Η άγνωστη ιστορία των Ποντίων προσφύγων που πήγαν εξορία στο λοιμοκαθαρτήριο της Μακρονήσου
Η άγνωστη ιστορία των Ποντίων προσφύγων που πήγαν εξορία στο λοιμοκαθαρτήριο της Μακρονήσου. Επέζησαν από τους διωγμούς, αλλά πέθαναν ως ύποπτοι για επιδημίες
Η Μακρόνησος είναι ευρέως γνωστή ως τόπος πολιτικής εξορίας. Αυτό που πολλοί αγνοούν είναι ότι πριν από έναν αιώνα, το πολύπαθο νησί αποτέλεσε ένα κολαστήριο απομόνωσης για περισσότερους από 40 χιλιάδες πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία.
Το Μάιο του 2021, με πρωτοβουλία του Θεόφιλου Καστανίδη, προέδρου του Συλλόγου Ποντίων «Αργοναύται-Κομνηνοί», τοποθετήθηκε στη νότια μεριά του νησιού ένα γλυπτό. Πρόκειται για μνημείο προς τιμήν των χιλιάδων ανθρώπων που πέρασαν από το λοιμοκαθαρτήριο της Μακρονήσου.
Η «απολύμανση» των προσφύγων από την Μικρά Ασία ήταν ένα μέτρο που κρίθηκε υγειονομικά αναγκαίο από την ελληνική κυβέρνηση στις αρχές του 1920, προκειμένου ο γηγενής πληθυσμός να μην μολυνθεί από τις ασθένειες που πιθανόν να μετέφερε η αθρόα προσφυγική εισροή στη χώρα.
Προσφυγικά κύματα
Μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε η σταδιακή εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών από τους Νεότουρκους του Μουσταφά Κεμάλ. Όσοι δεν σφαγιάστηκαν και δεν πέθαναν στα τάγματα εργασίας Αμελέ Ταμπουρού, πήραν το δρόμο του ξεριζωμού. Παράλληλα, η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, δημιούργησε νέα προβλήματα στον ελληνικό πληθυσμό του Καυκάσου.
Οι εξεγέρσεις των Μπολσεβίκων στο Σοχούμ και στο Βατούμ και η επέκτασή τους προκάλεσε μια μεγάλη προσφυγική ροή Ποντίων και Ελλήνων καυκάσιων προς τα παράλια της νότιας Ρωσίας. Στα παράλια εγκαταστάθηκαν και Πόντιοι από το Καρς, όταν αποχώρησε ο ρωσικός στρατός.
Η προσφυγική κρίση κορυφώθηκε με την Μικρασιατική Καταστροφή και επισφραγίστηκε με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, που προέβλεπε την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών Ελλάδας-Τουρκίας. Εκατομμύρια χριστιανοί της Ανατολίας θα ανταλλάσσονταν με χιλιάδες μουσουλμάνους της Ελλάδας.
Πλωτές υγειονομικές βόμβες
Από το 1919 και το ξέσπασμα του πρώτου προσφυγικού κύματος, οι συνθήκες μετακίνησης των κατατρεγμένων ήταν άθλιες. Οι άνθρωποι ξεριζώνονταν από τον τόπο τους, διένυαν δεκάδες χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν σε κάποιο λιμάνι, υποσιτίζονταν και ήταν εκτεθειμένοι σε κάθε λογής μολύνσεις και ασθένειες. Όσοι από αυτούς άντεχαν τις κακουχίες, στοιβάζονταν κατά χιλιάδες στα αμπάρια μικρών πλοίων, προκειμένου να έρθουν στην Ελλάδα.
Σε καράβια που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν χωρούσαν πάνω από χίλιοι άνθρωποι, την εποχή εκείνη φορτώνονταν 3 και 4 χιλιάδες. Πέραν του ότι ο ένας βρισκόταν πάνω στον άλλο, υπήρχε και το θέμα των φυσικών αναγκών. Η υγειονομική βόμβα συμπληρωνόταν από τα νεκρά σώματα εκείνων που δεν άντεχαν, τα οποία οι συγγενείς δεν ήθελαν να αποχωριστούν.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, το 1922 να φτάνουν στην Ελλάδα καθημερινά μέχρι και 8.000 πρόσφυγες. Μέχρι τότε, υπήρχε η πρόβλεψη να μεταφέρονται στα απολυμαντήρια του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας, της Κέρκυρας και της Καλαμαριάς, πριν από την οριστική εγκατάστασή τους στην χώρα. Σε αυτά τα λομοκαθαρτήρια στοιβάχτηκαν κάτω από άθλιες συνθήκες και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα πέθαναν χιλιάδες.
Τον Ιούνιο του 1922, άνοιξε της πύλες της και η Μακρόνησος. Όπως εξηγεί στην «Μηχανή του Χρόνου» ο ιστορικός Βλάσσης Αγτζίδης, το μικρό νησί ήταν το απόλυτο «στρατόπεδο συγκέντρωσης». Ήταν το πιο άξενο και πιο άγονο μέρος της Ελλάδας και, παρόλο που απείχε μόλις 8 μίλια από την ακτή του Λαυρίου, κανείς δεν θα τολμούσε να κολυμπήσει για να φτάσει απέναντι.
Μακρόνησος
Η δημιουργία λοιμοκαθαρτηρίων σε απομονωμένα μέρη ήρθε να ικανοποιήσει την λαϊκή απαίτηση οι «μολυσμένοι πρόσφυγες» να περνούν από καραντίνα και να «απολυμαίνονται» προτού αναμιχθούν με τους ντόπιους. Επίσημα, το σκεπτικό της ελληνικής κυβέρνησης ήταν τα μέρη αυτά να βοηθήσουν στην υγειονομική, αλλά και κοινωνική ενσωμάτωσή τους.
Ύστερα από την σύντομη καραντίνα στα απολυμαντήρια, θα έπαιρναν σφραγίδα εξόδου, κάτι σαν πιστοποίηση ότι ήταν ασφαλείς. Στην πράξη, δεν συνέβησαν όλα τόσο ιδανικά.
Αρχικά στα λοιμοκαθαρτήρια της Μακρονήσου «φιλοξενούνταν» κυρίως πρόσφυγες από τον Πόντο. Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» της εποχής, μέχρι το τέλος του 1923, περίπου 40 χιλιάδες άνθρωποι έκαναν το πέρασμά τους από το μικρό νησί του Αιγαίου. Την περίθαλψή τους ανέλαβε σε μεγάλο βαθμό η φιλανθρωπική οργάνωση των «Νοσοκομείων Αμερικανίδων Κυριών» (American Women’s Hospital).
Η Αμερικανίδα σουφραζέτα, Έστερ Λαβ Τζόι, ήταν μία από τις γιατρούς που πρωτοστάτησαν της προσπάθειας. Αλλά και η πλειονότητα των εθελοντριών νοσηλευτριών που συνέρρευσαν στην Μακρόνησο για τον σκοπό αυτό, συνέβαλαν ουσιαστικά στην επίτευξή του. Παρά τις δύσκολες συνθήκες και τις ανεπαρκείς εγκαταστάσεις, αφοσιώθηκαν πλήρως στο έργο της απάλυνσης του πόνου των βασανισμένων ανθρώπων, στην φροντίδα των παιδιών και στην παροχή όλων των διαθέσιμων μέσων για την βελτίωση της καθημερινότητάς τους.
Εξαθλίωση, αρρώστιες και θάνατος
Στην ουσία, οι φιλανθρωπικοί οργανισμοί ήταν αυτοί που οργάνωσαν τη νοσηλεία, τη σίτιση και την στέγαση. Τυπικά, η παραμονή των προσφύγων στο νησί ξεκινούσε από τις 14 ημέρες και μπορεί να έφτανε μέχρι τις 40. Μαρτυρίες ωστόσο αναφέρουν ότι σε πολλές περιπτώσεις ο χρόνος παραμονής ξεπερνούσε ακόμα και τον ένα χρόνο.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην «Μηχανή του Χρόνου» ο Θεόφιλος Καστανίδης, τα πρώτα βήματα κατά την άφιξή τους στην Μακρόνησο ήταν δύο: κάψιμο των ρούχων και κόψιμο των μαλλιών. Υπήρξαν μάλιστα πολλές περιπτώσεις που το ολοκληρωτικό κούρεμα προκαλούσε νευρικό κλονισμό στις γυναίκες. Όντας ήδη εξαντλημένες ψυχικά και σωματικά, η βίαιη αφαίρεση του ύψιστου συμβόλου θηλυκότητας από πάνω τους -της μακριάς κόμης-, ήταν το τελειωτικό χτύπημα.
Και αυτή ήταν μόνο μία ήπια πρόγευση από την ισοπέδωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που θα ακολουθούσε. Οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων πάνω στο νησί ήταν άθλιες. Εγκαθίσταντο σε πρόχειρα αντίσκηνα, τα οποία ήταν οργανωμένα σε ζώνες. Η κατανομή γινόταν βάσει της περιοχής προέλευσης και των ασθενειών που έφερε ο καθένας. Τυπικά, για την διατροφή τους, τους αναλογούσαν 1.000 θερμίδες ημερησίως. Το φαγητό όμως συχνά ήταν σκουληκιασμένο και το νερό ακάθαρτο.
Η μαρτυρία του Ιγνάτιου Ορφανίδη, πρόσφυγα από την Νίρβαινα του Πόντου, συγκλονίζει:
«Νερό δεν υπήρχε στάλα στο νησί. Μια μαούνα μάς έφερνε απ’ το Λαύριο νερό και εκείνο γλυφό και λιγοστό. Μας τάιζαν βρώμικα μακαρόνια, ελιές σκουληκιασμένες, χαλασμένες ρέγγες κι έπεσε τύφος. Και νερό πουθενά. Κάποτε έκανε τρεις μέρες η μαούνα να φέρει νερό. Λιποθυμούσε ο κόσμος από τη δίψα. Κάπου κάπου έρχονταν έμποροι με ιστιοφόρα και πουλούσαν λαθραία σε μας ψωμί. Σπείρα σωστή ήταν. Ένα ψωμί το πουλούσαν μια λύρα χρυσή, ένα δαχτυλίδι χρυσό, ένα ρολόι. Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες εργολάβους τροφοδότες. Εκείνοι πλούτιζαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους».
Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τον συνωστισμό και την διαρκή εισροή νέων προσφύγων είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Οι ασθένειες που εμφανίζονταν μεταξύ των προσφύγων μεταδίδονταν ανεξέλεγκτα και αποκτούσαν επιδημικό χαρακτήρα. Το βρώμικο νερό και οι αρουραίοι επιδείνωναν περαιτέρω την κατάσταση. Πολλοί άνθρωποι υπέκυπταν στις κακουχίες από τις πρώτες κιόλας μέρες. Για άλλους ο θάνατος ήταν αργός και βασανιστικός.
Κάποιοι επιβίωσαν της «καραντίνας» και σταδιακά μεταφέρθηκαν από τις αρχές στην Αττική. Άλλοι αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να εξεγερθούν. Ορισμένοι τυχεροί μπόρεσαν να χρηματίσουν βαρκάρηδες για να περάσουν κρυφά απέναντι, στο Λαύριο.
Το μνημείο των νεκρών προσφύγων
Αν και ο ακριβής αριθμός των απωλειών παραμένει άγνωστος, υπολογίζεται ότι πάνω στη Μακρόνησο πέθαναν περισσότεροι από 6.000 πρόσφυγες από τον Πόντο και την Μικρά Ασία. Ωστόσο, η τραγική αυτή πτυχή της ιστορίας του νησιού παραμένει μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό παραγκωνισμένη.
Ο Θεόφιλος Καστανίδης, πρόεδρος του Συλλόγου Ποντίων «Αργοναύται-Κομνηνοί», αναζητώντας και μελετώντας πηγές, φωτογραφίες και μαρτυρίες για τουλάχιστον μία δεκαετία κατάφερε να εντοπίσει την ακριβή θέση του νεκροταφείου των λησμονημένων νεκρών που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο ξερονήσι.
Με τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας και σε συνεργασία με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Ασσυρίων Κυριάκο Μπατσάρα και τον τέως αντιπεριφερειάρχη Πειραιώς και Νήσων Τάκη Χατζηπέτρου, απεστάλη αίτημα στο υπουργείο Πολιτισμού προκειμένου να τοποθετηθεί ένα μνημείο.
Μετά από μακρές διεργασίες και συζητήσεις, στις 27 Φεβρουαρίου του 2020 δόθηκε η έγκριση τοποθέτησης γλυπτού από το Σύλλογο Ποντίων «Αργοναύται-Κομνηνοί» απέναντι από το ακρωτήρι Αγκάλιστρος, στα νοτιοδυτικά του νησιού, στην απόληξη του κόλπου.
Για τους Πόντιους, η αναμνηστική στήλη έκανε το Μακρονήσι να λύσει τη σιωπή του. Οι περίπου 6.000 πρόσφυγες, που έχασαν τη ζωή τους στο λοιμοκαθαρτήριο, αλλά και οι εθελοντές που προσέφεραν ουσιαστικές υπηρεσίες την περίοδο 1922-1923, δεν είναι πια αόρατοι.
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις