Αδιέξοδη συνάντηση, στέλνει λάθος μήνυμα
Η συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν δεν έχει πλέον προοπτική καμιάς επιτυχίας.
Η ανακοίνωση της επικείμενης συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν έγινε σε ένα είδος παράξενου «καλού» κλίματος, που οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Τσαβούσογλου άφησε για λίγο την εμπρηστική του όψη στη Θράκη ως «ιδιώτης» και ήρθε στην Αθήνα ως υπουργός Εξωτερικών, χωρίς προκλήσεις. Οι ανησυχίες για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί ήταν τέτοιες, ώστε, όταν δεν συνέβη τίποτα, η ανακούφιση της κυβέρνησης έλαβε χαρακτήρα «επιτυχίας». Τότε ανακοινώθηκε η συνάντηση. Και οι προκλήσεις ήρθαν αμέσως μετά.
Εκτοτε έγιναν ήδη πολλά. Ο Ερντογάν είπε ότι θα βγάλει ξανά το «Γιαβούζ» για έρευνες, αφού πρώτα περάσει για τον ίδιο σκοπό από θαλάσσια οικόπεδα της Κύπρου, ο Ακάρ επιτέθηκε στην Ελλάδα κατηγορώντας τη ως δήθεν… επεκτατική χώρα, οι παραβιάσεις συνεχίστηκαν με τον γνωστό τρόπο και διάφορα άλλα αντίστοιχα, κάποια μικρότερης σημασίας και κάποια όχι τόσο.
Η ουσία πάντως είναι ότι, με τον χρόνο για τη συνάντηση να μετράει πλέον αντίστροφα, το περιβάλλον στο οποίο αυτή πρόκειται να πραγματοποιηθεί είναι εμφανώς αρνητικό και δεν επιτρέπει την παραμικρή αισιοδοξία για την έκβασή της. Και με αυτό το δεδομένο αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς περιμένει η κυβέρνηση να συμβεί εκεί και αν έχει κατανοήσει ότι είναι εντελώς αδύνατον να προχωρήσει οποιαδήποτε σκέψη εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σε οποιαδήποτε ενδεχόμενη μορφή. Οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή οι Τούρκοι πολύ απλά δεν το θέλουν και δεν το κρύβουν – αντίθετα, ουσιαστικά το φωνάζουν.
Η συνάντηση αυτή δεν έχει πλέον προοπτική καμιάς επιτυχίας. Ούτε πριν είχε, αλλά τώρα οι Τούρκοι έκαναν αυτό που πάντοτε κάνουν: αφού πρώτα πέτυχαν να στηθεί η συνάντηση, αμέσως μετά την υπονόμευσαν δημόσια. Δεν είναι η πρώτη φορά και δεν θα είναι τελευταία που συμβαίνει αυτό. Η συνάντηση δεν θα είναι εύκολη. Γιατί ο Μητσοτάκης πρέπει να είναι έτοιμος να αποκρούσει πλέον ευθέως μια πλήρως αναθεωρητική στάση του Ερντογάν, της οποίας απλώς δεν γνωρίζουμε ακόμα την οξύτητα, τον τρόπο έκφρασης και τον βαθμό επιθετικότητας. Και δεν είναι μόνο αυτό: υπάρχει και κάτι ακόμα.
Ο Ερντογάν επιχειρεί τώρα να προσεγγίσει τον αμερικανό πρόεδρο Μπάιντεν – κάτι στο οποίο είχε αποτύχει μέχρι τώρα. Η δική τους συνάντηση επίσης ανακοινώθηκε, όπως και η ατζέντα της, που περιλαμβάνει συζητήσεις για την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Ασφαλώς κυρίαρχο θα είναι το ζήτημα των ρωσικών πυραύλων S-400. Η Τουρκία επιχειρεί να ανακτήσει το χαμένο έδαφος και, αργά ή γρήγορα, πιθανότατα θα αποφασίσει να κάνει τελικά τη στροφή σε ένα θέμα που της έχει κοστίσει ήδη πολύ περισσότερο από ό,τι της έχει αποδώσει. Ομως είναι βέβαιο ότι θα επιχειρήσει να την πουλήσει ακριβά. Εκεί, ο κίνδυνος διασύνδεσης με τα ελληνοτουρκικά είναι κάτι περισσότερο από ορατός. Και μεγιστοποιείται όταν, την ίδια ώρα, η Ελλάδα συνομιλεί σε αυτό το επίπεδο με μια Τουρκία που κάθε άλλο παρά μαζεύει τις απειλές της. Γι’ αυτό και η συνάντηση, που ασφαλώς δεν θα προσφέρει τίποτα, θα λειτουργήσει επιβαρυντικά. Επειδή, με κάποιον τρόπο, δίνει ένα είδος «νομιμοποίησης» στην τουρκική στάση, που και το χρειάζεται και θα το αξιοποιήσει.
Υπάρχει φυσικά και το «συν»: ότι η Ελλάδα δεν σπρώχνει προς το αδιέξοδο. Στα διεθνή μάτια αυτό μετράει. Ομως το πλην κι εδώ είναι πολύ πιο βαθύ. Η Ελλάδα πάει σε συνάντηση κορυφής με αυτές τις συνθήκες. Αυτομάτως νομιμοποιεί στα μάτια των τρίτων το «δικαίωμα» της Τουρκίας να αμφισβητεί τα σύνορα. Οχι πως αλλιώς δεν θα τα αμφισβητούσε. Ετσι όμως συναινεί πλέον στο ότι αυτή μπορεί να υπάρχει ως βάση επαφής. Και αυτό είναι σοβαρό πρόβλημα. Γιατί στέλνει παντού εντελώς λάθος μήνυμα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις