Πέντε διαχρονικές ταινίες που μυρίζουν καλοκαίρι
Αστικό θέρος με τον ιδρώτα της μέρας να στεγνώνει ανακουφιστικά μόλις πέσει ο ήλιος-Μυρωδιά μπίρας και ποπκορν, επίσης
- Συγκλονίζει ο 95χρονος γιατρός του Πολυτεχνείου: Καμιά αμφιβολία για τους νεκρούς – Πολλοί τραυματίστηκαν από σφαίρες
- Πώς υποδέχτηκαν την επικοινωνία Σολτς - Πούτιν σε Λονδίνο και Παρίσι - Κινήσεις τακτικής στην σκακιέρα
- Ο Κιμ Γιονγκ Ουν προτρέπει σε βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων για πόλεμο, λέει το KCNA
- Παρέλαση μασκοφόρων ενόπλων νεοναζί στο Οχάιο
Το καλοκαίρι είναι η εποχή του σινεμά στην Ελλάδα. Open air, τριζόνια, λίγα αναπόφευκτα κουνούπια, πρώτα φιλιά, παγωμένες μπίρες.
Αλλά και στα μπαλκόνια με το μπλε φως του λάπτοπ, με ακρβή παρέα κι από κάτω το σκουπιδιάρικο να περνά στην κρίσιμη στιγμή.
Ή στα σαλόνια με ξιπολησιά και τον ανεμιστήρα να βογγά. Με το πέρας της ταινίας, ρίχνουμε κάτι πάνω μας και πάμε για ποτό να συζητήσουμε ό, τι είδαμε μόλις ή να παραμείνουμε σιωπηλοί για ώρες.
Αν δεν έχετε ιδέα πώς να ξεκινήσετε φέτος, μπορείτε, αν θέλετε, να πάρετε έμπνευση εδώ.
The endless summer
Το «The Endless Summer» του Μπρους Μπράουν, το θρυλικό ντοκιμαντέρ του 1966, είναι ένα ταξίδι στη θάλασσα και τον ήλιο που σταματά το χρόνο. Αναζητώντας το τέλειο κύμα, ο Μπρους Μπράουν ταξίδεψε, μαζί με τους Μάικ Χίνσον και Ρόμπερτ Όγκαστ, δύο από τους καλύτερους σέρφερ της δεκαετίας του ’60, από την Καλιφόρνια στην Γκάνα, στο Κέιπ Τάουν και στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής, και από εκεί στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ταϊτή, τη Χαβάη και πίσω στην Καλιφόρνια. Γιατί; Επειδή κάπου στον κόσμο, πάντα είναι καλοκαίρι!
Ο Μπρους Μπράουν, με την ταινία του, έφερε μια κινηματογραφική και πολιτισμική τομή στο σινεμά της εποχής. Αφήνοντας κατά μέρος τα αυστηρά, εκπαιδευτικά, πολύ σοβαρά για έναν surfer dude ντοκιμαντέρ του ’50 και του ’60, έκανε μια ταινία προσιτή, προσωπική και ιδιαίτερα διασκεδαστική, κυρίως χάρη στη δική του, γεμάτη παιχνιδιάρικο χιούμορ αφήγηση.
Knife in the Water
Eίναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Πολάνσκι και παράλληλα ένα υπέροχο μάθημα κινηματογραφικής λιτότητας και μινιμαλιστικής έκφρασης. Έχοντας ουσιαστικά ως χώρο δράσης ένα ιστιοφόρο στη θάλασσα, με μόλις τρεις ηθοποιούς στη διάθεσή του, αλλά και με τον σπουδαίο Γέρζι Σκολιμόφσκι να υπογράφει το σενάριο, ο Πολάνσκι από την πρώτη κιόλας μεγάλους μήκους ταινία του, μας παρουσιάζει απλόχερα ένα υπέροχο δείγμα γραφής της μοναδικής τέχνης του.
Η ταινία μας μεταφέρει στην Πολωνία της δεκαετίας του ’60. Εκεί, ένα ζευγάρι οικονομικά ευκατάστατων αστών, συναντά στον δρόμο του έναν νεαρό φοιτητή που κάνει ωτοστόπ και τον παίρνουν μαζί τους για μία διήμερη βόλτα με το ιστιοφόρο τους. Μία σύγκρουση θα ξεκινήσει μεταξύ των δύο αντρών, με κλιμακούμενη ένταση και απρόσμενες εξελίξεις.
Before Midnight
Οι Ίθαν Χοκ και Ζυλί Ντελπί επιστρέφουν στους ρόλους του Τζέσι και και της Σελίν και μοιράζονται μαζί μας το τρίτο μέρος μιας ξεχωριστής ιστορίας αγάπης. Μετά τη Βιέννη (Πριν το Ξημέρωμα) και το Παρίσι (Πριν το Ηλιοβασίλεμα), η κάμερα του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ περιπλανιέται παρέα με τους πρωταγωνιστές από το σπίτι του αείμνηστου περιηγητή συγγραφέα Patrick Leigh Fermor στην Καρδαμύλη μέχρι την Πύλο και την Κορώνη. Σε αυτήν τη γραφική διαδρομή με φόντο την καλοκαιρινή Ελλάδα μας αποκαλύπτεται με αφοπλιστική αμεσότητα τι επιφυλάσσει η ζωή για το ιδιαίτερο αυτό ζευγάρι.
Το δράμα μιας σχέσης συνυφαίνεται με το μυστήριο του έρωτα. Δεκαοκτώ χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση, και με ενδιάμεσο σταθμό το Παρίσι, ο Τζέσι και η Σελίν είναι πλέον μαζί, έχουν δίδυμες κόρες, οι καριέρες τους βρίσκονται στο απόγειό τους, αλλά ο έρωτας, ενώ υπάρχει, αποδεικνύεται ένα δύσβατο ταξίδι. Εκτός από ένα ιντερλούδιο που περιλαμβάνει μεσημεριανό γεύμα κι ένα μπάνιο στη θάλασσα, η ταινία αποτελείται από τρεις αξιομνημόνευτες, μεγάλες διαλογικές σκηνές, μονοπλάνα ή στο στυλ της σεκάνς που διακόπτεται ελάχιστα από μοντάζ.
Είναι η πιο ώριμη ταινία του Λίνκλεϊτερ, με διαφορά η καλύτερη από τις τρεις της σειράς και μία από τις πληρέστερες και πιο διαφωτιστικές ιστορίες αγάπης που είδαμε στο σινεμά.
Summer with Monika
Ο Μπέργκμαν ήταν 34 χρονών κι έψαχνε μετά από δώδεκα μεγάλου μήκους ταινίες ακόμα να βρει τη δική του, ξεχωριστή δημιουργική φωνή, διχασμένος ανάμεσα στον κινηματογράφο και το θέατρο, όταν ανακάλυψε στο σενάριο του Περ Αντρες Φόλγκερστορμ, ενός συγγραφέα που κατέγραφε τις ζωές και τα ήθη της εργατικής τάξης στη Σουηδία, την ευκαιρία να προσεγγίσει για πρώτη φορά τις θεματικές που θα αποτελούσαν τη βάση για όλα τα μετέπειτα αριστουργήματά του: το αδιέξοδο των ανθρώπινων σχέσεων και τη διαμόρφωση της γυναικείας ψυχοσύνθεσης μέσα από το σκοτεινό καθρέφτη της κινηματογραφικής κάμερας.
Η Μόνικα δεν είναι απλώς ένα κορίτσι των λαϊκών τάξεων, εύκολο θύμα τόσο της σεξουαλικής παρενόχλησης των αντρών στο μανάβικο που εργάζεται, όσο και της οργής του μέθυσου πατέρα της. Είναι μια γυναίκα που θέλει να ζήσει το πάθος, όπως το βλέπει στη μεγάλη οθόνη και στα αμερικανικά μελοδράματα που παρακολουθεί στο σινεμά κλαίγοντας. Στο πρόσωπο του Χάρι, ενός νεαρού που εργάζεται ως παιδί για όλες τις δουλείες στο διπλανό κατάστημα, η Μόνικα θα βρει τον έρωτα αρχικά ως παιχνίδι κι στη συνέχεια ως μια διέξοδο από το ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον, την καταδυναστευτική δύναμη του οποίου ο Μπέργκμαν αποτυπώνει ρεαλιστικά στο πρώτο μέρος της ταινίας.
Ταυτόχρονα, όμως, ο έρωτας είναι και μια πηγή αυτογνωσίας για τη νεαρή κοπέλα, η οποία ήδη από το πρώτο πλάνο αντικρίζει τον εαυτό της στον καθρέφτη και διορθώνει το εσώρουχό της, λίγο πριν εισέλθει στο μπαρ, όπου εκείνη θα φλερτάρει πρώτη με τον Χάρι.
Οταν οι δύο νέοι αποφασίσουν να παρατήσουν τις δουλειές τους και να κλέψουν το σκάφος του πατέρα του Χάρι για μια καλοκαιρινή εξόρμηση, η ταινία οδηγείται στο δεύτερο, εμβληματικό της μέρος, εκείνο που της χάρισε την υστεροφημία της. Εκεί η Μόνικα και ο Χάρι ζουν τον έρωτά τους στον απόλυτο βαθμό, παραδομένοι στην ελευθερία και στη φυσική κατάσταση. Και δεν είναι το γυμνό σώμα της Μόνικα η μόνη υπογράμμιση της επαναστατικής ευφορίας πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά και η ίδια η κάμερα του Μπέργκμαν που κινηματογραφεί ακόρεστα τη θάλασσα, τον ουρανό και το παιχνίδισμα του ήλιου με τα σύννεφα πάνω στα σώματα.
Το καλοκαίρι για τους δύο νέους (και συνακόλουθα για τον Μπέργκμαν) δεν είναι μόνο μια εποχή, αλλά μετατρέπεται στην ταινία σε ένα σύμβολο, μια αέναη γιορτή της νεότητας που αψηφά τη ροή του χρόνου, ένα διαρκές παρόν που αναλώνεται αχόρταγα παρά τις απειλητικές νύξεις του μέλλοντος.
A place in the sun
Η ταινία είναι μία από τις πιο διάσημες της χρονιάς της, του 1951 δηλαδή, με έξι βραβεία όσκαρ (σκηνοθεσίας, σεναρίου, φωτογραφίας, κουστουμιών, μουσικής και μοντάζ) και πρωταγωνιστικό δίδυμο που κεντρίζει το ενδιαφέρον και μαγνητίζει το βλέμμα· Montgomery Clift και Elizabeth Taylor. Ο πρώτος υποδύεται έναν άντρα της εργατικής τάξης που αφήνει έγκυο την επίσης συναδέλφισσά του Shelley Winters. Ταυτόχρονα όμως ερωτεύεται μια πλούσια κληρονόμο (Taylor is her name). H έγκυος φίλη του αρχίζει να του γίνεται σιγά-σιγά στενός κορσές και αυτός βάζει στο μυαλό του να την σκοτώσει ώστε να ελευθερωθεί από το διπλό παιχνίδι που παίζει και να μείνει με την Taylor.
Ενδιαφέρουσα, αν μη τι άλλο, η ταινία του George Stevens έχοντας για ατού τη συνύπαρξη ενός από τα καλύτερα κινηματογραφικά ζευγάρια. Είναι πράγματι, όπως την έχουν χαρακτηρίσει, αρκετά αργόσυρτη καθώς επικεντρώνεται περισσότερο στα ρομαντικά ραντεβουδάκια και λιγότερο στο αδιέξοδο του αντιήρωα μας. Όσοι δεν λατρεύουν το μελόδραμα, καλύτερα να την αποφύγουν, καθώς προς το τέλος η ταινία «βαραίνει» αρκετά.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις