«Δεν είμαι ανεπρόκοπος, δεν είμαι φαντασμένος, ποτέ δεν ήμουν ζεν πρεμιέ, ούτε περιφρονημένος. / Οχι, δεν είμαι σούπερμαν, δεν είμαι και μπασμένος, δεν είμαι ο πιο ζωντανός, μα ούτε και πεθαμένος. / Είμαι μετρίως μέτριος και πάντα μετρημένος, γι’ αυτό και είμαι ο πιο τρελός, απ’ όλους σας κρυμμένος. / Δεν είμαι βουτυρόπαιδο, δεν είμαι αλανιάρης, δεν είμαι ντιπ αμόρφωτος, ούτε και κουλτουριάρης. / Δεν είμαι βέρος Ελληνας, δεν είμαι Ευρωπαίος, δεν είμαι πανκ, ούτε ροκάς, μα ούτε και Ζαγοραίος.»

«ΠΑΝΤΑ ΜΕΤΡΗΜΕΝΟΣ»
Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Νίκος Πορτοκάλογλου

ΦΑΤΜΕ «ΨΕΜΑΤΑ» (1983)

Το αρχικό ερέθισμα για το σημερινό κείμενο μου το έδωσε ένας χάρτης της Ευρώπης. Ενας παράξενος επιχρωματισμένος χάρτης που αποτύπωνε ένα στατιστικό εύρημα. Τα δεδομένα ήταν σχετικά φρέσκα, αντλημένα από την Eurostat το 2018, και απαντούσαν στο ενδιαφέρον ερώτημα: «Σε τι ποσοστό οι νέοι (25-34 χρόνων) εξακολουθούν να ζουν μαζί με τους γονείς τους στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές χώρες;». Δεν υπήρχαν στοιχεία για μια σειρά χώρες -την Αλβανία, το Κοσσυφοπέδιο, το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία, τη Σερβία, τη Μολδαβία, την Ουκρανία, τη Λευκορωσία, τη Ρωσία και την Ισλανδία – ενώ για τις υπόλοιπες ο επιχρωματισμός ποίκιλε από το βαθύ πράσινο (χώρες όπου οι νέοι ζούσαν μαζί με τους γονείς τους σε ποσοστό κάτω του 10%) έως το βαθύ κόκκινο (ποσοστό άνω του 50%). Η Ελλάδα με ποσοστό 57,5% ήταν στη ζώνη του βαθέος κόκκινου, παρέα αποκλειστικά με χώρες του πρώην ανατολικού συνασπισμού. Οποιος κακόπιστος είρωνας ισχυρίζεται ότι η πατρίδα μας είναι ο «τελευταίος κομμουνιστικός παράδεισος στη Γηραιά Ηπειρο», θα βρει σε αυτόν τον χάρτη έναν θερμό συνήγορο.

Γιατί, άραγε; Η ρομαντική θεώρηση θα μας υπέβαλε την εντύπωση ότι στην Ελλάδα, παρά τα απανωτά χτυπήματα της «παγκοσμιοποίησης», συνεχίζουν να αντιστέκονται οι παραδοσιακές εθνικές αξίες και οι οικογενειακοί δεσμοί παραμένουν άρρηκτοι. Μια πιο προσγειωμένη θεώρηση των πραγμάτων, όχι αναγκαστικά σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη, θα μας υπαγόρευε ότι η θηριώδης ανεργία των νέων και το παράπλευρο πρόβλημα στέγασης, τους οδηγεί αναπόφευκτα στο «ανάγκα και θεοί πείθονται»: θέλουν-δεν θέλουν, μένουν με τους «γέρους» τους.

Ωστόσο, υπάρχουν δύο ενστάσεις που σκόπιμο είναι να μην τις αποφύγουμε. Για να συστεγάζεσαι με τους «γέρους» σου, πρέπει τουλάχιστον οι «γέροι» σου να μην είναι άστεγοι οι ίδιοι: όντως, η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο όπου οι ιδιοκτήτες ακινήτων είναι συντριπτικά περισσότεροι από όσους δικαιολογεί η πραγματική οικονομική τους επιφάνεια. Παράλληλα, η συστέγαση των τέκνων με τους γονείς, προϋποθέτει μια εύρωστη μεσαία τάξη, ικανή να συντηρήσει αμφότερους. Εχουμε στην Ελλάδα μια εύρωστη μεσαία τάξη ή μια κατά φαντασίαν εύρωστη μεσαία τάξη, μια τάξη αποφασισμένη ακόμη και να στερηθεί τα άκρως απαραίτητα – να «κάνει το σκατό της παξιμάδι», με το συμπάθιο – προκειμένου να διατηρήσει το φαντασιακό κοινωνικό της status και, παρεμπιπτόντως, την προστασία και την επιτήρηση πάνω στους κανακάρηδές της; Μια διαχρονική Μαντάμ Σουσού που, όπως η ηρωίδα του Δημήτρη Ψαθά, κατοικεί στην υποβαθμισμένη συνοικία του Μπύθουλα, μα συμπεριφέρεται σαν να ζει στο Κολωνάκι των ονείρων της;

Το διορατικό τραγούδι του Πορτοκάλογλου ικανοποιεί και τις δύο συνθήκες: τόσο την αληθινή υπόσταση ενός τέκνου της μεσαίας τάξης – «μετρίως μέτριος και πάντα μετρημένος» – όσο και τη χαρισματική προβολή της υπόστασης από το ίδιο το τέκνο: «γι’ αυτό και είμαι ο πιο τρελός, απ’ όλους σας κρυμμένος». Εφόσον δεχτούμε λοιπόν τον πλέον διασταλτικό ορισμό και για τη μεσαία τάξη καθεαυτή – εκείνον που ενσωματώνει στις γραμμές της, όχι μονάχα όσους πληρούν τις οικονομικές προϋποθέσεις, αλλά και όσους φαντασιώνονται ότι τις πληρούν με κάθε είδους «θυσίες» στην καθημερινότητά τους -, μπορούμε κάλλιστα να αναρωτηθούμε ποιες ιστορικές περιστάσεις βοήθησαν αυτήν την τάξη να πραγματώσει εν μέρει τις φαντασιώσεις της κατά την ύστερη μεταπολιτευτική περίοδο, προτού – φευ – ενταφιαστεί στο πλάι τους. Πώς η «ραχοκοκαλιά του έθνους», εν ολίγοις, ακολούθησε το πικρό πεπρωμένο μιας άλλης ξιπασμένης: «βαριά βιομηχανία» ο πολιτισμός για την Ελλάδα, στα παχιά λόγια των πολιτικών, δεν αξιώθηκε ποτέ πάνω από το 1% του κρατικού προϋπολογισμού κι, εν καιρώ πανδημίας, τη συνεπαγόμενη εξαθλίωση.

Μπούσουλας στον προβληματισμό μας θα είναι μια διεισδυτική μελέτη που κυκλοφόρησε πρόσφατα: οι «Περιπέτειες της Μεσαίας Τάξης» του 50χρονου Παναγή Παναγιωτόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (εκδόσεις Επίκεντρο, 2021). Το επίμονο -σε σημείο αδιακρισίας – βλέμμα του Παναγιωτόπουλου αγκαλιάζει κάθε εκδήλωση αυτής της τάξης κι εν συνεχεία την καταγράφει/ανατέμνει με σχολαστική ακρίβεια, αλλά και λανθάνουσα συμπάθεια (όπως θα αντιμετωπίζαμε, εικάζω, και τα «καμώματα» της ίδιας της Μαντάμ Σουσού, εάν τη βλέπαμε ξαφνικά μπροστά μας με σάρκα και οστά).  Από όλες τις εύστοχες παρατηρήσεις του Παναγιωτόπουλου, θέλω να σταθούμε στην πιο καίρια: την εξήγηση του μυστηρίου, τόσο για την αναπάντεχη μακροημέρευση της μεσαίας τάξης, όσο και για την παταγώδη κατάρρευσή της (σαν ουρανοξύστης, εάν μου επιτρέπετε την παρομοίωση, παγιδευμένος με εκρηκτικά για προγραμματισμένη κατεδάφιση, εν αγνοία όμως των ενοίκων).

Κατά τον Παναγιωτόπουλο – και όχι μόνο, όπως προδίδει η πλούσια βιβλιογραφία που παραθέτει – η ελληνική μεσαία τάξη θέλησε (ή την έπεισαν, εν πάση περιπτώσει, οι πολιτικάντηδες ότι κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, προκειμένου να εξασφαλίσουν εύκολα τη δική τους πολιτική επιβίωση) να μην ακολουθήσει την προτεσταντική πεπατημένη των κουτόφραγκων, σύμφωνα με την οποία πορευόμαστε προς την καταναλωτική Εδέμ με την αποταμίευση, τη σκληρή δουλειά και τις παραγωγικές επενδύσεις, αλλά να «κόψει δρόμο» μέσω της αμοιβαία επωφελούς πελατειακής σχέσης του πολίτη με το κράτος, μιας σχέσης που δεν αποτελούσε παρά νοσηρή αντανάκλαση μιας άλλης στρεβλής εξάρτησης: του ολοένα και πιο ανεξέλεγκτου εξωτερικού δανεισμού του ελληνικού κράτους. Με αυτά τα «δανεικά και αγύριστα», τόσο για το κράτος όσο και για τον πολίτη, σπαταλημένα κυρίως στην παρασιτική κατανάλωση – τουτέστιν, στον αέρα τον κοπανιστό -,  οδηγηθήκαμε στη χρεωκοπία του 2010.

Η νέμεση του 2010 αποκάλυψε τη «γύμνια» της μεσαίας τάξης παντού: την επιδερμική οικονομική της επιφάνεια, την πολιτιστική της ρηχότητα, ακόμη και την εύθραυστη φύση των, υποτίθεται, ακλόνητων οικογενειακών θεμελίων. Ομηροι μέσα στην ίδια την οικογενειακή  στέγη, πλαδαροί σιτεμένοι νέοι – πόσο «νέος» είσαι στα 34 σου; -, αθύρματα πάσης φύσεως και μορφής ιδεολογικής συνωμοσιολογίας, βρέθηκαν απροετοίμαστοι από κάθε άποψη για να βγουν και να αντιμετωπίσουν τη «σκληρή» πραγματικότητα. Η πανδημία τους βρήκε «σαν έτοιμους από καιρό, σαν θαρραλέους» και τους αποτελείωσε. Ηταν και αυτό ένα επίτευγμα των γονιών τους.