Επισκέφτηκα πριν από χρόνια την περιοχή των Αρδεννών, όπου έγινε μια από τις φονικότερες μάχες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι εκεί ένα νεκροταφείο των γερμανών πεσόντων σε μια πλαγιά και οι τάφοι, όλοι με ομοιόμορφες ταφόπλακες, είναι οριζόντιοι και κάθετα τακτοποιημένοι, ώστε από μακριά να δίνουν την εντύπωση γλυπτικής επέμβασης στο βουνό. Οταν πλησιάσει κανείς, διαπιστώνει πως εκεί έχουν ενταφιαστεί πάνω από πέντε χιλιάδες νέα παιδιά. Διαπίστωσα ότι στις δέκα ταφόπλακες ένας νεκρός ήταν πάνω από τα 23 χρόνια! Οι ταφόπλακες είχαν χαραγμένο το όνομα, τη χρονολογία γέννησης και θανάτου (η μάχη των Αρδεννών) και την περιοχή καταγωγής του νεκρού παλικαριού. Την ίδια αίσθηση έχει κανείς και με το νεκροταφείο άγγλων στρατιωτών στη Γλυφάδα, στα σύνορα με το παλιό αεροδρόμιο. Αλλά και σε ελληνικές επαρχιακές πόλεις και σε πόλεις ευρωπαϊκές συναντά κανείς ηρώα αφιερωμένα σε στρατιώτες που έπεσαν στις μάχες εναντίον των κατακτητών ή εκτελέστηκαν από αυτούς, λόγω της αντιστασιακής τους δράσης. Ολα αυτά τα σήματα (έτσι χαρακτηρίζονταν οι τάφοι στην αρχαιότητα) έχουν λίγες πληροφορίες – ονοματεπώνυμο, έτος γέννησης και χρόνο και αιτία θανάτου, τόπο καταγωγής.

Κάθησα για πολλή ώρα μπροστά σε έναν τάφο στο νεκροταφείο των Αρδεννών. Εκεί κοιμόταν ένα παλικάρι από την Αλσατία 20 ετών. Καμιά άλλη πληροφορία. Εζησα μια τραγική εποχή και βίωσα μαζικές εκτελέσεις αγωνιστών από τα κατοχικά στρατεύματα και έζησα και σε οικογενειακό κύκλο με μαυροφορεμένες μανάδες και αδελφές που είχαν χάσει άντρες, παιδιά, αδελφούς. Αυτοί, όμως, είχαν ιστορία. Γνώριζα, όπως όλοι οι συμπολίτες, οι γείτονες, οι σύντροφοι, οι συμπολεμιστές και συναγωνιστές, την προσωπική τους ιστορία, τις ρίζες τους, τα ελαττώματα και τις αρετές τους, τα όνειρά τους, τις έχθρες τους, τις φιλίες τους, τα σχέδια του βίου, τους ερωτικούς τους καημούς, τις σπουδές τους, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους, τα πείσματα και τις εμμονές τους, όσο ένας συγγενής (μια μάνα, ένας πατέρας, ένας αδελφός, μια σύζυγος ή αρραβωνιαστικιά) γνώριζαν και έχουν συμπάσχει ή συμμεριστεί ή διαφωνήσει με τις επιδιώξεις, κρατούν για χρόνια τα συναισθήματα, ακόμα και τις έριδες, και συμβιώνουν με αυτά, ώστε η μνήμη συνεχίζει να είναι εγκαυστική, τυραννική και, όχι σπάνια, αγαθή.

Οταν, όμως, βρέθηκα σε νεκροταφείο πολέμου, με μοναδική ένδειξη το όνομα του πεσόντος και τις ημερομηνίες γέννησης (και αυτό συχνά άγνωστο) και θανάτου, σπάνια ο βαθμός στα στρατιωτικά μητρώα, οδηγήθηκα σε βαθιά μελαγχολία. Γιατί, όταν αντικρίζεις έναν τάφο με ένα όνομα ενός παλικαριού, 21, 22, 23 ετών, προσπαθείς να συγκροτήσεις μια πορεία ζωής που περιέχει γέννηση, οικογενειακό περιβάλλον, παιδική ηλικία, εφηβεία και, κυρίως, σπουδές ή κρατικό επάγγελμα. Δίπλα – δίπλα, δύο τάφοι, είτε στις Αρδέννες, είτε στη Γλυφάδα, είτε στο λιτό μνημείο πεσόντων στο Καρπενήσι, φέρνουν σε εγγύτητα δύο χαμένα όνειρα, δύο φιλοδοξίες, δύο επιταγές βίου τελείως προσωπικές και ιδιαίτερες.

Οταν ξεσπάει ένας πόλεμος, διότι κάποιοι αλαζόνες ηγέτες, κάποια συμφέροντα τάξεων, κάποιες φυλετικές προκαταλήψεις, κάποιες ιδεοληπτικές φαντασιώσεις, επιστρατεύουν παιδιά από τις πλέον μακρινές περιοχές από τα κέντρα αποφάσεων, τους δίνουν ένα όπλο και τα βάζουν αντιμέτωπα με άλλα νέα παιδιά που άφησαν κοπάδια προβάτων, σπορά, θερισμό, δίχτυα, φυσερά και αμόνια, θρανία και πίνακες, και μόνο μια δικαιολογία υπάρχει που να συγχωρεί την όποια θυσία τους. Αν αμύνονται για την ελευθερία τους, για τον τόπο των πατέρων τους και για το δικαίωμα να μοχθούν για την καλλιέργεια των αγρών και των γραμμάτων.

Κοιτώντας μια ταφόπλακα σε στρατιωτικά νεκροταφεία, προσπαθείς να αναπλάσεις τις δυνατότητες που ο πρόωρος νεκρός είχε, στη χώρα του και στην εποχή του, να διαμορφώσει σχέδιο βίου, πορεία βίου και προσωπική βιογραφία. Αν κάθε φορά που επιστρατεύεται ένας νέος υποχρεούται να συγκροτήσει ένα βιογραφικό σημείωμα με την εμπειρία του ως τότε, τις σπουδές του, τις ιδιαιτερότητές του, τις γνώσεις του, πρακτικές, κοινωνικές, πνευματικές, και τις προοπτικές του, τα όνειρά του, την προσεχή πληροφορία του βίου του, αν χανόταν σε μια πολεμική ή εμφύλια σύρραξη, κάποιοι ιστορικοί των χαμένων ευκαιριών θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μια ιστορία των χαμένων και των προδομένων ελπίδων.

Παρακολουθώ αυτή την εποχή τους δυστυχείς πολιτικούς, αλλά και οικονομικούς μετανάστες που ξεκληρίζονται από τη γη τους, τα σπίτια τους, τις δουλειές τους, τις προοπτικές τους και δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να τους δει μονάχα ως νούμερα. Αυτά τα απελπισμένα χέρια που παλεύουν να κρατήσουν να επιπλεύσει το σώμα στη θάλασσα μετά το ναυάγιο ή αφού έχουν εγκαταλειφθεί από τους δουλεμπόρους, αυτά τα χέρια έχουν ρόζους από το σφυρί, το δρεπάνι, το φτυάρι, το τιμόνι, το κουπί, την πένα, τον χάρακα. Κοίτα πάντα τα χέρια του συνομιλητή σου, έλεγε ο πατέρας μου. Εσύ που θες να γίνεις γραφιάς, θα σε αναγνωρίζουν από τον κάλο στα δάχτυλα από τον κονδυλοφόρο και αργότερα από το στυλό. Και είχε δίκιο.

Βλέπω κάθε μέρα τα δελτία της πανδημίας, παρατηρώ τις αυξομειώσεις τους αριθμού των νεκρών. Του αριθμού! Πίσω από κάθε έναν αριθμό υπάρχει ένας άνθρωπος με μικρή ή μεγάλη ιστορία. Εχει, άραγε, το μέγεθος της προσωπικής μας ιστορίας αξιολογική μόνο διαβάθμιση; Δεν αξιολογείται μόνο με την τιμή που έχει στην αγορά ένα προϊόν μόχθου. Ενας ρολογάς που διορθώνει τον άξονα των λεπτοδειχτών του ξυπνητηριού δεν χρειάζεται λιγότερη πείρα και επιδεξιότητα από έναν σχεδιαστή της τροχιάς ενός δορυφόρου. Γι΄ αυτό, εξάλλου, υπάρχουν καλοί ρολογάδες και κακοί μηχανικοί αεροπλάνων, π.χ.

Κι όμως, το χθεσινό νούμερο των νεκρών του ιού δεν μας πληροφορεί (και αντιλαμβάνομαι τον περιορισμό των μέσων πληροφόρησης) για την ιδιαιτερότητα της απώλειας του συμπολίτη. Γνωρίζει, άλλωστε, κανείς, αν σχεδίαζε αλλαγή προγράμματος βίου, αλλαγή μεθόδων εργασίας; Αν είχε φιλοδοξίες για προσφορά στο ευρύ κοινό μιας νέας εφαρμογής ή ενός νέου τρόπου ή ενός νέου υλικού ή νέας χρήσης των εργαλείων που χρησιμοποιούσε; Ενα ποίημα, μια μελωδία, ένας πίνακας, μια χορευτική φιγούρα, μια καινούργια προσέγγιση στις ανθρώπινες αιτίες των πράξεων, μένουν στο περιθώριο της ανωνυμίας ενός αρρώστου που βρέθηκε απροετοίμαστος μπροστά στη θύρα της αιωνιότητας. Λόγω, μάλιστα, της φύσης αυτού του ιού απαγορεύεται η παρηγορία, η συμπαράσταση. Δεν έχει πλέον νόημα η εξαίσια επιθυμία που μας κληροδότησαν οι αιώνες, «να βρεθεί κάποιος να μας κλείσει τα μάτια»! Ετσι αντιλαμβανόμαστε το υψηλό λειτούργημα που επιτελούν οι νοσηλευτές, αφού μαζί με τα επαγγελματικά τους καθήκοντα, γίνονται συχνά οι παραστάτες – άγγελοι, όταν οι δικοί μας άνθρωποι στη μοναξιά τους αγγελοκρούονται.

Σκέφτομαι συχνά πως συνάνθρωποι όλων των επαγγελμάτων που νοσούν ξαφνικά και πεθαίνουν από την πανδημία, ίσως να έχουν αφήσει ένα χειρόγραφο στη μέση, μια συγγνώμη που όφειλαν σε έναν φίλο που διαφώνησαν, ένα παγκάκι στο εξοχικό σπίτι που βάφτηκε το μισό, ένα αυτοκίνητο που δεν πρόλαβε να πάει για σέρβις στο συνεργείο και, πιθανόν τώρα, να χρειάζεται να πουληθεί, ένα γράμμα ερωτικό που δεν γράφτηκε ή, κι αν γράφτηκε, δεν ταχυδρομήθηκε ποτέ και πιθανόν τώρα να γίνει πειστήριο απιστίας! Ας μην ανασαίνουμε ανακουφισμένοι, όταν οι ειδήσεις μας πληροφορούν πως οι νεκροί μειώθηκαν. Και ένας αν θα μείνει στην ειδησεογραφία, σκεφτείτε τι έπραξε στον βίο του, τι δεν έπραξε, τι έπρεπε να πράξει και δεν το έπραξε, τι δεν έπρεπε να πράξει και το έπραξε, για να θυμηθούμε τον Πυθαγόρα.