσω και να γίνουν άνθρωποι χωρίς πατρίδα. Συντηρημένη από όλα τα προβλήματα που η ιδιότητα του πρόσφυγα συνεπάγεται, η μνήμη της παραμένει ενεργή, όσο μακρινό και άπιαστο και εάν φαντάζει ένα αίτημα επιστροφής.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις