Ο πρώτος μεγάλος και θεμελιώδης στόχος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, κατά την έναρξη της Επανάστασης του 1821, ήταν ένας: Να πάρουν οι Έλληνες στα χέρια τους τον έλεγχο της Τριπολιτσάς, της σημερινής Τρίπολης, διοικητικό, στρατηγικό και οικονομικό κέντρο των τουρκικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο.

Για να πετύχει όμως αυτό το ιδιαίτερα φιλόδοξο εγχείρημα, ο Γέρος του Μοριά γνώριζε καλά ότι έπρεπε πρώτα να οργανώσει το ελληνικό στράτευμα, που αν και είχε ήδη κάποιες νίκες, η έως τότε δομή τους δεν επέτρεπε την επίτευξη μεγάλων και καθοριστικών νικών.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 5.11.1930, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Όπως γράφει ο Σπύρος Μελάς στις 11 Μαΐου 1930: «Ο Κολοκοτρώνης, πριν συμπληρώση τη στρατολογία εννοεί ν’ ασφαλίση τον εφοδιασμό του στρατού του. (…) Ο Κολοκοτρώνης προστάζει ν’ αρχίσουν να λειτουργούν σ’ όλα τα χωριά, στα Μαγούλιανα, στη Βυτίνα, στο Ζυγοβίστι, στη Στεμνίτσα, στην Αλωνίσταινα και την Πιάνα ζυμωτήρια και φούρνοι για το στρατό.

Η συμβολή των γυναικών

«Επιστρατεύονται η γυανίκες σ’ αυτή τη δουλειά. Αυτές είναι υποχρεωμένες πια να ζυμώνουν, να ψήνουν και να κατεβάζουν φορτώματα το ψωμί στο στρατόπεδο. Γυναίκες δουλεύουν στη Δημητσάνα, δένουν “χαρτούτσα”, φυσέκια και τα στέλνουν αδιάκοπα.

»Όταν ασφαλίζεται ο εφοδιασμός συμπληρώνει τη στρατολογία. Διαιρεί της δυνάμεις του σε δύο σώματα. (…) Έβαλε, από την πρώτη στιγμή, την πιο αυστηρή πειθαρχία. Πώς; Με την οργάνωση της στρατονομικής υπηρεσίας και με τα σκληρά παραδείγματα.

Στρατονομία και μέτρα εκφοβισμού

»Η αστυνομία στα στρατόπεδα ήταν άγρυπνη. Ο Κολοκοτρώνης ήξερα σε κάθε στιγμή τι λένε και τι κάνουν οι στρατιώτες τους. Κάθε μέρα τούς έβγαζε στον κάμπο κι έκανε κανονικό προσκλητήριο. Δεν ήταν πια ελεύθεροι να πηγαίνουν εδώ κι εκεί. Ήταν στρατιώτες της πατρίδος.

»Μεταχειρίστηκε και την τρομοκρατία για να σταματήση τις λιποταξίες.  Έναν ύποπτο, πούστειλε την αστυνονμία του ότι θέλησε να λιποτακτήση στους Τούρκους, στην Τριπολιτσά, τον καταδίκασαν σε θάνατο:

»Τον πήραν στου Τσαλτή τον έλατο, στο σταυροδρόμι απάνω, τον έκαμαν τέσσερα κομμάτια και τα κρέμασαν γύρω στο μέρος που τον είχαν λιανίση, για παράδειγμα. Τα σπλάχνα του τ’ άφηκαν σκόρπια κάτω και τάβλεπαν οι διαβάτες, οι στρατιώτες κι οι συγγενείς του. Τρομάρα χύθηκε σ’ όλο το στρατό.

»Ο Κολοκοτρώνης πρόσταξε αμέσως να κατέβουν όλοι στον κάμπο, που γινότανε το προσκλητήριο. Τους επιθεώρησε και τους διάβασε με τη φωνάρα του τη διαταγή της ημέρας: Όποιος φεύγει χωρίς άδεια του καπετάνιου του θεωρείται λιποτάκτης και θα λάβη την ίδια τύχη. Απ’ αυτή την ημέρα κανείς δεν έφευγε χωρίς γραπτή άδεια»

«Σύναξι!»

Ο Γέρος του Μοριά καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να μεταδώσει στους έλληνες ένοπλους, ικανότητες και νοοτροπία τακτικού στρατεύματος.

«Από το άλλο μέρος άρχισε αμέσως τα γυμνάσια. Οπλασκία πρώτα. Αφού μάθαιναν της κινήσεις, όπως όλοι οι τακτικοί στρατοί, τούς έβαζε κι έκαναν πυραμίδες τα ντουφέκια τους. Στα διαλείμματα χόρευαν, πήδαγαν, έριχναν το λιθάρι. Έπειτα τούς φώναζε:

–       Σύναξι!

»Κι έπιαναν πάλι τ’ άρματα κι έμπαιναν στη γραμμή. Τους γνώρισε μεταξύ τους, τους έμαθε ν’ αγαπάη και να πονάη ο ένας τον άλλον. Τους δασκάλευε στον κανονισμό εκστρατείας τα χρέη του στρατιώτη στον πόλεμο και τα χρέη του σκοπού.

»Είχε στήση κανονικούς διπλοσκοπούς στα επίκαιρα σημεία και τους άλλαζε. Έκανε συχνά τη νύχτα εφόδους, για να ιδή αν φυλάνε καλά. Κάποτε τσάκωσε τους σκοπούς να κοιμούνται.

»Την άλλη μέρα τούς έφερε στον κάμπο των γυμνασίων. Έβαλε όλο το στρατό γύρω, τετράγωνο, κι αυτούς στη μέση. Ρώτησε τους στρατιώτες, που οι περισσότεροι ήταν τσοπάνηδες και βουνίσιοι.

–       Έχετε, βρε, σκύλλους στης στάνες σας;

–       Ναι, του αποκρίθηκαν με μια φωνή.

–       Κι όταν οι σκύλλοι δεν φυλάν κι ο λύκος τρώει τα πρόβατα, τι τους κάνετε;

–       Τους σκοτώνουμε! Φώναξαν όλοι: Και βρίσκουμε άλλα σκυλιά, καλύτερα.

–       Το ίδιο είνε και με της βάρδιες, τους είπε ο Κολοκοτρώνης. Και τους εξήγησε τους κινδύνους, όταν κοιμούνται οι διπλοσκοποί.

Ετούτους όμως, προσέθεσε, ας μην τους σκοτώσουμε για πρώτη φορά. Μα θα τους βάλω σ’ αυτήν εδώ τη μεριά. Και να περάσετε όλοι να τους φτύσετε στα μούτρα, να μην το κάμουν άλλη φορά.

Έτσι κι έγινε».