«Εύθυμη Αγγλία, Χρυσός Αιώνας, Μπελ Επόκ: τέτοια λαμπερά εμπορικά ονόματα πλάθονται πάντοτε εκ των υστέρων. Κανένας στο Παρίσι δεν είπε ποτέ, το 1895 ή το 1900: «Ζούμε στην Μπελ Επόκ, καλά θα κάνουμε να την αξιοποιήσουμε στο έπακρο». Ο χαρακτηρισμός που περιγράφει εκείνη την εποχή της ειρήνης ανάμεσα στην καταστροφική γαλλική ήττα του 1870-71 και την καταστροφική γαλλική νίκη του 1914-18 δεν καθιερώθηκε παρά το 1940-41, ύστερα από άλλη μία ήττα της Γαλλίας. Ηταν ο τίτλος ενός ραδιοφωνικού προγράμματος που σταδιακά εξελίχθηκε σε ζωντανή εκπομπή μουσικού θεάτρου: ένας εμψυχωτικός νεολογισμός, ένας ευχάριστος περισπασμός που εναρμονιζόταν επίσης με ορισμένες γερμανικές προκαταλήψεις σχετικά με τη Γαλλία του oh-la-la και του καν καν».

 

ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΜΠΑΡΝΣ
«ΑΝΔΡΑΣ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΑΝΔΥΑ» (2019)

Οσοι έχουν δουλέψει για μακρύ χρονικό διάστημα με κάποιο κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό συνεργείο, με πολλά γυρίσματα εκτός έδρας (ενίοτε κι εκτός χώρας) που αναγκαστικά ενδυναμώνουν τους συντροφικούς δεσμούς, μοιράζονται μια σειρά από πριβέ αστεία, ακατανόητα για τους υπόλοιπους. Συνήθως αυτά τα αστεία δεν έχουν τίποτε το… αστείο, εκτός από την ανάκληση μιας ευτράπελης ανάμνησης ή, ακόμη πιο συχνά, τη νοσταλγία για ένα προ πολλού χαμένο κλίμα ευφορίας. Σ’ εμένα έλαχε ο κλήρος να σταθώ αφορμή για ένα από αυτά, από το φθινόπωρο του 2009 έως και τον χειμώνα του 2010, κατά τα ιδιαίτερα κοπιαστικά γυρίσματα του «1821» για την τηλεόραση του ΣΚΑΪ. Ως παρουσιαστής εκείνης της σειράς ντοκιμαντέρ, παρέθετα τακτικά τις αντικρουόμενες μαρτυρίες για πολλά πραγματικά ή θρυλούμενα ιστορικά δρώμενα που στη λαϊκή μνήμη είχαν καταγραφεί ως αδιαμφισβήτητα θέσφατα (κάτι που από μόνο του ενείχε τον χαρακτήρα βλασφημίας) κι έπειτα έβγαινα μπροστά στον φακό, με μάλλον αυστηρό κι, εν πάση περιπτώσει, κατηγορηματικό ύφος, προκειμένου να βάλω τα πράγματα στη θέση τους, ξεκινώντας με τη στερεότυπη έκφραση: «Η αλήθεια είναι…».

Ε, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι γέλιο έπεφτε μεταξύ μας – μηδέ εμού εξαιρουμένου – γι’ αυτήν την «αλήθεια είναι…». Οχι επειδή δεν έλεγα την αλήθεια (την αλήθεια τουλάχιστον της ιστορικής έρευνας, μια αλήθεια που – όπως πικρά γνωρίζουμε – ούτε απαρασάλευτη στο διάβα του χρόνου παραμένει, ούτε δεν επιδέχεται εξ αρχής σφοδρές και ποικίλες αμφισβητήσεις), αλλά επειδή το λανθάνον ύφος ευαγγελικού ιεροκήρυκα έδειχνε να έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη ρηξικέλευθη φυσιογνωμία της ίδιας της σειράς. Ισως να ήταν πιο έντιμο εκ μέρους μας, εάν στη θέση του αφοριστικού «η αλήθεια είναι…», χρησιμοποιούσαμε το πιο ακριβές «πιθανολογούμε ότι…», αλλά και πάλι, τότε θα δίναμε την όχι πάντοτε σωστή εντύπωση ότι η ιστορική έρευνα δεν είναι παρά μια συρραφή εικασιών, εξίσου ευάλωτων με τους μύθους. Ορθότερη θα ήταν η διαρκής υπόμνηση του βρετανού συγγραφέα Τζούλιαν Μπαρνς στον «Ανδρα με κόκκινο μανδύα» που έτυχε να διαβάσω πρόσφατα: «Δεν μπορούμε να ξέρουμε». Δεν μπορούμε να ξέρουμε πάντα ή δεν μπορούμε να ξέρουμε τα πάντα. Δεν μπορούμε να ξέρουμε ακόμη. Ισως να μη μάθουμε και ποτέ.

Η μελαγχολική παραδοχή του Μπαρνς, απόσταγμα κατ’ ουσίαν της βαθιάς μελέτης ενός αμετανόητου σκεπτικιστή/αγνωστικιστή, δεν πρέπει επ’ ουδενί να μας οδηγήσει στο φαταλιστικό συμπέρασμα ότι κάθε ιστορική έρευνα είναι μάταιη, από τη στιγμή που, όσο επιμελώς και αν τη διεξάγουμε, όσο φιλότιμα, πάντοτε θα υπάρχουν χαμένες ψηφίδες και αναπλήρωτα κενά. Φρονώ ότι η πρόθεση του – 75χρονου σήμερα – πολυβραβευμένου συγγραφέα είναι ακριβώς η αντίθετη. Ακολουθώντας μια τεχνική εύρωστου  non fiction, με την οποία ειδικά οι συμπατριώτες του έδωσαν σπουδαία βιβλία την τελευταία εικοσαετία (πρόχειρα-πρόχειρα μου έρχονται στον νου η «Οργή του Βιτγκενστάιν» και ο «Σκύλος του Ρουσό» του συγγραφικού διδύμου Ντέιβιντ Εντμοντς & Τζον Αϊντινάου), ο Μπαρνς αρνείται να συμπληρώσει όσα «δεν μπορούμε να ξέρουμε» με μυθοπλαστικά ευρήματα, όπως θα έκανε ένας παραδοσιακός μάστορας του ιστορικού μυθιστορήματος· βρίσκει πιο δελεαστικό για τον αναγνώστη να εντοπίσει και να παραθέσει όλες τις εκδοχές, τις αντιφάσεις και τις ατέλειες.

Στον «Ανδρα με κόκκινο μανδύα» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2020, σε εμπνευσμένη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, αρετή απαραίτητη όταν καλείσαι να αναμετρηθείς με την εύπλαστη γλώσσα και τις βιτριολικές αμφισημίες του Μπαρνς), ο συγγραφέας επιχειρεί να αναστηλώσει  την Μπελ Επόκ, δίχως να μας κρύβει τα  υποστυλώματα και τις σκαλωσιές των αρχών του 21ου αιώνα στην απόπειρά του να αναβιώσει τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου. Στις μέρες της – σημειώνει ο Μπαρνς – «η Ωραία Εποχή ήταν και βιωνόταν σαν μια περίοδος νευρωτικού, αν όχι υστερικού εθνικού άγχους, πολιτικής αστάθειας, κρίσεων και σκανδάλων. Σε τέτοιους ασθματικούς καιρούς, η προκατάληψη μπορούσε εύκολα να μετεξελιχθεί σε παράνοια». Σας θυμίζουν τίποτε όλα αυτά; Ορθώς σας θυμίζουν. Στο κάτω-κάτω, ποιος εξουσιοδοτεί τον 21ο αιώνα ώστε να δικάσει το πέρασμα από τον 19ο στον 20ο; «Ποιο είναι άραγε εκείνο το χαρακτηριστικό του παρόντος», αναρωτιέται παρακάτω ο Μπαρνς, «που το καθιστά τόσο πρόθυμο να κρίνει το παρελθόν; Υπάρχει πάντα ένα στοιχείο νεύρωσης στο παρόν: θεωρεί ότι είναι ανώτερο από το παρελθόν, αλλά δεν μπορεί να ξεπεράσει το βασανιστικό άγχος ότι μπορεί και να μην είναι».  Εάν παρακάμψουμε το ατεκμηρίωτο κι εν πολλοίς συμπλεγματικό αίσθημα ανωτερότητας που μας διακατέχει απέναντι σ’ ένα παρελθόν ανήμπορο να αμυνθεί – «όσο βαριές κι αν είναι οι κατηγορίες που του εκτοξεύουμε», επιμένει ο Μπαρνς, «αυτό ποτέ δεν απαντά, μένει σιωπηλό» – θα ανακαλύψουμε πόσο εξόφθαλμες ομοιότητες μας συνδέουν μαζί του.

Με αφηγηματικό εμβρυουλκό τον Σαμιέλ Ζαν Πότσι, τον Πατέρα της Γαλλικής Γυναικολογίας, παράτολμο πρωτοπόρο χειρουργό, ηδονοθήρα και φιλότεχνο (με όποια σειρά επιθυμείτε), σφραγισμένον από ένα τραγικό όσο και παράλογο πεπρωμένο, πλαισιωμένον από κατοπινά «ιερά τέρατα» – όπως τη Σάρα Μπερνάρ, τον Οσκαρ Ουάιλντ και τον Μαρσέλ Προυστ – αλλά και από πρόσωπα λησμονημένα σήμερα, εμμονικούς δανδήδες ή πρίγκιπες του εφήμερου, ο Τζούλιαν Μπαρνς μας ξεναγεί στην «παρακμιακή, ταραγμένη, βίαιη και ναρκισσιστική Μπελ Επόκ» που τον «γέμισε ευχαρίστηση» για όσο διάστημα ασχολήθηκε με τη χαρτογράφησή της. Μπορεί τότε να μην υπήρχαν τα social media και οι μονομαχίες να μην ήταν εικονικές (μολονότι,  θα διαπιστώσουμε όχι και τόσο εμβρόντητοι, ήταν εξίσου, αν όχι περισσότερο… θεατράλε), μα με την ίδια ένταση έκαιγε η φλόγα της ματαιοδοξίας, η διαχρονική ανθρώπινη φύση που πάντοτε σκαρφίζεται τρόπους για να διαλαλήσει τη μικροπρέπειά της. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του φαντασμένου κόμη Ρομπέρ ντε Μοντεσκιού. Στην ερωτοχτυπημένη θαυμάστριά του, που ουδέποτε καταδέχτηκε να τη συναντήσει, δώρισε μετά θάνατον μια κασετίνα. Με όλες τις επιστολές της. Ανέγγιχτες.