Ολίγα περί πίστης
Πόση εμπιστοσύνη έχουμε όλοι μας στα εξωτερικά γεγονότα, αφού κανείς μας δεν φαίνεται να σκέφτεται πως την πίστη στον Θεό - χωρίς να είναι το υπ' αριθμόν ένα ζητούμενο οποιασδήποτε θρησκείας - σπάνια την εγγυάται μια γεμάτη εκκλησία
Θα πρέπει να ήταν λίγο πριν ή λίγο μετά από την πτώση της χούντας όταν ο ανεπανάληπτος Κώστας Ε. Τσιρόπουλος – ο Θεός να τον αναπαύει – είχε οργανώσει ένα αφιέρωμα στο περιοδικό «Ευθύνη» που διηύθυνε με θέμα «Το ερώτημα περί Θεού». Είχαν αποκριθεί άλλοτε με σύντομα και άλλοτε με εκτεταμένα κείμενα πολλοί συγγραφείς και πνευματικοί άνθρωποι της εποχής, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι, μη συνεργάτες βέβαια, που είχαν χαμογελάσει ειρωνικά, πώς δηλαδή σε μια εποχή έντονης πολιτικοποίησης να τίθεται ένα ερώτημα όπως το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός.
Ο Τσιρόπουλος που δεν ίδρωνε εύκολα το αφτί του όσο βίαιες και αν ήταν οι αντιδράσεις που προκαλούσε, με ηδονή σχεδόν μετεωριζόταν στο όριο που αν και σε θέλει εκπρόσωπο του γενικά, αόριστα και καταχρηστικά αποκαλούμενο ως «κατεστημένο», εσύ γνωρίζεις ότι στην ουσία το υπονομεύεις και το πολεμάς εκ των ένδον.
Επανήλθε ζωηρά στον νου μας το αφιέρωμα της «Ευθύνης» με αφορμή τις αντεγκλήσεις όσον αφορά τον επιτρεπόμενο αριθμό των πιστών κατά την περίοδο της πανδημίας στις εκκλησίες σε σχέση με τη χωρητικότητά τους, με τόση μάλιστα ένταση σάμπως και γινόταν μια διαπραγμάτευση για το κατά πόσο μπορούμε να κατανοήσουμε με ακρίβεια τον αριθμό των ανθρώπων που πιστεύουν ή δεν πιστεύουν ανάλογα με το πλήθος που στριμώχνεται κάτω από τη μια ή την άλλη ταμπέλα. Πόσο στενοκέφαλη, αλήθεια, άποψη περί πίστης – δεν μιλάμε γενικά περί πίστης αλλά για την πίστη στην ύπαρξη του Θεού – έχουν όσοι θα την ήθελαν την πίστη αυτή αδιαμφισβήτητη και ακλόνητη ώστε να τη μετέρχονται ως ένα ελέγξιμο μέγεθος και μάλιστα ελέγξιμο με αριθμούς, τη στιγμή που η πίστη στον Θεό αποκτά το βάθος της χάρη σε μια διερεύνηση βασανιστική, παρά σε μια ανακουφιστική βεβαιότητα.
Πόση εμπιστοσύνη έχουμε όλοι μας στα εξωτερικά γεγονότα, αφού κανείς μας δεν φαίνεται να σκέφτεται πως την πίστη στον Θεό – χωρίς να είναι το υπ’ αριθμόν ένα ζητούμενο οποιασδήποτε θρησκείας – σπάνια την εγγυάται μια γεμάτη εκκλησία. Αντίθετα κάτι ανάλογο μπορεί να μεταβληθεί σε ένα πρώτης τάξεως άλλοθι ώστε να εφησυχάζουμε ως προς την ύπαρξη της σχετικής πίστης, ενώ ακόμη και με άδειες εκκλησίες η πίστη μπορεί να θάλλει και να ανθίζει καθώς δεν χρειάζεται έναν συγκεκριμένο τόπο για να αναπτυχθεί.
Είναι τόση η δύναμή της ώστε να μπορεί να μεταβάλλει σε εκκλησία ακόμη και τον χώρο μιας πολύβουης πολιτικής συγκέντρωσης, καθώς έχουμε πειστεί εσωτερικά πως το βίωμα – όταν υπάρχει – δεν διασπάται ώστε άλλους να μας προϋποθέτει στην εκκλησία και άλλους στην πολιτική συγκέντρωση. Ή διαθέτουμε όλοι μας ένα ενιαίο πρόσωπο – παρά τις μυριάδες αντιφάσεις μας – ώστε να πιστεύουμε ότι η πίστη μας συναρτάται με τόσο ενδογενείς παράγοντες που τίποτα δεν μπορεί να τους αλλάξει, ή είναι κάτι τόσο επίφοβο και ανασφαλές ώστε χρειάζεται το κέλυφος του συγκεκριμένου χώρου για να αισθανθείς πως μπορεί να υπάρξει. Δηλαδή μηδέν εις το πηλίκον.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις