Μία από τις εξέχουσες προσωπικότητες του αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία ήταν ο Ιωάννης Τριανταφύλλου, που έγινε γνωστός στις μετέπειτα γενιές ως Ιωάννης Μακρυγιάννης.

Η συνεισφορά του ξεπέρασε την ηρωική δράση στο πεδίο των μαχών και εξυψώθηκε με την επίδραση που είχε το συγγραφικό του έργο στα ελληνικά γράμματα και την ιστοριογραφία.

Όπως έχουμε σημειώσει εξάλλου και στο παρελθόν, ειδική μνεία στον Μακρυγιάννη είχε κάνει ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, παραλαμβάνοντας το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963.

Τον Μάρτιο του 1952 ειδική μνεία στον Μακρυγιάννη κάνει  και ο σπουδαίος λογοτέχνης, Ηλίας Βενέζης, σταθερός συνεργάτης του «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ».

Ηλίας Βενέζης (1904 – 1973)

Στις 25 Μαρτίου του 1952,  ο Βενέζης θέλοντας να τονίσει πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζουμε τον άνθρωπο πίσω από τον ήρωα, ξεκινά το άρθρο του «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» με την έναρξη των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη.

Η πατρίς γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι, χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη, τρεις ώρες είναι από το Λιδορίκι μακρυά το άλλο το χωριό, πέντε καλύβια.

Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί και η φτώχεια αυτείνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Tούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασσα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε δια ξύλα εις τον λόγκον.

Φορτώνοντας τα ξύλα ’στο νώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα μόνη της η καϊμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου εις τα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε εις το χωριόν.

Σε κάμποσον καιρόν έγιναν τρία φονικά εις το σπίτι μας και χάθη και ο πατέρας μου. Οι Tούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί.

Θα πέρναγαν από ’να γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Tούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ’ έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ’ έτρωγα αυτό το γάλα.

Μην υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέγει, «Η αμαρτία του βρέφους θα μας χάση, τους είπε, περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε… το παίρνω κι’ αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομεν»… η μητέρα του κι’ ο Θεός μας έσωσε. 

Γράφει λοιπόν ο Βενέζης: «Αισθανόμαστε την ανάγκη, αυτές τις μέρες της μνήμης του ξεσηκωμού των Ελλήνων, να γυρίζουμε στις πηγές, στις ρίζες, στους πατέρες μας και στις μητέρες μας στην κατατυρανισμένη ζωή τους, στα μαρτύρια, στο αίμα και στα δάκρυα της σκλαβιάς τους. (…) Δεν θέλουμε να έχουμε αυταπάτες, δεν έχουμε ανάγκη από εξιδανικεύσεις, δεν μας χρειάζεται το φωτοστέφανο της ποίησης.

»Εκάμαμε Βίβλο μας του 21 τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννης γιατί ακριβώς αυτό είναι το Χρονικό του: η Επανάσταση καμωμένη από ανθρώπους με αίμα και σάρκα (…)

»Η σελίδα του Μακρυγιάννη που μ’ αυτήν αρχίσαμε σήμερα είναι η πρώτη σελίδα των Απομνημονευμάτων του. Δεν είναι μόνο μια σελίδα υποδειγματική για να μας θυμίσει από τι ζωή έρχονταν αυτοί οι πρόγονοι.  (…)

Ο Καραϊσκάκης και ο Μακρυγιάννης στην Ακρόπολη των Αθηνών, Ελαιογραφία του Θεόδωρου Βρυζάκη

»Αιώνες κατατρεγμού, απαθλίωσις, αιώνες ξεριζωμού. Τους παίρναν το βιός τους, τους παίρναν τη ζωή τους, τους παίρναν τα παιδιά τους με το παιδομάζωμα, τους παίρναν σκλάβες τις γυναίκες και τις κόρες τους. Τους είχανε με σκότος βαθύ, χωρίς σχολεία, ωρίς παιδεία, κι έτσι, ζώντας μες στην ερημιά, να τους κάμουν να ξεκόψουν, να ξεχάσουν το τι είναι, να μείνουν σκλάβοι παντοτεινοί.

»Για δέστε τους: οι γυναίκες τους γεννάνε την ώρα που κουβαλούνε ξύλα απ’ το δάσος, παρατάνε μια στιγμή το φόρτωμα τα ξύλα, ξελεχωνέβουν μονάχες τους, παίρνουν πάλι στον ώμο τα ξύλα και το μορό και γυρίζουν στο καλύβι τους.

»Μα εκεί γύρω είναι ο Τούρκος και θέλει να τις σκλαβώσει και πρέπει να φύγουνε. Πρέπει  να περάσουνε το ποτάμι, και πρέπει να αφήσουνε το μωρό να το φάνε τ’ αγρίμια του δάσουνς γιατί αλλιώς, αν φωνάξει, θα τους προδώσει και δε θα περάσουνε. Περνάε οι άλλοι, η μάνα μένει με το μωρό πίσω, αυτή θα περάσει μονάχη. Αν τύχει και κλάψει το μωρό και την προδώσει χάθηκε. Αν δεν κλάψει…Κάνει το σταυρό της. «Kι ο Θεός μάς έσωσε».

»Λοιπόν αυτοί ήταν οι άντρες, αυτές ήταν οι γυναίκες, αυτοί ήταν οι πρόγονοι που κάμαν  το σηκωμό του 21.

(…)

»Είναι χρήσιμο κάθε τόσο, πέρα από τα έργα τους και τους πολέμους τους, να μελετάμε αυτούς τους ίδιους. Να σκύβουμε πάνω στην ταπεινή ζωή τους, στις μεγάλες τους ώρες καθώς και στις μικρές, στα πάθη τους, και στην έξαρσή τους και στη φλόγα που τους έκαιγε. Το μεγαλείο τους, έτσι συνθεμένο, δε θα είναι βέβαια πια μεγαλείο ποιητικό, ουράνιο. Θα είναι της γης, του κόσμου τούτου, ανθρώπινο μεγαλείο. Και αυτό είναι το μόνο αυθεντικό.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ»