Μπορούν οι δημόσιοι υπάλληλοι να καταθέτουν ως μάρτυρες σε δίκες με διάδικο το Δημόσιο;
Ένα έγγραφο Νομικής Συμβούλου του Κράτους προκάλεσε αντιπαράθεση για το εάν οι δημόσιοι υπάλληλοι μπορούν να καταθέτουν ως μάρτυρες σε δίκες με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο
Μια νέα εστία αντιπαράθεσης φάνηκε να δημιουργείται στο Δημόσιο σε αφορμή έγγραφο Νομικής Συμβούλου του Κράτους, που θεωρήθηκε ότι ουσιαστικά απαγόρευε στους δημοσίους υπαλλήλους να καταθέτουν σε δίκες με διάδικο το ελληνικό Δημόσιο, παρά μόνο για να ενισχύσουν τους ισχυρισμούς του Δημοσίου και ύστερα από έγκριση της υπηρεσίας. Αυτό προκάλεσε συνδικαλιστικές και πολιτικές αντιδράσεις και στο τέλος θα χρειαστεί και δελτίο Τύπου του ίδιου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για διευκρινιστεί ότι επί της ουσίας δεν αλλάζει κάτι.
Το αρχικό έγγραφο
Η υπόθεση ξεκίνησε από ένα έγγραφο, της Νομικής Συμβούλου του Κράτους κ. Ελένης Πασαμιχάλη και εστάλη από το γραφείο του ΝΣΚ στο υπουργείο Μετανάστευσης σε υπηρεσίες του υπουργείου και στο γραφείο υπουργού. Το έγγραφο, με ημερομηνία 01/06/2021, είχε θέμα «Εξέταση υπαλλήλων ως μαρτύρων σε δίκες με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο» και ανέφερε τα ακόλουθα:
«Αναφορικά με την εξέταση υπαλλήλων των Υπηρεσιών του Υπουργείου ως μαρτύρων σε δίκες με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο και επειδή έχει παρατηρηθεί η πρόθεση πληρεξουσίων δικηγόρων των αντιδίκων του Ελληνικού Δημοσίου να ζητούν από αυτούς να καταθέτουν ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου ή γραπτώς διά λήψης ένορκης βεβαιώσεως ενώπιον συμβολαιογράφου, προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, παρακαλούνται οι Προϊστάμενοι όλων των Υπηρεσιών του Υπουργείου, προς διασφάλιση των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου, να ενημερώσουν τους υπηρετούντες σε αυτές υπαλλήλους ότι η ένορκη κατάθεση υπέρ των αντιδίκων και εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, σε δίκες με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα και ποινικό αδίκημα, καθώς και ότι η ένορκη κατάθεση υπαλλήλων των Υπηρεσιών του Υπουργείου είναι δυνατή μόνο προς επίρρωση των ισχυρισμών του Ελληνικού Δημοσίου, κατόπιν έγγραφου αιτήματος του Γραφείου μας και κατόπιν συνεννόησης με τον αρμόδιο χειριστή της υπόθεσης.»
Γιατί προκάλεσε αντιδράσεις το έγγραφο;
Το έγγραφο προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις γιατί παρέπεμπε στην αντιμετώπιση ως πειθαρχικού παραπτώματος και ποινικού αδικήματος το να καταθέσει δημόσιος υπάλληλος σε δίκη όπου διάδικος είναι το δημόσιο και θεωρηθεί ότι η μαρτυρία του ευνοεί τον αντίδικο. Φαινόταν δηλαδή ως εάν να επιτρέπεται στον δημόσιο υπάλληλο να καταθέσει μόνο υπέρ του δημοσίου και ύστερα από άδεια της υπηρεσίας.
Ωστόσο, οι δημόσιοι υπάλληλοι όπως και όλοι οι πολίτες έχουν εκ του Συντάγματος υποχρέωση να καταθέσουν τη μαρτυρία τους εάν χρειαστεί και προφανώς υποχρέωση να πουν την αλήθεια ενώπιον της δικαιοσύνης. Δεν μπορεί ούτε να τους απαγορευτεί να καταθέσουν ούτε προφανώς και να τους υπαγορευτεί το τι θα καταθέσουν σε ένα δικαστήριο.
Αυτό θα προκαλέσει και την αντίδραση της ΑΔΕΔΥ που με ανακοίνωσή της θα υποστηρίξει τα ακόλουθα:
«Με μια πρωτοφανή και πρωτόγνωρη στα ελληνικά χρονικά εγκύκλιο, η νομική σύμβουλος του κράτους, Ελένη Παπαμιχάλη, απαγορεύει στους Υπαλλήλους του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου να καταθέτουν ως μάρτυρες σε υποθέσεις με διάδικο το ελληνικό δημόσιο.
Χωρίς να επικαλείται καμιά διάταξη Νόμου και κανένα άρθρο του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα «απειλεί» με πειθαρχικές και ποινικές διώξεις τους υπαλλήλους που θα καταθέσουν και χαρακτηριστικά αναφέρει: «… Η ένορκη κατάθεση υπέρ των αντιδίκων και εις βάρος των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου, σε δίκες με διάδικο το ελληνικό δημόσιο, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα και ποινικό αδίκημα»!
Οι Δημόσιοι Υπάλληλοι, όπως και όλοι οι Έλληνες πολίτες, έχουν εκ του Συντάγματος υποχρέωση μαρτυρίας και αληθείας ενώπιον της δικαιοσύνης.
Ύστερα από τα παραπάνω, η Εκτελεστική Επιτροπή της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. θεωρεί τη συγκεκριμένη εγκύκλιο αντισυνταγματική, αυθαίρετη και απαράδεκτη και καλεί το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, στο όνομα του οποίου υπογράφεται, να τη αποδοκιμάσει και την κυβέρνηση να την ανακαλέσει άμεσα.»
Θα υπάρξουν επίσης και πολιτικές αντιδράσεις καθώς επικριτικές δηλώσεις κατά του συγκεκριμένου εγγράφου έκαναν τόσο ο Χριστόφορος Βερναρδάκης, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, όσο και ο Γιώργος Καμίνης, βουλευτής του ΚΙΝΑΛ.
Από τη μεριά του ο υπουργός Μετανάστευσης κ. Γ. Μηταράκης θα απαντήσει με έντονο τρόπο σε ρεπορτάζ της «Εφημερίδας των Συντακτών» που είχε δημοσίευμα για το θέμα δηλώνοντας τα ακόλουθα:
«Με έκπληξη διάβασα το συκοφαντικό, ως προς τον τίτλο, δημοσίευμα της Εφημερίδας των Συντακτών.
Είναι γνωστό ότι το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους είναι ανώτατη αρχή του Κράτους, με αποστολή την νομική υπεράσπιση των συμφερόντων του ελληνικού Δημοσίου και γενικότερα τη νομική υποστήριξή του.
Οι νομικές απόψεις του δεν επηρεάζονται από την πολιτική ηγεσία του εκάστοτε Υπουργείου, η οποία και δεν εμπλέκεται στη λειτουργία του.
Με απορία, επίσης, βλέπω την ελαφρότητα των στελεχών της αξιωματικής και ελάσσονος αντιπολίτευσης, στελεχών με κυβερνητική εμπειρία, να σχολιάζουν υποθέσεις χωρίς να έχουν διερευνήσει τις ισχύουσες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007) σχετικά με το καθήκον εχεμύθειας των δημοσίων υπαλλήλων.
Από τη στιγμή που μου επιδόθηκε το έγγραφο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, έχω ζητήσει σχετική ενημέρωση.
Σε κάθε περίπτωση, σεβόμαστε τις απόψεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Αυτό που δεν θα γίνει ανεκτό είναι η στρατευμένη λασπολογία και η συστηματική προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων”.
Το δεύτερο έγγραφο της Νομικής Συμβούλου του Κράτους
Η Νομική Σύμβουλος του Κράτους κ. Ελένη Πασαμιχάλη θα επανέλθει στο θέμα με δεύτερο έγγραφό της. Σε αυτό καταρχάς παραθέτει τις προβλέψεις του Υπαλληλικού Κώδικα που ορίζουν την υποχρέωση του υπαλλήλου να τηρεί εχεμύθεια για θέματα που χαρακτηρίζονται απόρρητα ή εκεί που αυτό επιβάλλεται από την «κοινή πείρα και λογική», υπογραμμίζοντας ότι η παράλειψη αυτής της υποχρέωσης αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο υπό προϋποθέσεις μπορεί να συνιστά και το ποινικό αδίκημα της παράβασης καθήκοντος. Επιπλέον, παραθέτει την αντίστοιχη πρόβλεψη του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που προβλέπει ότι δημόσιο υπάλληλοι και στρατιωτικοί δεν καταθέτουν για θέματα στα οποία υπάρχει υποχρέωση εχεμύθειας, παρά μόνο με την άδεια του αρμόδιου υπουργού. Σε αυτό προσθέτει την υποχρέωση των δημοσίων υπηρεσιών να συνδράμουν το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, συμπεριλαμβανομένης της κατάθεσης μαρτύρων.
Όμως, το σημαντικό στο έγγραφο της Νομικής Συμβούλου του Κράτους ήταν ότι εξηγούσε και με ποια αφορμή είχε συντάξει το αρχικό έγγραφο. Αυτή ήταν:
«το γεγονός ότι σε υποθέσεις εργατικών διαφορών, εκδικαζόμενων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ή κατά την τακτική διαδικασία, με αντικείμενο την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης και την μονιμοποίηση υπαλλήλων υπηρετούντων με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε υπηρεσίες του Υπουργείου, παρατηρήθηκε το εξής φαινόμενο: Σε υπόθεση αγωγής κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία συζητήθηκε την 21-05-2021 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως δήλωσε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αντιδίκων, επρόκειτο να κληθεί υπάλληλος της Αρχής Προσφυγών να καταθέσει ενόρκως σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, με λήψη ένορκης βεβαίωσης υπέρ των αντιδίκων, κατόπιν συνεννόησης με τον ίδιο. Ομοίως, σε άλλη υπόθεση αγωγής, η οποία επρόκειτο να συζητηθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την δικάσιμο της 31-05-2021 και αναβλήθηκε, ενημερωθήκαμε τηλεφωνικά από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αντιδίκων ότι θα καταθέσει ενόρκως υπέρ αυτών υπάλληλος της Υπηρεσίας Ασύλου.»
Το πρόβλημα με τις δίκες των συμβασιούχων
Με το δεύτερο έγγραφο της Νομικής Συμβούλου του Κράτους αποσαφηνίστηκε το «επίδικο». Και αυτό είναι οι δίκες που κάνουν συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου (ΙΔΟΧ) διεκδικώντας κυρίως να μετατραπούν οι επαναλαμβανόμενες συμβάσεις τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Στην εκδίκαση των υποθέσεων αυτών, το δικαστήριο καλείται να κρίνει και εάν οι υπάλληλοι αυτοί κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας. Αυτό τεκμηριώνεται με μια κατάθεση υπαλλήλου της υπηρεσίας που περιγράφει την κατάσταση, το έργο του συμβασιούχου και το εάν κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Όπως μας δήλωσαν συνδικαλιστές του δημοσίου, αυτές οι καταθέσεις έχουν συνήθως την ακόλουθη μορφή: «Στην Υπηρεσία μας είμαστε Χ άνθρωποι για να εξυπηρετήσουμε Χ υποθέσεις, με τόσα εισερχόμενα, το καθένα από τα οποία χρειάζεται Χ ώρες χειρισμού. Οι κενές οργανικές μας είναι τόσες, οι ΙΔΟΧ που εργάζονταν βοήθησαν το έργο της Υπηρεσίας, κι όλα αυτά είναι πάγιες και διαρκείς ανάγκες του δημοσίου, όχι πρόσκαιρες για να καλύπτονται από συμβασιούχους».
Οι δικηγόροι του Ελληνικού Δημοσίου είναι σε αυτές τις υποθέσεις τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Εκ της θέσεώς τους σε τέτοιες υποθέσεις πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι προσφυγές των συμβασιούχων θα απορριφθούν.
Οι καταθέσεις των δημοσίων υπαλλήλων που επιβεβαιώνουν ότι όντως πρόκειται για πάγιες και διαρκείς ανάγκες όντως παίζουν ρόλο στην εκδίκαση αυτών των υποθέσεων. Ως δικηγόροι οι Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους θα ήθελαν προφανώς να συναντούν αυτές τις καταθέσεις. Όμως, την ίδια στιγμή πρόκειται για ένορκες καταθέσεις που απλώς καταγράφουν μια πραγματικότητα γνωστή.
Το πρόβλημα, δηλαδή, δεν είναι ότι δημόσιοι υπάλληλοι ως έχουν υποχρέωση εκ του Συντάγματος και της συνείδησής τους καταθέτουν την αλήθεια, αλλά ότι το ελληνικό Δημόσιο πολλά χρόνια τώρα καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες με επαναλαμβανόμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Υπάρχει θέμα εχεμύθειας;
Τόσο ο Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας όσο και ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας προβλέπουν την ειδική άδεια για κατάθεση σε σχέση με απόρρητες πληροφορίες. Αυτό είναι εύλογο. Μόνο που η αναφορά στο εάν ένας υπάλληλος καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά απόρρητες πληροφορίες. Σε τελική ανάλυση, ο καθένας μας εάν για πολλά χρόνια πηγαίνει σε μια υπηρεσία και βλέπει τον ίδιο υπάλληλο να προσφέρει σταθερά ένα έργο θα εικάσει ότι μάλλον τον χρειάζεται η υπηρεσία του.
Ως προς τη γενικότερη έννοια της εχεμύθειας και αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά οτιδήποτε έχει να κάνει με την υπηρεσία. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας η εχεμύθεια αφορά «κάθε περίπτωση που αυτό επιβάλλεται από την κοινή πείρα και λογική, για γεγονότα ή πληροφορίες των οποίων λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή επ’ ευκαιρία αυτών». Το κλειδί είναι η φράση «κοινή πείρα και λογική». Με αυτόν τον τρόπο καλύπτεται ένα μεγάλο φάσμα πληροφοριών που δεν είναι τυπικά απόρρητες όμως η δημοσιοποίησή τους μπορεί να βλάψει κάποιον ή να αποτελέσει αθέμιτη εύνοια υπέρ κάποιου, από οτιδήποτε αφορά τα ευαίσθητα προσωπικά δικαιώματα έως π.χ. πληροφορίες για διαγωνισμούς που είναι σε εξέλιξη.
Το δελτίο Τύπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους: «δεν απαγορεύεται η εξέταση των υπαλλήλων του Δημοσίου»
Τελικά, στο θέμα θα τοποθετηθεί και το ίδιο το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με δελτίο τύπου όπου υποστηρίζει τα ακόλουθα:
«Σχετικά το ζήτημα που ανέκυψε μετά από δημοσιεύματα στον Τύπο και σε ιστοσελίδες, με αφορμή το έγγραφο, με αριθμό 441-ΛΠ820/2021/01-06-2021 του Γραφείου Νομικού Συμβούλου του ΝΣΚ στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, διευκρινίζουμε τα εξής:
- Η αληθής και πάγια επιστημονική θέση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και των συντακτών του παραπάνω εγγράφου, είναι ότι δεν απαγορεύεται η εξέταση των υπαλλήλων του Δημοσίου, ως μαρτύρων ενώπιον των δικαστηρίων ή των δικαστικών αρχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ( ΚΠολΔ), Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) και Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ). Πλην, όμως, για την εξέταση αυτή, θα πρέπει να τηρείται το καθήκον εχεμύθειας του υπαλλήλου (άρθρο 26 του Υπαλληλικού Κώδικα, ν.3528/2007).
- Ειδικότερα, όταν ο υπάλληλος καλείται από δικαστήριο ή δικαστική αρχή ή προσέρχεται οικειοθελώς ως μάρτυρας σε δικαστική διαδικασία, οφείλει, προκειμένου να καταθέσει για ζητήματα απόρρητα ή γενικότερα σε κάθε περίπτωση για γεγονότα ή πληροφορίες των οποίων λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή επ’ ευκαιρία αυτών και για τα οποία, κατά την κοινή πείρα και λογική, επιβάλλεται να τηρεί εχεμύθεια, να έχει λάβει προηγουμένως άδεια από τον αρμόδιο Υπουργό (άρθρα 400 αριθ. 2 ΚΠολΔ, 212 παρ.1 ΚΠΔ, 183 ΚΔΔ).
- Η παραπάνω πρόνοια λαμβάνεται για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, αλλά και για την προστασία του ίδιου του υπαλλήλου, αφού, σε περίπτωση 2 παραβίασης του καθήκοντος εχεμύθειας, αυτός υπέχει πειθαρχική (π.χ άρθρο 107, παρ. 1, περ. η΄ του Υπαλληλικού Κώδικα) και -υπό προϋποθέσεις- και ποινική ευθύνη (π.χ άρθρα, 252, 259 του Ποινικού Κώδικα).
- Εξυπακούεται ότι οι λειτουργοί του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά τον χειρισμό των δικαστικών υποθέσεων που τους έχουν ανατεθεί, δρουν εντός του πλαισίου που το Σύνταγμα, ο Οργανισμός του ΝΣΚ, αλλά και οι παραπάνω Κώδικες προσδιορίζουν και σε καμία περίπτωση δεν θέτουν- ούτε θα μπορούσαν άλλωστε να θέσουν – πρόσθετους περιορισμούς στους υπαλλήλους που αφορούν στο επιτρεπτό ή στο περιεχόμενο της μαρτυρίας τους».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις