Ινδία: Ο Γάγγης «φουσκώνει» από πτώματα και η οσμή του θανάτου σκεπάζει τη χώρα
Ο αριθμός των νεκρών υπολογίζεται ότι είναι έως και πενταπλάσιος από τα επίσημα στοιχεία και το ήδη σχεδόν ανύπαρκτο σύστημα υγείας της επαρχίας, όπου ζει το 65% του ινδικού πληθυσμού, καταρρέει
- Καμπανάκι Χαρδαλιά για τον Κηφισό - «Ο τελευταίος καθαρισμός έγινε το 2002»
- Μπαίνουν περιορισμοί στη δόμηση κατοικιών και τουριστικών καταλυμάτων στη Σαντορίνη
- 25χρονη στο Ιράν παρενοχλήθηκε σεξουαλικά από οδηγό - Συνελήφθη επειδή δεν φορούσε χιτζάμπ
- Νέοι βομβαρδισμοί του Ισραήλ στην Νταχίγια, στα νότια προάστια της Βηρυτού
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γάγγης «φουσκώνει γεμάτος πτώματα».
Το 1918, όταν η πανδημία της γρίπης σάρωσε την Ινδία σκοτώνοντας, όπως υπολογίζεται, 18 εκατ. ανθρώπους, τα νερά του ποταμού, από τον οποίο εξαρτώνται αμέτρητες ζωές, γέμισε με την οσμή του θανάτου.
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Ο επίσημος τραγικός απολογισμός της πανδημίας του κοροναϊού στην Ινδία μόλις που ξεπερνά το μισό εκατομμύριο νεκρούς, όμως οι ειδικοί πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα οι νεκροί μπορεί να είναι ακόμη και πενταπλάσιοι. Και τα πτώματα που ξεβράζονται από τον πιο ιερό ποταμό της χώρας μετατρέπονται σε ανατριχιαστικές αποδείξεις των άγνωστων νεκρών του Covid.
Την Τετάρτη, η Ινδία κατέγραψε άλλο ένα ρεκόρ θανάτων, στους 4.529, ενώ ο ιός συνεχίζει να εξαπλώνεται, ξεφεύγοντας από τα αστικά κέντρα και φτάνοντας στις επαρχιακές περιοχές.
Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία επίσημη καταγραφή για τον αριθμό των πτωμάτων που εντοπίστηκαν στη διάρκεια των τελευταίων δύο εβδομάδων στις όχθες του Γάγγη, που ρέει διαμέσου των επαρχιακών πολιτειών του Ουτάρ Πραντές και του Μπιχάρ ή θάφτηκαν σε αμμώδεις τάφους κοντά στις κοίτες του στο Ουτάρ Πραντές. Κάτοικοι και δημοσιογράφοι που έχουν κάνει τις δικές τους μετρήσεις υπολογίζουν ότι ξεπερνούν τις 2.000.
Στο χωριό Γκαχμάρ του Ουτάρ Πραντές, ο 15χρονος Ραζού Τσαουντρί, που εργάζεται ως αλιέας, δήλωσε στον Guardian ότι βλέπει «περίπου 150 πτώματα την ημέρα να ξεβράζονται, εδώ και πολλές μέρες»
Δεν υπάρχει τρόπος να μάθει κανείς αν όλα αυτά τα πτώματα έχουν μολυνθεί με κοροναϊό, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει παραδεχτεί ότι κάποια από αυτά είναι θύματα κοροναϊού. Γενικώς, θεωρείται ότι το άγριο δεύτερο κύμα της πανδημίας έχει σαρώσει τις φτωχές επαρχιακές κοινότητες του Ουτάρ Πραντές, αφήνοντας πίσω του τον θάνατο και το στίγμα. Το υψηλό κόστος της ξυλείας που απαιτείται για τις αποτεφρώσεις, συνεπάγεται ότι πολλές οικογένειες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο ινδικό έθιμο, που τηρείται ακόμη σε ορισμένα χωριά, της βύθισης των σαβανωμένων σορών στα ιερά ύδατα του Γάγγη. Άλλοι έθαψαν τους νεκρούς τους στις αμμώδεις όχθες του.
Επισήμως, ο επιπολασμός και οι θάνατοι από κοροναϊό στο Γκαχμάρ είναι περιορισμένοι. Όμως ο Μπουπέντρα Ουπαντχιάι, ένας τοπικός ιερέας, λέει στον Guardian ότι πολλοί άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων.
«Έχω δει 30 έως 35 πτώματα να μεταφέρονται προσφάτως στο ποτάμι και να βυθίζονται εδώ», εξηγεί. «Περισσότεροι τηρούν αυτό το έθιμο, γιατί δυσκολεύονται να κανονίσουν αποτεφρώσεις, επειδή είναι πάρα πολλοί εκείνοι που πεθαίνουν».
Ο Ουπαντχιάι δείχνει τον κορμό ενός δέντρου, πάνω στο οποίο είναι δεμένα περίπου δέκα κεραμικά αγγεία. «Καθένα από αυτά τα αγγεία αντιπροσωπεύει κάποιον νεκρό», τονίζει. «Κοίτα πόσα είναι, μόνο από τις τελευταίες 10 μέρες».
Στις όχθες του ποταμού, αστυνομικοί περιπολούν για να αποτρέψουν τις βυθίσεις των πτωμάτων και όπως λένε έχουν αποσύρει τα περισσότερα πτώματα από το ποτάμι, ενώ έχουν τοποθετήσει ακόμη και δίχτυα από άκρη σε άκρη του Γάγγη στα σύνορα του Ουτάρ Πραντές και του Μπιχάρ. Όμως κοντά στο Γκαχμάρ, μπορούσε ακόμη κανείς να εντοπίσει πολλές σορούς, αναφέρει ο Guardian, με τον δημοσιογράφο να αναφέρει ότι είδε με τα ίδια του τα μάτια δεκάδες από αυτά, σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης. Σε πολλές περιπτώσεις, άγριοι σκύλοι και πτηνά έτρωγαν τις σορούς.
Οι άνθρωποι που βύθισαν τις σορούς των οικείων τους υποστηρίζουν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή. Σε μια αυλή ενός φτωχόσπιτου, όπου 20 άτομα ζουν κάτω από την ίδια στέγη, ο Ναρσίνγκ Κουμάρ μίλησε για τους δυο μεγαλύτερους αδερφούς του που πέθαναν με διαφορά λίγων ημερών. Παρά το γεγονός ότι κανείς από τους δυο τους δεν έκανε τεστ κοροναϊού, πέθαναν μέσα σε δυο ημέρες από τη στιγμή που εμφάνισαν συμπτώματα.
Ο πρώτος αδερφός, ο Σαμπού Ναθ, παρουσίασε υψηλό πυρετό στις 19 Απριλίου και τρεις ημέρες αργότερα εμφάνισε δύσπνοια. Η οικογένεια κάλεσε ασθενοφόρο, όμως πέθανε καθώς μεταφερόταν στο νοσοκομείο στις 23 Απριλίου. Την ίδια ημέρα, ο αδερφός του, ο Σουάμι Ναθ, άρχισε επίσης να δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Τον μετέφεραν σε ιδιωτικό νοσοκομείο και του χορήγησαν οξυγόνο στη διάρκεια της νύχτας. Το πρωί πήρε εξιτήριο, όμως στις 24 Απριλίου απεβίωσε.
Στην περίπτωση του Σαμπού Ναθ, η οικογένεια δεν αντιμετώπισε δυσκολίες με την αποτέφρωση, ενώ οι συγχωριανοί τους τους βοήθησαν και παρέστησαν στην κηδεία. Όμως όταν έχασαν και τον δεύτερο αδερφό, έγιναν ανεπιθύμητοι για τους γείτονές τους.
«Όταν προσπαθήσαμε να αγοράσουμε ξυλεία για την αποτέφρωση μας έδιωξαν και κανείς από το χωριό δεν μας βοηθούσε γιατί φοβόντουσαν τον Covid», θυμάται ο Κουμάρ. «Δεν μπορούσαμε να πάρουμε ξύλα και δεν ξέραμε τι άλλο να κάνουμε, οπότε δεν είχαμε άλλη επιλογή παρά να βυθίσουμε το πτώμα του στο ποτάμι. Το κάναμε το επόμενο πρωί, παρουσία στενών συγγενών».
Το τίμημα της πανδημίας στα χωριά της Ινδίας, όπου ζει το 65% του τεράστιου πληθυσμού και όπου ακόμη και η βασική ιατρική περίθαλψη είναι ελλιπής ή απούσα, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα γίνει ποτέ απολύτως ξεκάθαρο. Στο Ουτάρ Πραντές, όπου ο πληθυσμός των 235 εκατ. ξεπερνά εκείνον της Βραζιλίας, τα χωριά της πολιτείας αναφέρουν ότι οι κάτοικοί τους πεθαίνουν μέσα σε λίγες ημέρες από τη στιγμή που αναπτύσσουν βήχα, πυρετό ή δύσπνοια, χωρίς ποτέ να καταφέρουν να εξεταστούν για κοροναϊό. Η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει τα τεστ πόρτα-πόρτα σε αυτά τα χωριά, όμως δεν ήταν σε θέση να προσεγγίσει αρκετές απομακρυσμένες περιοχές.
Στο χωριό Σαουράμ, στην επαρχία Γκαζιπούρ του ανατολικού Ουτάρ Πραντές, οι ντόπιοι περιγράφουν την κατάσταση ως «πολύ τρομακτική».
«Τις τελευταίες 25 μέρες έχουμε ενημερωθεί για 17 θανάτους στο χωριό», λέει στον Guardian η Μανόζ Κουμάρ Τζαϊσβάλ, 42 ετών, σύζυγος του προέδρου του χωριού. «Το 90% των ανθρώπων στο χωριό είναι άρρωστοι, κάθε νοικοκυριό έχει και ένα άτομο με βήχα ή πυρετό. Πολλοί κάτοικοι του χωριού ανεβάζουν πυρετό, βήχουν και μετά πεθαίνουν, μέσα σε μια-δυο μέρες».
Κανείς δεν κάνει τεστ, επομένως η πραγματική εικόνα δεν είναι ξεκάθαρη.
Ο 42χρονος Μοχάμαντ Ικμπαλ από το Σαουράμ περιγράφει τη συζήτησή του με τους γιατρούς, όταν του ανακοίνωσαν τον θάνατο της μητέρας του που διακομίστηκε στο νοσοκομείο με δύσπνοια.
«Δεν μου είπαν την αιτία θανάτου της, όμως μου είπαν ότι τέσσερις ή πέντε άνθρωποι είχαν πεθάνει στο νοσοκομείο το ίδιο πρωί», θυμάται. «Δεν γίνονταν τεστ κοροναϊού στο νοσοκομείο, ούτε στο χωριό, επομένως δεν μπορώ να ξέρω αν έχει έρθει ο κοροναϊός εδώ. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν έχω ξαναδεί ποτέ τόσους ανθρώπους να πεθαίνουν».
Το σύστημα υγείας καταρρέει ή σε πολλές περιπτώσεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτο εξ αρχής, ενώ τα νοσοκομεία αναγκάζονται να δώσουν εξιτήριο σε ασθενείς με χαμηλό επίπεδο οξυγόνου στο αίμα, παρά τον κίνδυνο για τη ζωή τους.
Η κυβέρνηση του Ουτάρ Πραντές έχει ανακοινώσει ότι κάνει τεστ ακολουθώντας το σύστημα πόρτα-πόρτα σε 97.000 χωριά, ενώ εφαρμόζει μια «επιθετική πολιτική ιχνηλάτησης, τεστ, καταγραφής και θεραπείας» που έχει μειώσει τα κρούσματα κατά 100.000 στη διάρκεια των τελευταίων ημερών, ενώ έχει προσθέσει και 100.000 νοσοκομειακές κλίνες. Επιπλέον, παρέχει στις οικογένειες των νεκρών 5.000 ρουπίες για τα έξοδα αποτέφρωσης.
Όμως για τις οικογένειες που πενθούν στο Σαουράμ, η μη καταγραφή των νεκρών τους ως θυμάτων κοροναϊού αποτελεί άλλη μια προσβολή. Για τον 64χρονο Ράντε Σαγιάμ, έναν αγρότι που έχασε στις 7 Μαΐου την 60χρονη σύζυγό του, Τζαγκράνι Ντεβί, αφού εμφάνισε δύσπνοια και υπέστη σοβαρές πνευμονικές βλάβες, οι κινήσεις της κυβέρνησης καθυστέρησαν υπερβολικά.
«Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, ό,τι μας είπαν οι γιατροί, όμως δεν καταφέραμε να τη σώσουμε», θυμάται. «Αν την είχαν εξετάσει για κοροναϊό και της είχαν δώσει την κατάλληλη θεραπεία στα νοσοκομεία, αντί να τη στείλουν δυο φορές στο σπίτι, ίσως να ήταν ακόμη ζωντανή».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις