Της Μαρίας Μουρελάτου

Τα φυσικά του χαρακτηριστικά τού χάρισαν το παρατσούκλι «Γερμανός», το οποίο στάθηκε αφορμή προ ημερών και για ένα σχόλιο στο youtube, κάτω από το «Αρσενικό παλαιάς κοπής», το νέο του τραγούδι. «Προδότη, γυναικοδωσίλογε», του έγραψε κάποιος, πικάροντάς τον με αυτόν τον νεολογισμό για τους χαρακτηρισμούς με τους οποίους ο τραγουδοποιός «στολίζει» όσους το παίζουν «με το ζόρι εραστές». Ισως ο συγκεκριμένος να μη συγχώρησε ποτέ στον Βαγγέλη Γερμανό και το γεγονός ότι, στα 40 χρόνια που δισκογραφεί, οι γυναίκες, με τις οποίες ανοίγει παρτίδες στα τραγούδια του, περιγράφονται από τον ίδιο ως αφέντρες στις οποίες ορκίζεται αιώνια υποταγή, ως γόησσες και φίνες μπαλαρίνες που εξουσιάζουν με την ομορφιά τους τον κόσμο. Το τραγούδι του, που έκανε ντεμπούτο στις 14 Μαΐου, είναι ένα σουίνγκ που ακροβατεί στα σύνορα της μπλουζ με την τζαζ και ξεκινά με τα παρακάτω λόγια: «Καρχαρίας, κορυφαίος θηρευτής. Καζανόβας, με το ζόρι εραστής. Το παίζω αφεντικό σε κάθε θηλυκό, είμ’ αρσενικό παλαιάς κοπής…».

«Καρχαρίας, κορυφαίος θηρευτής, θα πει ότι είμαι στο υψηλότερο βάθρο, είμαι η κορωνίδα της δημιουργίας, ούτε καν άνθρωπος, ο Ανήρ, ο Θεός. Ο «με το ζόρι εραστής» έχει πολύ μεγάλη πλάκα γιατί αυτά τα δύο πραγματικά δεν συνυπάρχουν. Εραστής είναι ο άνθρωπος που ευχαριστεί τον σύντροφό του, δεν είναι αυτός που υποχρεώνει τον άλλον να δεχθεί τη σεξουαλικότητά του. Συν πάει να πει μαζί. Οπότε, μάλλον υπάρχει έλλειμμα συνείδησης με την έννοια της πλήρους αντίληψης της κατάστασης. Του ανθρώπου που κάνει αυτή τη δουλειά, κάπου από το συνειδησιακό του φάσμα λείπει ένα κομμάτι, κάτι δεν έχει πάρει χαμπάρι. Δεν έχει πάρει χαμπάρι ότι το φλερτ του πέφτει στο κενό γιατί ασχολείται μόνο με τον εαυτό του. Αφορμή για το τραγούδι στάθηκε μια γελοία δήλωση που άκουσα, «εγώ είμαι άντρας παλαιάς κοπής και δεν τα παρατάω εύκολα». Και το να το λέει ένας κωμικός είναι ακόμα πιο γελοίο».

Οπως εξηγεί, όμως, ο Βαγγέλης Γερμανός, ουδείς αναμάρτητος: «Το τραγούδι είναι αυτοσαρκαστικό. Δεν λέω «είστε αρσενικά παλαιάς κοπής». Λέω «είμαι». Στα 70 μου χρόνια, είναι απίθανο να μην έχω νιώσει έστω και λίγο τέτοιος τύπος. Κι εγώ όταν ήμουν πιτσιρικάς και έβγαινα να παίξω έλεγα «α, τι ωραίος που είμαι, που με καμαρώνουν», που αυτά είναι παλαιάς κοπής. Ισως το πρόθεμα «αυτό» πρέπει κανείς να το βάζει μπροστά από οτιδήποτε. Να αυτοερευνάται, να αυτοεκπαιδεύεται, να αυτολειαίνεται, να αυτοπραγματώνεται. Ειδικά όταν περάσεις τα 50, δεν περιμένεις πια ερεθίσματα απ’ έξω. Μετά τα ερεθίσματα έρχονται από μέσα. Αυτή η διαδικασία είναι ο πραγματικός εκπολιτισμός του ανθρώπου. Εχω μια ανοχή για τους νέους, αλλά, άμα καβατζάρεις τα 50, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να γίνεις άνθρωπος».

Κηδεύοντας το «αρσενικό παλαιάς κοπής»

Με την οπτικοποίηση του τραγουδιού, μέσα από το video clip του Hugo Varvoglis, ο Βαγγέλης Γερμανός διακηρύσσει τον θάνατο του αρσενικού παλαιάς κοπής με τον πιο εμφατικό τρόπο, με μια κηδεία στα πρότυπα του… χουλιγκανισμού. «Παλιά στο ποδόσφαιρο, όταν έχανε μια ομάδα οι χούλιγκαν του αντιπάλου τού έκαναν την κηδεία, με κάσα κανονικά! Στην αρχή ψάχναμε για φέρετρο αλλά ευτυχώς καταλήξαμε σε μια τεφροδόχο από την οποία σκορπίζεται η στάχτη στον αέρα. Εχει μια πλάκα αλλά δεν είναι τέλειο. Τέτοιοι μύθοι, πολύ δυνατοί, δεν πεθαίνουν ούτε με νόμους, ούτε με εικονικές κηδείες, ούτε με τίποτα. Χρειάζεται μια πιο σφαιρική γνώση για το τι τρέχει μέσα μας και γύρω μας για να ξεπεράσουμε όλα αυτά τα στερεότυπα».

Και ενώ στη φιλόξενη αυλή του, σε μια γειτονιά της Ανατολικής Αττικής, η κουβέντα γύρω από τους άνδρες παλαιάς κοπής είχε φουντώσει για τα καλά, την ίδια ώρα στα δυτικά, κάποιοι άλλοι άνδρες έδιναν μάχη με τις φλόγες. Τρία χρόνια πριν, η φονική πυρκαγιά στο Μάτι έφτασε σε απόσταση αναπνοής από το δικό του σπίτι. «Η φωτιά σταμάτησε τρία – τέσσερα στενά πιο πέρα. Ημασταν σίγουροι ότι θα καούμε, τα είχαμε φορτώσει όλα στο αμάξι, δύο κιθάρες, τις γάτες μας, για να φύγουμε. Ηξερα ότι έπρεπε να πάμε προς Μαραθώνα. Αυτό που έπρεπε να κάνουν όσοι έστειλαν τον κόσμο κάτω στο Μάτι, στην κλεισούρα, και κάηκαν ήταν να τους γυρίσουν τα πίσω μπρος. Τώρα το κακό έγινε. Ηταν μεγάλο σοκ. Δυστύχημα εις την εκατοστή. Κάηκαν εκατό άνθρωποι. Το να ανάβει μια φωτιά από ένα φυσικό περιστατικό πάει στο διάολο, αλλά το να βάζει ο άλλος να κάψει κλαδιά και τελικά να κάνει στάχτη τη μισή Αττική, αυτό δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω».

Στο τραπέζι μπροστά μας, ξαπλωμένο ανάποδα, το βιβλίο που του κρατά συντροφιά αυτόν τον καιρό. «Οι δύσκολοι έρωτες» του Καλβίνο. «Διαβάζω για το αργεντινό μυρμήγκι που εν ολίγοις είναι η περιπέτεια μιας οικογένειας που μένει σε ένα μέρος όπου τα μυρμήγκια κοντεύουν να τους φάνε. Είναι πολύ αλληγορικό. Αν θεωρήσεις ότι υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στα μυρμήγκια και τα κινητά, είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει σήμερα στην κοινωνία μας, που γενικότερα οι οθόνες και αυτή η τεχνολογική γραμμή στο τέλος θα μας φάει. Με την έννοια ότι θα μας αλλάξει άρδην, δεν θα είμαστε οι άνθρωποι που γράφουν τραγούδια ή βιβλία. Θα μας τα γράφει όλα ο υπολογιστής. Αρα εμείς, που μας αρέσει η διαδικασία, δεν θα έχουμε τύχη. Σιγά σιγά θα μετατραπούμε σε αλγορίθμους. Εχει την αστεία του πλευρά αυτό αλλά έχει και την τραγική του».

Την εποχή που ο ίδιος ήταν νέος, το φλερτ και η ανταλλαγή απόψεων γίνονταν διά ζώσης και όχι μέσα από απρόσωπες πλατφόρμες στο Διαδίκτυο. «Ακόμα και το τηλεφώνημα χαρακτηρίζεται ως εικονική πραγματικότητα. Και επειδή πλέον οι εικονικές πραγματικότητες προσφέρονται αφειδώς, στο μέλλον θα είναι πολύ δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς την πραγματική πραγματικότητα. Τα συναισθήματα, οι σκέψεις έχουν μεγαλύτερη σημασία όταν γίνονται άμεσα, χωρίς μεσάζοντες. Οπως με τους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Ο μεσάζων πάντα φουσκώνει την τιμή. Υπάρχει θέμα και σοβαρό, μάλιστα, γιατί το Ιντερνετ δεν είναι παίξε γέλασε. Και βλέπεις τα αποτελέσματά του. Μπορεί να μας πληροφορεί αλλά συγχρόνως έχει και μια σκοτεινότατη πλευρά. Τα δεδομένα έρχονται και φεύγουν χωρίς σταματημό. Σαν να είσαι στη μέση μιας ερήμου και φυσάει αμμοθύελλα, έτσι σου έρχονται οι πληροφορίες. Τώρα το κόλπο είναι πώς να τις αποφεύγεις, ενώ στη δική μου γενιά ήταν πώς να πληροφορηθείς».

Τα παλιά εργοστάσια στα Καμίνια το ’50 ήταν το σκηνικό της παιδικής του ηλικίας. «Ημουν ζωηρός, γούσταρα παιχνίδι. Ξεμπέρδευα με τα μαθήματα γρήγορα και μετά την κοπάναγα. Τα Καμίνια ήταν μια περιοχή όλο αλάνες με παλιά καμίνια. Οταν σταμάτησε πια η παραγωγή των τούβλων, τα καμίνια είχαν ερημώσει και ήταν ιδανικός τόπος παιχνιδιού για εμάς. Ενα παλιό εργοστάσιο αφημένο στον καιρό για ένα παιδί είναι το νησί των θησαυρών. Ετσι ήταν τα Καμίνια για εμάς. Πώς παίζουν τώρα τα παιδάκια με τα Lego; Εμείς παίζαμε με πραγματικά τούβλα». Στα 6 του, γοητευμένος από τα παραμύθια που κρέμονταν έξω από τα περίπτερα και τις σοκολάτες που στιβάζονταν στα ράφια, ονειρευόταν να γίνει περιπτεράς. Γύρω στα 11 όμως, τον τρύπησε το βέλος του έρωτα για τη μουσική που ήρθε στα αφτιά του από μια οικοδομή δίπλα στο σπίτι του. «Ακουσα έναν τυπάκο να παίζει κιθάρα και κόλλησα. Είπα «μάνα, θέλω κιθάρα»». Και κάπως έτσι, μια κόκκινη κιθάρα από την οδό Αλιπέδου, δίπλα στον Ηλεκτρικό Σταθμό του Πειραιά, έγινε δική του. «Από τότε τέρμα και τα δέκα στο σχολείο, τέρμα και όλα. Κόλλησα» λέει γελώντας ενώ μιμείται τον ρυθμό από το «Riders in the Sky» των Shadows, που ήταν το πρώτο τραγούδι που έμαθε να παίζει.

Ο Νιόνιος, η Ελευθερία, ο Λουκιανός

Η δεκαετία του ’70 τον βρήκε με ένα πτυχίο Μαθηματικών στο χέρι, άρτι αφιχθέντα από τη συμπρωτεύουσα, να παίζει στην ορχήστρα του Σαββόπουλου. Στην έναρξη του προγράμματος παρουσίαζε και τα πρώτα δικά του τραγούδια που θύμιζαν κάτι από αμερικανική κάντρι. Τα «Μπαράκια» – για τα οποία χρειάστηκε ο Διονύσης Σαββόπουλος, παραγωγός τότε στη Lyra, να πείσει τον Πατσιφά, που «δεν του πολυάρεσαν τα τραγούδια», να γίνουν δίσκος – προκάλεσαν έναν σεισμό στην ελληνική δισκογραφία με δεκάδες μετασεισμούς που ακόμα ταράζουν το μουσικό στερέωμα. Αλλά και το μοναδικό ντουέτο του δίσκου, με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, περιείχε εν τη γενέσει του μια ισχυρή σεισμική δόνηση, τον σεισμό 6,6 ρίχτερ του 1981. «Η Ελευθερία, μικρούλα τότε, είχε έρθει στη Φιλοθέη να κάνουμε πρόβα. Πρώτη φορά που τη γνώριζα. Εκεί που προβάραμε το «Σε θέλω» και είχε πια νυχτώσει, ξαφνικά άρχισε να τρέμει όλο το σπίτι, μια τριώροφη πολυκατοικία. Τρέχαμε στις σκάλες σαν τρελοί να βγούμε έξω…». Κι ύστερα ήρθε το Πάρτι, στη Βουλιαγμένη, που τα άλλαξε όλα. «Ηταν μια φαεινή ιδέα του Λουκιανού να κάνει ένα πάρτι στη Βουλιαγμένη, με εξέδρα μέσα στη θάλασσα. Ηταν μια έκπληξη, μια ωραία αίσθηση να βλέπεις τόσο κόσμο χαρούμενο, σαν σε διακοπές. Στις συναυλίες μπορεί να δεις και μερικούς μουτρωμένους αλλά εκεί ήταν όλοι χάι. Εκτοτε έγινε και λίγο μόδα να παίζει κανείς σε παραλίες».

Το σύμπαν του Βαγγέλη Γερμανού αποτελείται από κρουαζιέρες, σημαδούρες, κηπουρούς και δραπέτες. Οι μελωδίες και τα στιχάκια του σχεδόν κολυμπούν στο νερό της θάλασσας κι έπειτα στεγνώνουν νωχελικά στον ήλιο. Ο ίδιος, ως γιος του ανέμου, διατηρεί πάντα έναν ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με τα στοιχεία της φύσης. «Προσπαθώ να κουμπώνω με τη φύση όσο γίνεται γιατί δεν έχουμε και άλλον δάσκαλο. Και από τους ανθρώπους γύρω σου μπορείς να αντλήσεις πράγματα αλλά συνήθως είναι περιορισμένα. Η φύση παρουσιάζει μια πλήρη εικόνα της πραγματικότητας».

Από τον Ιβανόη στον Τσιτσάνη

Στις φλέβες του κυλούν ακόμα οι ρεμπέτες και οι καημοί τους και αυτό έκανε «Μπαμ» από τα πρώτα του κομμάτια. «Τα ρεμπέτικα για εμάς είναι ό,τι τα μπλουζ για τους Αμερικανούς. Λαϊκή μουσική τα μπλουζ, λαϊκή και τα ρεμπέτικα. Και τα ρεμπέτικα είναι πλουσιότερα από τα μπλουζ. Εχουν περισσότερες πληροφορίες. Κάποιος έγραψε κάτι, το πήρε ο άλλος έκανε μια παραλλαγή, το πήρε ένας άλλος, το προσάρμοσε στις ανάγκες του. Ετσι είναι χρήσιμο το τραγούδι και έτσι αποστάζει. Και είναι βιωματικά τραγούδια. Οι ρεμπέτες οι καημένοι το ζούσαν. Το πρώτο μου τραγούδι πιθανόν να ήταν ο «Απόκληρος». Σαν νόημα μου κόλλησε από τον «Ιβανόη» του σερ Γουόλτερ Σκοτ αλλά ίσως και να έχω πατήσει πάνω στον «Απόκληρο» του Τσιτσάνη. Ετσι πάει, οι καινούργιοι πατάνε στη δουλειά των παλιών. Κι εγώ το ίδιο έκανα. Ακόμα και αυτή η λεξούλα μόνο είναι ένας συνδετικός κρίκος».

Σήμερα περνά τον καιρό του στη θάλασσα ή στο σπίτι ζωγραφίζοντας γάτους και περιμένοντας να ανέβει στο πάλκο ξανά έπειτα από καιρό, καλώς εχόντων των πραγμάτων, στις 8 Ιουλίου. Μέχρι τότε θα συνεχίσει το χωρίς πρόγραμμα πνευματικό του ταξίδι απολαμβάνοντας τραγούδια άλλων που θα ήθελε να ήταν δικά του, όπως το λατινοαμερικάνικο «Ευχαριστώ τη ζωή». Μια περιπέτεια υγείας που παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή, τον χειμώνα του 2018, όταν από ένα ιατρικό λάθος έμεινε ενάμιση μήνα στην Εντατική, τον έμαθε να εκτιμά τα ουσιώδη: Ενα ποτήρι νερό, μία βόλτα στη λιακάδα. «Πήγα για έναν απλό λόγο και βρέθηκα μισοπεθαμένος. Οποτε έρχεται στον νου μου, με πιάνει αναφιλητό από την αγάπη και την προσοχή των νοσηλευτών και των νοσηλευτριών. Πέρα από τα δικά μου κορίτσια, τη Χρυσούλα και την Αλίκη, που έρχονταν μακιγιαρισμένες με τα καλά τους ρούχα, οι νοσηλεύτριες μου τραγουδούσαν γύρω από το κρεβάτι. Μία από το Αγρίνιο, θυμάμαι, μου έλεγε κάτι ωραία γύφτικα. Μιλάμε για καταπληκτικά παιδιά» λέει γελώντας και συμπληρώνει: «Για τίποτα δεν είμαστε σίγουροι, ούτε καν για την επόμενη στιγμή. Και ίσως αυτή να είναι η ομορφιά της ζωής».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ