Ακόμη κι αν δεν διανύαμε τις πρώτες ημέρες του καλοκαιριού, είναι σίγουρο ότι το Blondie θα είχε καταφέρει να μας μεταφέρει στην καρδιά του. Στο κέντρο του Κουκακίου, λίγο μετά το τέλος των τραπεζοκαθισμάτων και της βαβούρας της Δράκου, το (πολύ ξεχωριστό) κομμωτήριο εμφανίζεται λουσμένο στο φως και ασφυκτικά γεμάτο μουσική. Παραπέμποντας μάλλον σε νησί παρά στο γκρίζο αθηναϊκό κέντρο, το πρότζεκτ της Παρασκευής Μάντζαρη μοιάζει πολύ με την ίδια: Είναι ανάλαφρο, ανοιχτό και μόλις αρχίζεις να το συνηθίζεις, καταφέρνει να σε ξαφνιάσει ξανά.

Η πρώτη έκπληξη δίνει τον τόνο για όσες ακόμη θα ακολουθήσουν. Δίπλα στην είσοδο του μαγαζιού, λίγο μετά τα φουντωτά φυτά της εισόδου και μπροστά στην tropical ταπετσαρία (είπαμε, η ατμόσφαιρα θυμίζει νησί), βρίσκεται μια δισκοθήκη με δεκάδες βινύλια, τα περισσότερα συλλεκτικά. Λίγο πιο πέρα ένα πικάπ με ένα ζευγάρι ακουστικά.

Συλλεκτικά βινύλια και ήχοι από το παρελθόν

Αν και η μουσική χαρακτηρίζει σίγουρα το Blondie (οδηγώντας, μεταξύ άλλων, σε μια πολύ ευχάριστη απομαγνητοφώνηση), οι δίσκοι δεν βρίσκονται εκεί για να χρησιμοποιηθούν ως ηχητικό χαλί, όσο η Παρασκευή επιμελείται τα μαλλιά των πελατών. Αποτελούν μέρος της «διπλής προσωπικότητας» του πρότζεκτ της: Οι συλλέκτες, αλλά κι εκείνοι που θέλουν να γνωρίσουν τον ζεστό ήχο μιας εποχής με λιγότερη τεχνολογία και περισσότερη μουσική, καλούνται να τους διατρέξουν, να διαλέξουν εκείνον ή εκείνους που τους «μιλάνε», να τους ακούσουν επιτόπου αν θέλουν, και να τους αποκτήσουν.

Το μικρό δισκάδικο μέσα στο Blondie

Όλοι τους ανήκαν κάποτε στους γονείς της Παρασκευής. «Έχω μεγαλώσει σε ένα σπίτι με εκατοντάδες βινύλια», εξηγεί η ίδια, «από δυο γονείς μουσικόφιλους, οι οποίοι είχαν και ένα μπαρ στα Κύθηρα, το Banana, από το 1980 μέχρι το 1990. Η μητέρα μου ήταν DJ κι εμείς από παιδάκια ήμασταν μέσα σε όλο αυτό, ζούσαμε σε αυτό το περιβάλλον. Τον χειμώνα οι δίσκοι μεταφέρονταν στο σπίτι, είχαμε και το πικάπ –το συγκεκριμένο πικάπ – και σε αυτό άρχισα να ακούω μουσική. Θυμάμαι ότι όταν ήμουν 9-10 χρονών, το αγαπημένο μου πράγμα ήταν να βγάζω βινύλια από τα ράφια της δισκοθήκης. Έβγαζα δέκα βινύλια κι έλεγα “σήμερα θα ακούσω αυτά”. Τα έβαζα το ένα μετά το άλλο, τα άκουγα, χόρευα… Ήταν πολύ-πολύ μεγάλη αγάπη».

Το logo του Banana, του μπαρ των γονιών της Παρασκευής, πίσω από έναν από τους δεκάδες δίσκους της

«Οπότε, μεγαλώνοντας πάντα ήθελα να κάνω κάτι σχετικό», συνεχίζει. «Και ο πατέρας μου έλεγε ότι όταν ήμουν έτοιμη κάποια στιγμή να πάρω τους δίσκους, ήθελε να τους έχω εγώ. Όταν ξέσπασε το πρώτο lockdown, πριν κλείσω το προηγούμενο μαγαζί μια επιχείρηση που διατηρούσε επί επτά χρόνια μαζί με μια συνεργάτιδά της στο Γκάζι], περπατούσαμε με μια φίλη μου κι έλεγα πόσο ήθελα να ανοίξω ένα μαγαζί που να ασχολείται με μαλλιά, που είναι το επάγγελμά μου και πολύ μεγάλη μου αγάπη, αλλά να είναι και δισκάδικο. Να ενώσω τις δυο μεγάλες μου αγάπες και να τις κάνω ένα concept. Κι έτσι απλά το έριξα στο σύμπαν. Τότε μου φαινόταν ακατόρθωτο, όμως όλα κάπως ήρθαν και έδεσαν».

Νησιώτικος αέρας μέσα στο Κουκάκι

Το περασμένο καλοκαίρι ήρθε η λήξη της συνεργασίας εκείνης, κι η Παρασκευή άρχισε να αναζητά επαγγελματικό χώρο στη γειτονιά της, το Κουκάκι. Κάποια στιγμή «εμφανίστηκε», όπως λέει, το Blondie, που δεν θύμιζε ακόμη σε τίποτα τον σημερινό του εαυτό. «Ήταν κλειστό 20 χρόνια, ένα παλιό ραφείο. Άνοιξα την πόρτα και το είδα, ήθελε ανακαίνιση από την αρχή, ήταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Μπαίνοντας μέσα ήταν όλο γαλάζιο, και είχε ένα πολύ ωραίο ambiance που δεν ήθελα να το πειράξω. Μου το έβγαλε παρόλο που ήταν παρατημένο. Οπότε αποφάσισα ότι αυτό το μαγαζί εγώ θα το “αναστήσω”, και το έκανα. Ήταν δύσκολο, γιατί έγιναν όλα μέσα στο lockdown, αλλά “έμπλεξα” με καλούς ανθρώπους», θυμάται η ίδια.

Το Blondie είναι ένα ξεκάθαρα δικό της δημιούργημα «και για αυτό το αγαπώ», λέει. «Είμαι πολύ περήφανη για αυτό. Όλα κόλλησαν πολύ εύκολα, για παράδειγμα την ταπετσαρία την είχα χρόνια, από το Λονδίνο, την έβαλα και ταίριαξε ακριβώς και με το μωσαϊκό. Κάποιες φορές, αν είναι να βγει κάτι, όλα δένουν εύκολα. Και αν κάτι σκαλώσει, πρέπει να δεις γιατί συμβαίνει και απλώς να το αλλάξεις. Αλλά όταν είναι το timing σωστό, όλα γίνονται… Πάολο Κοέλιο», καταλήγει, ξεσπώντας σε γέλια.

Ο παππούς της Παρασκευής με τον Σταμάτη Κόκοτα, σε μια κορνίζα στον τοίχο του Blondie

Η προσθήκη του δισκάδικου ήρθε εξίσου οργανικά. «Είχα πάρει τους δίσκους από τον πατέρα μου το καλοκαίρι και όταν βρήκα αυτό τον χώρο έκανα διαλογή με τη βοήθεια του φίλου μου, Γιώργου Δημητρακόπουλου [του δημοσιογράφου που έγινε γνωστός μέσα από τις μουσικές κριτικές του για την Athens Voice]. Κράτησα κάποιους και τα υπόλοιπα αποφάσισα να τα διαθέσω στον κόσμο, γιατί ήξερα ότι υπάρχει τεράστια αγορά και ζήτηση βινυλίων».

Τελικός στόχος της δεν είναι μόνο η διάθεση των δικών της δίσκων, αλλά και η δυνατότητα όποιου το επιθυμεί να μπορεί να πουλήσει μέρος της δικής του συλλογής μέσω του Blondie. «Συναντώ ανθρώπους που μου λένε ότι έχουν χιλιάδες βινύλια στο σπίτι, κι όταν τους ρωτάω τι τα κάνουν μου λένε ότι τα έχουν στο πατάρι ή στο γκαράζ. Και είναι πολύ κρίμα η μουσική να μένει θαμμένη σε κούτες και πατάρια. Έτσι αποφάσισα να διαθέσω δικά μου βινύλια, αλλά να μπορέσει να λειτουργήσει και σαν χώρος όπου θα μπορεί ο καθένας να φέρνει τους δίσκους του και να τους διαθέσει. Θέλω να μπορέσω να φέρω και καινούργιες μπάντες, ελληνικές, που να έχουν βγάλει βινύλια».

Ένας «μουσικός θεός» που μας θυμίζει πώς να ακούμε με προσοχή

Οι αντιδράσεις του κόσμου που έχει περάσει τις πόρτες του Blondie μέχρι στιγμής απέναντι στα βινύλια διαφέρουν – πρώτα από όλα βάσει ηλικίας.  Όσοι ανήκουν στη γενιά των 30 έως 40 «νιώθουν ένα δέος απέναντι στο βινύλιο, λες και είναι κάποιος μουσικός θεός», αλλά και μια νοσταλγία, αφού «οι γονείς όλων μας είχαν βινύλια». Υπάρχουν οι «πορωμένοι» συλλέκτες, ενώ οι νεότεροι «λίγο τα φοβούνται» και θεωρούν μεγάλο το κόστος τους.

Ωστόσο, η Παρασκευή δεν πιστεύει ότι ο εθισμός μας στη δωρεάν μουσική συνεπάγεται και την έλλειψη ενδιαφέροντος για τους δίσκους των γονιών μας. «Κι εγώ έχω Spotify, γιατί είναι εύκολο να φτιάξω λίστες εκεί. Όμως η επιθυμία να ακούσεις ένα βινύλιο ή το συναίσθημα που νιώθεις όταν καταφέρνεις να το βρεις, είναι εντελώς διαφορετικό. Σε πιάνει ενθουσιασμός, πεταλούδες στο στομάχι. Θέλεις να το πιάσεις, να το βγάλεις, να κοιτάξεις το εξώφυλλο, να το διαβάσεις. Και ακούς ολόκληρο το άλμπουμ, που συνήθως δεν το κάνουμε. Είναι τόσο εύκολο να αλλάξουμε τραγούδι που δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να το ακούσουμε κανονικά», εξηγεί.

Γεμάτο φυτά, εξαιρετικά ψηλοτάβανο και γεμάτο φυσικό φως, το Blondie αποπνέει δροσιά

Ακόμη μεγαλύτερο είναι το πάθος της για την τέχνη της, την κομμωτική. Έχοντας δουλέψει ήδη πολλά χρόνια στον χώρο, σε κομμωτήρια, αλλά και σε τηλεοπτικά και κινηματογραφικά πλατό, εξακολουθεί να αισθάνεται την επιβράβευση που, όπως εξηγεί, αντλείς όταν «δίνεις χαρά στον κόσμο, τους φτιάχνεις τη χαίτη, τη διάθεση, την ψυχολογία».

Αγαπημένο της στοιχείο είναι οι αλλαγές. «Μου αρέσει να μεταμορφώνω τους ανθρώπους», αναφέρει, «να βγάζω μέσα από την εξωτερική τους εμφάνιση και κομμάτια του εαυτού τους προς τα έξω. Με κάνει πολύ χαρούμενη, με συγκινεί βαθιά όταν τελειώσουμε τη διαδικασία να σε δω χαρούμενη και διαφορετική – αν και γενικώς δεν πιέζω για αλλαγές. Το θέμα είναι το αποτέλεσμα να είναι ωραίο και να είσαι καλά φεύγοντας. Νομίζω αυτό είναι που με κρατάει περισσότερο σε αυτή τη δουλειά».

«Ό,τι μας κάνει χαρούμενους, μας πηγαίνει»

«Μου αρέσει να βγάζω στους ανθρώπους αυτό που βλέπω ότι θέλουν, ότι έχουν μέσα τους και μπορεί για κάποιο λόγο να μην τολμούν», συμπληρώνει. «Θέλω να το συζητήσω μαζί τους και να τους κάνω να νιώσουν άνετα. Κάποιες φορές έρχονται και μου λένε ότι κάτι δεν θα τους πηγαίνει γιατί πιστεύουν ότι έχουν μεγάλη μύτη, μεγάλα αυτιά, γιατί έχουν πάρει κιλά… Πράγματα που βλέπουμε στον εαυτό μας, και που τα βλέπουμε μόνο εμείς – ή που ακόμη και να τα βλέπουν οι άλλοι, δεν τους δίνουν σημασία. Εγώ δεν πιστεύω καθόλου ότι υπάρχουν πράγματα που δεν μας πηγαίνουν. Ό,τι μας κάνει να νιώθουμε χαρούμενοι μας πηγαίνει, φτάνει να το υποστηρίζουμε. Δεν μου αρέσει να τα ακούω αυτά, πρέπει να απελευθερωθούμε λίγο από αυτές τις αντιλήψεις».

Το Blondie, χωρίς ούτε μια λάμπα αναμμένη και απολύτως καλοκαιρινό

Της αρέσει να δίνει σχήμα σε σγουρά μαλλιά, της αρέσουν τα φιλαριστά, της αρέσουν οι φράντζες και τα καρέ – και αγαπά πολύ τις δουλειές στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Η πρώτη της τηλεοπτική δουλειά, αφορούσε την επιμέλεια των μαλλιών στη σειρά ΛΙΤΣΑ.COM, που όπως λέει «ήταν τέλειο, ήμουν η κομμώτρια που χτένιζε τις κομμώτριες. Ήταν μια πολύ ωραία δουλειά, ήμασταν και πολύ ωραίο team, αγαπηθήκαμε πολύ. Ήταν και μια εποχή που τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά και αθώα και έτσι έχει μείνει μια πολύ γλυκιά ανάμνηση».

Πλέον, το Blondie «τραβά» πολύ από τον χρόνο της – πράγμα που δεν την στεναχωρεί καθόλου – με αποτέλεσμα το περιθώριο για δουλειές στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη (που είναι και ο έρωτάς της) να είναι πολύ περιορισμένο. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν «στριμώχνει» και πάλι όσα πρότζεκτ μπορεί.

Ο Neil Diamond, ποζάρει στο εξώφυλλο ενός από τους συλλεκτικούς δίσκους της Παρασκευής

«Τώρα συνεργάζομαι με μια σκηνοθέτιδα, την Βαγγελιώ Σουμελή. Κάνει ταινίες μικρούς μήκους, για τις οποίες έχει βραβευτεί. Με ενδιαφέρει πολύ οι γυναίκες να στηρίζουμε η μία την άλλη. Με τη Βαγγελιώ κάνουμε πολύ ωραίες δουλειές. Ταινίες μεγάλου μήκους δεν προλαβαίνω να κάνω, αν και προσπαθώ, γιατί δεν μπορώ να είμαι στο γύρισμα. Αλλά κάνω πολλές φορές την επιμέλεια, στήνω δηλαδή τους χαρακτήρες μαζί με τον σκηνοθέτη, και εντέλει τα χτενίσματα τα κάνει κάποιος άλλος. Το σινεμά με συνεπαίρνει, αλλά πρέπει και να βιοποριστείς».

«Από την άλλη, τώρα έφτιαξα αυτό τον χώρο ακριβώς όπως τον θέλω», συνεχίζει, «οπότε αισθάνομαι ότι έχω πια ελευθερία κινήσεων».

Αεικίνητη και γεμάτη ιδέες – «νομίζω αυτό ισχύει για όποιον αγαπάει πολύ αυτό που κάνει», μου λέει –είναι σίγουρο πως σύντομα θα έχει προσθέσει και κάποιο ακόμη πρότζεκτ στο βιογραφικό της. Ως τότε, το Blondie θα συνεχίζει να γεμίζει τη Δράκου με φως και μουσική.

Blondie

Δράκου 25, Κουκάκι

Instagram, Facebook