Μπόκο Χαράμ: Ο αρχηγός της νιγηριανής τρομοκρατικής οργάνωσης πέθανε. Για ένατη φορά.
Ήταν άραγε αυτή η τελευταία… ζωή του;
- Αίθριος ο καιρός την Πέμπτη, καταιγίδες από την Παρασκευή - Έρχονται «λευκά» Χριστούγεννα
- Τον απόλυτο εφιάλτη έζησε μαθητής από την Πάτρα σε πενθήμερη - Του έδωσαν ποτό με ούρα και τον χτύπησαν
- Νεκρός ανασύρθηκε από τα συντρίμμια γάλλος υπήκοος στο Βανουάτου μετά τον σεισμό των 7,3 Ρίχτερ
- Η Νικόλ Κίντμαν απαντά με «αγένεια» στο κόκκινο χαλί της πρεμιέρας του Babygirl και διχάζει
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Πράσσα
Όταν, το βράδυ της Τετάρτης, άρχισαν να έρχονται στο φως δημοσιεύματα για τον θάνατο του φονικού ηγέτη της ισλαμιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης, Μπόκο Χαράμ, πολλοί Νιγηριανοί τα αγνόησαν.
Στη διάρκεια των ετών, ο νιγηριανός στρατός έχει ανακοινώσει ξανά και ξανά τον θάνατο του Αμπουμπακάρ Σεκάου. Λίγες εβδομάδες μετά, όμως, εκείνος εμφανιζόταν εκ νέου, εμπαίζοντας τους υποτιθέμενους δολοφόνους του σε διαγγέλματα μέσω βίντεο.
«Αν μας σκοτώσατε, τότε γιατί ζούμε ακόμη;», είχε ρωτήσει το 2018, όταν ο νιγηριανός στρατός υποστήριξε ότι είχε «σπάσει την καρδιά και την ψυχή» της Μπόκο Χαράμ, μιας οργάνωσης που έχει σκοτώσει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους και έχει εκτοπίσει εκατομμύρια.
Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα μοιάζουν διαφορετικά. Δεν ήταν ο στρατός που ανακοίνωσε τον θάνατό του. Στην πραγματικότητα, την Τετάρτη το βράδυ και στη διάρκεια της Πέμπτης, ο στρατός τήρησε σιγή ιχθύος.
Και ο θάνατός του δεν ανακοινώθηκε ούτε από κάποιο πομπώδες βίντεο του Ισλαμικού Κράτους της Επαρχίας της Δυτικής Αφρικής, της αντίπαλης εξτρεμιστικής ομάδας που κάποιες φορές αναφέρεται ως ISWAP και η οποία αποσχίστηκε από τον έλεγχό του πριν από πέντε χρόνια.
Αντ’ αυτού, οι σχετικές αναφορές άρχισαν να εμφανίζονται και να εξαπλώνονται από το Μαϊντουγκούρι, την πρωτεύουσα της πολιτείας Μπόρνο της Νιγηρίας και να διαδίδονται στόμα με στόμα. Από εκεί, διαχύθηκαν σε όλο τον κόσμο. Ο άνδρας που έλεγχε την περιοχή με σιδερένια πυγμή σχεδόν επί μια δεκαετία, ίσως αυτή τη φορά να έχει πεθάνει στ’ αλήθεια.
Ο Σεκάου είναι γνωστός κυρίως εξαιτίας της απαγωγής των Κοριτσιών του Τσιμπόκ, το 2014. Θύματά του ήταν 276 κορίτσια που απήχθησαν από τους κοιτώνες τους στη μέση της νύχτας. Αργότερα, ο Σεκάου είχε ορκιστεί ότι «θα τις πουλούσε στο σκλαβοπάζαρο».
Τα περισσότερα από τα Κορίτσια του Τσιμπόκ τελικά απελευθερώθηκαν, όμως περισσότερα από 100 εξακολουθούν να αγνοούνται ή παραμένουν αιχμάλωτα, μαζί με πολλά ακόμη, λιγότερο διάσημα, αλλά συχνά ακόμη μικρότερης ηλικίας θύματα.
Οι φρικαλεότητες του Σεκάου, όμως, δεν περιορίζονται σε αυτό. Είχε αδυναμία στις επιθέσεις αυτοκτονίας, και συχνά εξανάγκαζε ή παραπλανούσε γυναίκες ή νεαρά κορίτσια, να ζωστούν με εκρηκτικά, για να λειτουργήσουν ως ανθρώπινες βόμβες.
Στο στόχαστρό του έθετε απλούς πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των μουσουλμάνων, καθώς θεωρούσε ότι όποιος δεν ήταν πιστός στη Μπόκο Χαράμ άξιζε τον θάνατο. Οι τακτικές του θεωρούνταν ακραίες ακόμη και από τον ISIS, στον οποίο αρχικά ανήκε και ο Σεκάου, αλλά οι οποίοι αργότερα υποστήριξαν τους αντιπάλους του στο ISWAP.
Τα δημοσιεύματα που άρχισαν να κυκλοφορούν το βράδυ της Πέμπτης ανέφεραν ότι ο Σεκάου, αιχμαλωτισμένος από μαχητές του ISWAP στο οχυρό του στο δάσος και συνειδητοποιώντας ότι επιθυμούσαν να τον συλλάβουν ζωντανό, πυροδότησε ένα γιλέκο αυτοκτονίας και ανατίναξε τον εαυτό του.
Αυτή ήταν η εκδοχή που είχε μάθει και ο Μπούνου Μπουκάρ, γραμματέας της Ένωσης Κυνηγών της Πολιτείας του Μπόρνο, που έπαιξε κεντρικό ρόλο στην αποστράτευση μαχητών της Μπόκο Χαράμ και ο οποίος διατηρεί ακόμη επαφές με παλιότερα και σημερινά μέλη της οργάνωσης. Όπως είπε, 200 βαριά οπλισμένα μέλη του ISWAP εισέβαλαν στο καταφύγιο του Σεκάου στο δάσος Σαμπίσα.
«Όταν ο Σεκάου διαπίστωσε ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ ισχυροί και συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν ο νιγηριανός στρατός αλλά το ISWAP, σχεδίασε να πυροδοτήσει εκρηκτικούς μηχανισμούς», σημείωσε ο Μπουκάρ. «Τους φόρεσε όλους και τους αντιμετώπισε πρόσωπο με πρόσωπο. Όταν έγινε η έκρηξη, ο Σεκάου έγινε κομμάτια. Και εκείνοι έχασαν τουλάχιστον 40 δάχτυλα – οι μαχητές του ISWAP».
Ένας από τους ανθρώπους που έδωσαν αυτή την πληροφορία στον Μπουκάρ ήταν ο Ιμπραήμ Μουστάφα, ο οποίος πολεμούσε στο πλευρό του Μπουκάρ επί επτά χρόναι.
Με τη σειρά του, ο Μουστάφα είχε πάρει αυτή την πληροφορία από παλιούς συντρόφους του, που το είχαν ακούσει από παλιούς τους συναδέλφους που βρίσκονταν ακόμη στο Σαμπίσα και ήταν μέλη της Μπόκο Χαράμ. Όμως στο δάσος της Σαμπίσα τα κινητά δεν έχουν καλό σήμα, με αποτέλεσμα οι μαχητές που ήθελαν να ενημερώσουν τους φίλους τους στην πόλη για το γεγονός, να είναι υποχρεωμένοι να μετακινηθούν σε συγκεκριμένο σημείο. Κι έτσι, τα νέα άργησαν να διαδοθούν.
Για αρκετό καιρό, οι μαχητές του ISWAP προσπαθούσαν να εισβάλουν στο οχυρό του Σεκάουμ σύμφωνα με τον Μουστάφα.
«Πολέμησαν και κατέλαβαν όλα τα χωριά μέχρι το Σαμπίσα», εξήγησε.
Αντίστοιχη εκδοχή μετέφερε και το μήνυμα που διαδιδόταν μεταξύ των μελών του νιγηριανού στρατού την Πέμπτη.
Κι όμως, πολλοί ήταν εκείνοι που αμφέβαλλαν. Οι συχνά καλά πληροφορημένες πηγές, άφηναν κρυπτογραφημένα μηνύματα στο Twitter, αποφεύγοντας να αναφέρουν ονόματα.
«Είναι πιθανό να ήρθε το τέλος της εποχής της βαναυσότητας του ενός άνδρα», έγραψε ο Αχμάντ Σαλκίντα, ένας Νιγηριανός δημοσιογράφος που είχε γίνει συχνά αντικείμενο επαίνων και επικρίσεων για τις εξαιρετικές πηγές του στο εσωτερικό της Μπόκο Χαράμ.
Στο Μαϊνταγκούρι, οι άνθρωποι μαζεύονταν σε μικρές ομάδες για να συζητήσουν την είδηση, όμως οι περισσότεροι την αντιμετώπιζαν σαν μια απλή φήμη. Κατά πάσα πιθανότητα λανθασμένη.
Σε ένα βενζινάδικο, την Πέμπτη το πρωί, μια γυναίκα χάρηκε – με προσοχή – ακούγοντας την είδης. Αν ήταν αλήθεια, θα έκανε δωρεές για τους φτωχούς, είπε.
Όμως προς το παρόν κανείς δεν γιόρταζε ανοιχτά.
Ο Ιμπραήμ Χαμζά θυμάται ακόμη πολύ καθαρά τη συνάντησή του με τον Σεκάου σε μια πολυσύχναστη πλατεία του Μαϊνταγκούρι το 2000. Ο Χαμζά βρισκόταν εκεί για να παίξει ποδόσφαιρο. Ο Σεκάου για να απομνημονεύσει το Κοράνι. Δεν γνωρίζονταν τότε, όμως ο Σεκάου έσπρωξε δυνατά τον Χαμζά χωρίς καμιά προφανή αιτία, και του είπε ότι θα του έδινε ένα μάθημα.
Όμως ο Σεκάου και η οργάνωσή του θα άφηναν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στον Χαμζά και την οικογένειά του, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Μαϊντουγκούρι για δύο χρόνια.
«Έχασα έναν αδερφό, έναν ξάδερφο και έναν θείο μου που δολοφονήθηκαν από τη Μπόκο Χαράμ», εξηγεί στους Times της Νέας Υόρκης. «Χιλιάδες αθώοι σκοτώθηκαν ή εκτοπίστηκαν, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Πώς μπορεί να συγχωρήσει ο Θεός ένα τόσο άκαρδο άτομο;»
Για πολλούς Νιγηριανούς, ιδιαιτέρως για εκείνους που διατηρούν συνδέσεις με τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, ο θάνατος του Σεκάου δεν αποτελεί απαραιτήτως θετική εξέλιξη. Μπορεί να σημαίνει ότι ο ήδη ισχυρός ISWAP θα αποτελέσει ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο για το Μαϊντουγκούρι και τις άλλες πόλεις-φρούρια, σύμφωνα με ορισμένους.
Αν πραγματικά έχει συμβεί, «ο θάνατος του Σεκάου δεν θα είναι το τέλος της Μπόκο Χαράμ. Είναι απλώς η αρχή σε ένα νέο κεφάλαιο της οργάνωσης», υποστηρίζει στους Times ο Αουντού Μπουλάμα Μπουκάρτι, ειδικός σε εξτρεμιστικές οργανώσεις που δρουν στην Αφρική, στο Ινστιτούτο Τόνι Μπλερ για την Παγκόσμια Αλλαγή.
Ο πόλεμος μεταξύ των δυο φραξιών έχει οδηγήσει εκατοντάδες μέλη τους στο θάνατο στο παρελθόν, εξηγεί, και αν συνεχιζόταν, θα μπορούσε να τις αποδυναμώσει.
«Θα είχαμε δυο βίαιες οργανώσεις να τρώγονται μεταξύ τους και αυτά θα ήταν καλά νέα για τη Νιγηρία», σημειώνει. Από την άλλη πλευρά, αν οι δυο φράξιες ενωθούν: «Θα ανοίξει ένα ακόμη πιο φονικό κεφάλαιο για τις δυνάμεις ασφαλείας».
Επιπλέον, κάτι τέτοιο θα δυσχέραινε ακόμη περισσότερο τη νίκη στη μάχη των ιδεών, όπως λέει, καθώς το ISWAP τείνει να είναι πιο «φιλικό» προς τους πολίτες.
«Εκεί που ο Σεκάου αποξένωνε τους πολίτες, με τις παρορμητικές και συχνά μαζικές και βίαιες κατασχέσεις ζώων και σιτηρών, το ISWAP τηρούσε μια πιο δίκαιη στρατηγική, «φορολογικής λογικής» που αφορούσε στο εμπόριο και τη γεωργική παραγωγή», έγραψε ο αναλυτής Βίνσεντ Φάουτσερ σε πρόσφατη έκθεσή του για τη Διεθνή Ομάδα Κρίσεων.
Εκείνοι που υπέφεραν στα χέρια του Σεκάου σχεδόν ήλπιζαν να μην έχει σκοτωθεί με τον τρόπο που ανέφεραν οι φήμες της Πέμπτης, νιώθοντας ότι θα έπρεπε να υποφέρει περισσότερο.
«Θα ευχόμουν να πιαστεί ζωντανός, να παραδοθεί στις στρατιωτικές αρχές, και να τον περιφέρουν στους δρόμους του Μαϊντουγκούρι», δήλωσε ο Χάμζα στους Times. «Είναι βέβαιο ότι θα τον γδέρναμε ζωντανό».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις