Τζορτζ Φλόιντ: Μια Αμερική που ακόμη «δεν μπορεί να ανασάνει» από τον ρατσισμό
Ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, η Αμερική εξακολουθεί να αναμετριέται με τις βαθιές διαιρέσεις που δημιουργεί ο ρατσισμός
Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ όπως και το πολύ μεγάλο κύμα διαδηλώσεων, διαμαρτυριών και συμβολικών χειρονομιών που την ακολούθησε αποτέλεσε χωρίς αμφιβολία μια καθαρτική στιγμή για τις ΗΠΑ. Ήταν ως ένα μετά από αρκετά χρόνια, μεγάλες συγκρούσεις, συχνές κινητοποιήσεις, το θέμα του ρατσισμού και ειδικά του ρατσισμού που αφορά τους μαύρους αμερικανούς να αποτελούσε πια μια καθολική παραδοχή, μια τοποθέτηση όχι μόνο των ακτιβιστών, ή όσων διαμαρτύρονταν, αλλά του ίδιου του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.
Σε τελική ανάλυση, τι άλλο έδειχνε το γεγονός ότι συνέπεσαν οι διαμαρτυρίες του Black Lives Matter με μια προεκλογική εκστρατεία που στο τέλος θα αναδείξει ως επόμενο ένοικο του Λευκού Οίκο ένα πολιτικό που στήριξε τα βασικά αιτήματα και δίπλα του, την πρώτη αντιπρόεδρο με αφροαμερικανική καταγωγή.
Και όμως την ίδια στιγμή, η σύγχρονη Αμερική εξακολουθεί να έχει όλα τα σημάδια των επιπτώσεων του ρατσισμού.
Οι ανοιχτές πληγές του ρατσισμού
Όλες οι έρευνες που έγιναν στις ΗΠΑ έδειξαν ότι οι μαύροι αμερικανοί ήταν η κατηγορία που είχε τη μεγαλύτερη πιθανότητα να νοσήσει σοβαρά από COVID-19, να εισαχθεί σε νοσοκομείο και να πεθάνει.
Η εξήγηση γι’ αυτό είχε να κάνει με τα αποτελέσματα του ρατσισμού και των ενεργών ανισοτήτων που δημιουργεί. Οι μαύροι αμερικανοί εξακολουθούν να έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να μην έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, έχουν αυξημένη πιθανότητα να έχουν αρρύθμιστα υποκείμενα προβλήματα υγείας (που με τη σειρά τους συχνά αποτύπωναν και την ελλιπή πρόσβαση σε υγειονομικής υπηρεσίας) που σήμαινε αυξημένο κίνδυνο θανάτου σε περίπτωση σοβαρής νόσησης, και βεβαίως ήταν πολύ πιο πιθανό να είναι «ουσιώδεις εργαζόμενοι» που δεν μπορούσαν να «μείνουν σπίτι» και άρα είχαν αυξημένη πιθανότητα να εκτεθούν στον ιό και να αρρωστήσουν.
Την ίδια στιγμή οποτεδήποτε υπάρχει μια αύξηση της ανεργίας στις ΗΠΑ, οι μαύροι αμερικανοί εξακολουθούν να έχουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας από το γενικό μέσο όρο και να πληρώνουν ακριβό τίμημα σε συγκυρίες όπως η πρώτη φάση της πανδημίας. Ούτως ή άλλως, παραμένει ενεργό το πρόβλημα ότι το ποσοστό απασχόλησης των μαύρων αμερικανών ανδρών (60%) παραμένει χαμηλότερο των λευκών ανδρών (66%) και των ισπανοαμερικανών (73%).
Πλάι σε όλα αυτά όλοι οι δείκτες που αφορούν την κοινωνική ανισότητα εξακολουθούν να είναι πιο αρνητικοί: αυτό αφορά και την εισοδηματική ανισότητα αφορά και την πιθανότητα ένας μαύρος αμερικανός να φυλακιστεί και γενικά να αντιμετωπίσει το σωφρονιστικό σύστημα.
Το 2019 η μέση λευκή οικογένεια είχε 8 φορές περισσότερο πλούτο σε σχέση με τη μέση μαύρη οικογένεια. Το 82% των μαύρων οικογενειών είχαν λιγότερο πλούτο από τη μέση λευκή οικογένεια. Και παρά το γεγονός ότι η πρόσβαση των μαύρων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει βελτιωθεί, εντούτοις αυτό δεν έχει κατορθώσει να μειώσει σημαντικά την ανισότητα. Οι μαύροι έχουν περίπλου διπλή πιθανότητα να είναι κάτω από το όριο της φτώχειας σε σχέση με τους λευκούς, ενώ το ποσοστό τους χωρίς ιατροφαρμακευτική κάλυψη είναι υψηλότερο σημαντικά των λευκών. Τα μαύρα παιδιά έχουν υψηλότερο ποσοστό άσθματος, αλλά και υψηλότερα ποσοστά μολύβδου στο αίμα, κυρίως γιατί ζουν σε περιοχές όπου υπάρχουν ακόμη μολύβδινοι σωλήνες ύδρευσης ή σε παλαιότερα σπίτια με βαφές που περιείχαν μόλυβδο.
Η πιθανότητα ένας μαύρος αμερικανός να έρθει αντιμέτωπος με το σωφρονιστικό σύστημα είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με έναν λευκό. Παρότι τα πολύ υψηλά ποσοστά εγκλείστων και υπόδικων έχουν υποχωρήσει κάπως, εντούτοις είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ οι μαύροι αμερικανοί αποτελούν το 13% του αμερικανικού πληθυσμού, εντούτοις αποτελούν το 38,4% του πληθυσμού των φυλακών. Η πιθανότητα ένας μαύρος αμερικανός άντρας που γεννήθηκε το 2001 να βρεθεί κάποια στιγμή στη φυλακή είναι 1 στις 3, όταν για το σύνολο των αντρών είναι 1 στις 9 και για τους λευκούς άντρες 1 στις 17.
Τα διαρκή τείχη που διαιρούν
Η πραγματικότητα αυτή, μία από τις πλευρές της είναι ο πολύ υψηλότερος αριθμός των μαύρων που έχουν σκοτωθεί από αμερικανούς, έρχεται σε σύγκρουση με το γεγονός ότι εδώ και δεκαετίες οι ΗΠΑ υποτίθεται ότι διαρκώς παίρνουν μέτρα για να αντιστρέψουν τον ρατσισμό.
Μόνο που η πραγματικότητα με βάση τις στατιστικές είναι ότι τα μεγάλα βήματα προόδου, από την πλήρη απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων με τη Civil Rights Act του 1964, μέχρι τη μείωση των τεράστιων ανισοτήτων που παρατηρούνταν στις αρχές του 20ου αιώνα (όταν π.χ. το προσδόκιμο επιβίωσης των μαύρων αμερικανών ήταν μόλις 33 έτη, ενώ των λευκών αμερικανών 48) αλλά και το γεγονός ότι σταμάτησαν πρακτικές πολύ διαδεδομένες ακόμη και μετά το Β΄ Παγκόσμιο όπως το λυντσάρισμα μαύρων (ο Έμμετ Τιλ λυντσαρίστηκε το 1955), από ένα σημείο δεν είχαν ανάλογη συνέχεια.
Η σταδιακή αποβιομηχάνιση ιδίως του Βορρά των ΗΠΑ και η δημιουργία της ‘rust belt’ έπληξε ιδιαίτερα τους μαύρους που είχαν μεταναστεύσεις από τις Πολιτείες του Νότου, με τον θεσμοθετημένο βάναυσο ρατσισμό, για να βρουν καλύτερο μέλλον και είχαν βρει δουλειές στη βιομηχανία. Οι μεγάλες αλλαγές στις αμερικανικές πόλεις με την έξοδο προς τα προάστια και τις πόλεις δορυφόρους άφησε τους μαύρους αντιμέτωπους αρχικά με την προβληματική κατάσταση στα inner cities και αργότερα με όλα τα προβλήματα από τα κύματα εξευγενισμού. Η αύξηση της εγκληματικότητας και ο «πόλεμος κατά του εγκλήματος» και ιδίως ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών», έβαλαν με ιδιαίτερα άνισο τρόπο τους μαύρους στο στόχαστρο.
Όλα αυτά δημιούργησαν το εξής φαινομενικό παράδοξο: την ίδια στιγμή που διάφορες στατιστικές βελτιώνονταν, από το ποσοστό των μαύρων που πηγαίνουν κολέγιο, μέχρι τον αριθμό των μεικτών γάμων (και το ολοένα και αυξανόμενο αριθμό αμερικανών που δηλώνουν ότι ανήκουν σε παραπάνω από μία φυλή), και την ώρα που ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των λευκών δείχνει να έχει επίγνωση του ρατσισμού και των αρνητικών του επιπτώσεων, παράλληλα να καταγράφονται πολύ μεγαλύτερα «τείχη» που χωρίζουν τους μαύρους από τους λευκούς και αναπαράγουν μορφές «δομικής ανισότητας».
Η κληρονομιά της αποικιακής δουλείας
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέτρεπαν επισήμως τη δουλεία μέχρι το 1865. Οι ιδρυτές της Αμερικανικής Δημοκρατίας, όπως ο Τόμας Τζέφερσον, ήταν ιδιοκτήτες δούλων. Χρειάστηκε και ένας πολύ αιματηρός εμφύλιος πόλεμος για να καταργηθεί. Και ένας αιώνας για να καταργηθούν οι φυλετικές διακρίσεις που απέρρεαν από αυτήν.
Κυρίως, όμως, η κληρονομιά της δουλείας, έμεινε στη βαναυσότητα ενός ρατσισμού που τροφοδοτείται από στερεότυπα και προκαταλήψεις που απέχουν από το να έχουν υποχωρήσει σημαντικά. Και δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά επικεντρώνονται ειδικά στους μαύρους, ακριβώς τους πρώην δούλους. Ρατσισμός υπάρχει και απέναντι στις άλλες μειονότητες στις ΗΠΑ αλλά η ένταση που διατηρεί σε σχέση με τους μαύρους είναι διαφορετική. Είναι με έναν τρόπο ο τραγικός μηχανισμός που δείχνει ότι όλες οι ζωές τελικά δεν μετρούν το ίδιο.
Και αυτό εξηγεί γιατί ήταν και είναι τόσο σημαντική η αστυνομική βία. Δεν είναι μόνο η διαπίστωση ότι εδώ και αρκετά χρόνια οι μαύροι κινδυνεύουν πολύ περισσότερο να πέσουν θύματα αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Είναι και ο τρόπος που η αστυνομική βία λειτουργεί και ως μετωνυμία για όλες τις μορφές ανισότητας και αρνητικής διάκρισης που αντιμετωπίζουν σήμερα οι μαύροι αμερικανοί. Και αυτό εξηγεί γιατί ανάμεσα στο 2015 και το 2021 είχαμε 36 μαύρους αμερικανούς ανά εκατομμύριο να σκοτώνονται από πυρά αστυνομικών, την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό για τους λευκούς αμερικανούς είναι 15 νεκροί ανά εκατομμύριο.
Ο δύσκολος δρόμος
Το κίνημα που πυροδοτήθηκε από τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ ήταν τεράστιο. Οι εκτιμήσεις αναφέρουν ότι ανάμεσα σε 15 και 26 εκατομμύρια αμερικανοί συμμετείχαν σε αυτές τις διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις. Αυτό το καθιστά ένα από τα μεγαλύτερα κινήματα στην ιστορία των ΗΠΑ. Μέχρι τον Ιούλιο του 2020 είχαν γίνει περισσότερες από 4700 διαδηλώσεις (140 την ημέρα) σε 2500 μικρότερες και μεγαλύτερες πόλεις των ΗΠΑ.
Όμως, ο δρόμος για να μπορέσουν οι ΗΠΑ να ξεπεράσουν τις ενεργές και βαθιές διαιρέσεις που γεννά ο ρατσισμός δεν είναι καθόλου εύκολο. Ο πρόεδρος Μπάιντεν ελπίζει ότι με το μεγάλο πρόγραμμα παρεμβάσεων στην οικονομία που σχεδιάζει, μέρος του οποίου αφορά τις κοινωνικές υποδομές, θα καταφέρει να κάνει πραγματικά βήματα προόδου. Ωστόσο, ο κίνδυνος και αυτή τη φορά τέτοια προγράμματα να μην φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα είναι υπαρκτά. Ο ρατσισμός κατά των μαύρων εξακολουθεί να αποτελεί ως ένα βαθμό ακόμη πλευρά μιας δομικής ανισότητας που είναι σχεδόν καταστατική για την αμερικανική κοινωνία και οικονομία. Το γκρέμισμα των τειχών που εξακολουθούν να υψώνονται (αυτών που διαχώριζαν τόσο έντονα π.χ. τον Τζορτζ Φλόιντ από τον Ντέρεκ Σόβιν που καταδικάστηκε για το θάνατό του, που παρότι και οι δύο προέρχονταν από σχετικά φτωχές οικογένειες, εντούτοις υπήρχε πολύ μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις συνθήκες ζωής τους), δεν απαιτεί απλώς περισσότερες αναδιανεμητικές δαπάνες, καλύτερη πρόσβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα και το σύστημα υγείας ή περισσότερες ευκαιρίες και για τους μαύρους. Απαιτεί ένα άλλο κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο, πολύ πιο δίκαιο και συμπεριληπτικό, ανταγωνιστικό σε βασικές πλευρές του τρόπου που διαχρονικά ορίζεται στην Αμερική και η οικονομική ανάπτυξη και η ατομική επιτυχία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις