Κριστίν Λαγκάρντ: Οι μεταρρυθμίσεις, κλειδί για την σύγκλιση επιτοκίων ΕΕ – Ελλάδας
Πόσο επηρεάζουν το κόστος δανεισμού οι «ευπάθειες που κληροδοτήθηκαν από την παρατεταμένη κρίση που αντιμετώπισε η Ελλάδα»
Η απόκλιση που παρατηρείται μεταξύ των επιτοκίων δανεισμού της Ευρώπης και της Ελλάδος, επισημαίνεται σε απαντητική επιστολή που αποστέλλει η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ στον ευρωβουλευτή της Ν.Δ., Γιώργο Κύρτσο.
Η κ. Λαγκάρντ υπογραμμίζει ότι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, που υλοποιούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας αυξημένης επιτήρησης της Ελλάδος, «μπορούν να στηρίξουν τη σύγκλιση των επιτοκίων χορηγήσεων προς τους μέσους όρους της ζώνης του ευρώ».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή του νέου κώδικα περί αφερεγγυότητας και η εξομάλυνση των εμποδίων για την αναγκαστική εκτέλεση εξασφαλίσεων, καθώς και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος.
Στην επιστολή της η επικεφαλής της ΕΚΤ αναφέρει ότι παρά τη μείωση που έχει συντελεστεί, τον Φεβρουάριο του 2021 τα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων στην Ελλάδα ήταν κατά 151 και 135 μονάδες βάσης υψηλότερα από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αντίστοιχα.
Υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων
«Ενώ τα μέσα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων μπορούν ως έναν βαθμό να επηρεαστούν από τη νομισματική πολιτική, το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά σε οποιαδήποτε χώρα αντανακλά επίσης ποικίλους παράγοντες που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο της κεντρικής τράπεζας» τονίζει χαρακτηριστικά και προσθέτει:
«Αυτοί οι παράγοντες αφορούν μεταξύ άλλων τη συγκεκριμένη οικονομική κατάσταση και φερεγγυότητα των δανειοληπτών, καθώς και άλλους προσδιοριστικούς παράγοντες πιστωτικού κινδύνου, όπως η ποιότητα των εξασφαλίσεων, η σχεδίαση και η αποδοτικότητα των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η αποτελεσματικότητα των νομικών διαδικασιών και γενικότερα οι επιδόσεις σε ό,τι αφορά τις πληρωμές».
Η κ. Λαγκάρντ υπογραμμίζει ότι στην Ελλάδα το επίμονα υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων και ο αυξημένος πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με ορισμένα είδη χορηγήσεων είναι πιθανόν να συμβάλλουν σε υψηλότερα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων.
«Οι επιχειρήσεις, και ιδίως οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, χαρακτηρίζονται από ευπάθειες που κληροδοτήθηκαν από την παρατεταμένη κρίση που αντιμετώπισε η Ελλάδα και είναι πιθανόν να επηρεάζονται αρκετά σοβαρά από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας» αναφέρει.
Ολόκληρη η επιστολή
Αξιότιμο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αγαπητέ κ. Κύρτσο,
Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας, την οποία μου διαβίβασε η κα Irene Tinagli, Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, μαζί με συνοδευτική επιστολή, στις 31 Μαρτίου 2021.
Από τα μέσα του 2014 τα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων για τις επιχειρήσεις μειώθηκαν σημαντικά τόσο στη ζώνη του ευρώ όσο και στην Ελλάδα έπειτα από τη θέσπιση διαφόρων μέτρων νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ (στοχευμένες πιο μακροπρόθεσμες πράξεις αναχρηματοδότησης, προγράμματα αγοράς στοιχείων ενεργητικού, παροχή ενδείξεων για τη μελλοντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής και αρνητικά επιτόκια), συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που ανακοινώθηκαν ως απάντηση στην έξαρση και την εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19).
Τον Φεβρουάριο του 2021 το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα ήταν 296 μονάδες βάσης χαμηλότερο από ό,τι τον Μάιο του 2014 (202 μονάδες βάσης όσον αφορά δάνεια έως 1 εκατ. ευρώ), ενώ στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο μειώθηκε κατά 145 μονάδες βάσης (196 μονάδες βάσης όσον αφορά δάνεια έως 1 εκατ. ευρώ).
Στην Ελλάδα το κόστος δανεισμού για αγορά κατοικίας από τα νοικοκυριά ήταν 21 μονάδες βάσης χαμηλότερο από ό,τι τον Μάιο του 2014, σε σύγκριση με τη μείωση κατά 160 μονάδες βάσης στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο.
Τα μέτρα που θεσπίστηκαν τόσο από τις εθνικές κυβερνήσεις όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως απάντηση στην κρίση λόγω του COVID-19 αποδείχθηκαν καθοριστικά όχι μόνο για τη διατήρηση των επιτοκίων χορηγήσεων πλησίον του ιστορικά χαμηλού τους επιπέδου αλλά επίσης και για τη διατήρηση της ροής των πιστώσεων.
Στην Ελλάδα, η χορήγηση δανείων προς τις επιχειρήσεις αυξήθηκε σημαντικά έπειτα από την εφαρμογή μέτρων στήριξης λόγω του COVID-19 (μεταξύ άλλων, δημοσιονομικών μέτρων καθώς και μέτρων νομισματικής πολιτικής και εποπτείας), αγγίζοντας επίπεδα που δεν είχαν καταγραφεί από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και μετά.
Ωστόσο, και παρά τη μείωση, τον Φεβρουάριο του 2021 τα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων στην Ελλάδα ήταν κατά 151 και 135 μονάδες βάσης υψηλότερα από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αντίστοιχα.
Ενώ τα μέσα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων μπορούν ως έναν βαθμό να επηρεαστούν από τη νομισματική πολιτική, το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά σε οποιαδήποτε χώρα αντανακλά επίσης ποικίλους παράγοντες που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο της κεντρικής τράπεζας.
Αυτοί οι παράγοντες αφορούν μεταξύ άλλων τη συγκεκριμένη οικονομική κατάσταση και φερεγγυότητα των δανειοληπτών, καθώς και άλλους προσδιοριστικούς παράγοντες πιστωτικού κινδύνου, όπως η ποιότητα των εξασφαλίσεων, η σχεδίαση και η αποδοτικότητα των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η αποτελεσματικότητα των νομικών διαδικασιών και γενικότερα οι επιδόσεις σε ό,τι αφορά τις πληρωμές.
Οι πρακτικές των αγορών, η κερδοφορία και οι προτιμήσεις των τραπεζών όσον αφορά τον καθορισμό του επιτοκίου και την επιλογή των επιτοκίων αναφοράς της αγοράς, καθώς και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του τραπεζικού τομέα, διαδραματίζουν επίσης ρόλο.
Στην Ελλάδα, πιο συγκεκριμένα, το επίμονα υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων και ο αυξημένος πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με ορισμένα είδη χορηγήσεων είναι πιθανόν να συμβάλλουν σε υψηλότερα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων.
Οι επιχειρήσεις, και ιδίως οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, χαρακτηρίζονται από ευπάθειες που κληροδοτήθηκαν από την παρατεταμένη κρίση που αντιμετώπισε η Ελλάδα και είναι πιθανόν να επηρεάζονται αρκετά σοβαρά από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Η αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου που επιτελεί ο τραπεζικός τομέας στη χρηματοδότηση των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων απαιτεί επομένως τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που υλοποιούνται επί του παρόντος στο πλαίσιο της διαδικασίας αυξημένης επιτήρησης της Ελλάδος.
Για παράδειγμα, η έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή του νέου κώδικα περί αφερεγγυότητας και η εξομάλυνση των εμποδίων για την αναγκαστική εκτέλεση εξασφαλίσεων, καθώς και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος, μπορούν να στηρίξουν τη σύγκλιση των επιτοκίων χορηγήσεων προς τους μέσους όρους της ζώνης του ευρώ.
Γενικότερα, η περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η αποκατάσταση της κερδοφορίας των τραπεζών και η βελτίωση της ικανότητάς τους να απορροφούν ζημίες θα βοηθούσε να ενισχυθεί η ικανότητα του τραπεζικού τομέα να επιτελεί τον διαμεσολαβητικό του ρόλο.
Σε ό,τι αφορά τις πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΕΕ, η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της εναρμόνισης των δικαστικών πρακτικών σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, και η εμβάθυνση της χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης θα μπορούσαν να στηρίξουν τη σύγκλιση των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων μεταξύ χωρών.
Ενώ ορισμένα από αυτά τα μέτρα, ιδίως τα μέτρα σε επίπεδο ΕΕ, χρειάζονται πολύ χρόνο για να υλοποιηθούν, όσο πιο γρήγορα τεθούν σε εφαρμογή τόσο πιο γρήγορα θα επιτευχθούν απτά αποτελέσματα όσον αφορά το κόστος χρηματοδότησης για τα ελληνικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις